Τι Φεστιβάλ θέλουμε ή τι Φεστιβάλ μπορούμε;

Υπάρχει κάποιος που δε θέλει ένα Φεστιβάλ που να δημιουργεί συζητήσεις, συγκινήσεις, αμφιβολίες και αντιδράσεις; Υπάρχει κάποιος που δεν επιθυμεί ένα φεστιβάλ πλούσιο, ποικίλο και καινοτόμο; Κανείς. Και στη συνάντηση που έγινε στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών με θέμα «Τι Φεστιβάλ θέλουμε;», μόνο οι καλές προθέσεις δεν έλειψαν. Ούτε οι καλές προτάσεις σε ένα ερώτημα αρκετά γενικόλογο, αναγκαίο όμως να μπει στο τραπέζι ακόμα και με καθυστέρηση πολλών ετών. Για ιστορικούς λόγους θα αναφέρω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που έχει τεθεί το ερώτημα. Για την ακρίβεια το ερώτημα απασχολεί όλο και περισσότερο τους ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη μέσα στο άναρχο τοπίο της σύγχρονης δημιουργίας μέσα σε μια πόλη με πλούσια και δυναμική πολιτιστική ζωή.

Στη συζήτηση που συντόνισε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, τοποθετήθηκαν μετά την εναρκτήρια εισήγηση του Σάββα Πατσαλίδη, Καθηγητή Θεατρολογίας στο ΑΠΘ, οι Matthias von Hartz, Καλλιτεχνικός διευθυντής του θερινού φεστιβάλ του Βερολίνου «Foreign Affairs » & Σύμβουλος του ελληνικού φεστιβάλ για τις διεθνείς παραγωγές, η Sally Hobson, Διευθύντρια εκπαιδευτικών δράσεων Διεθνούς Φεστιβάλ Εδιμβούργου, η Κατερίνα Κοσκινά, Διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Βίκυ Μαραγκοπούλου, πρώην Καλλιτεχνική διευθύντρια Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, ο Γιάννης Σβώλος, Μουσικοκριτικός (Εφημερίδα των Συντακτών), η Όλγα Ταξίδου, Καθηγήτρια θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και της Νέας Υόρκης και Συνεργάτης του Φεστιβάλ Εδιμβούργου.

Περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξοι οι ομιλητές μίλησαν για αυτό που λίγο ως πολύ θεωρούμε ιδανικό: ένα φεστιβάλ με κύρος, με ανεξάρτητο διευθυντή, που να συγκεντρώνει όλο και περισσότερους θεατές και να προκαλεί συζητήσεις δημιουργώντας καλλιτεχνικά γεγονότα σε ένα εξαιρετικά δύσκολο κοινωνικό πολιτικό και οικονομικό τοπίο.

Πριν από αυτό μπαίνει το ερώτημα: τι φεστιβάλ μπορούμε να κάνουμε σήμερα; Τα δέκα χρόνια του Γιώργου Λούκου στο φεστιβάλ Αθηνών δημιούργησαν μια νέα δυναμική, μια νέα πλατφόρμα. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για νέους χώρους και νέους καλλιτέχνες που πρωτομπήκαν στο φεστιβάλ, πράγμα αφάνταστο πριν από τη θητεία του. Μας ενδιαφέρει να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση και την εμπειρία ή θα ξεκινήσουμε να χαράξουμε κάτι εντελώς διαφορετικό;

Συζητάμε για το φεστιβάλ που θέλουμε, ενώ θα έπρεπε να συζητήσουμε πρώτα από όλα για τον διευθυντή που έχει ανάγκη ένα Φεστιβάλ. Θα είναι αληθινά ανεξάρτητος ή θα κινδυνεύει από κάθε υπουργό; Παγκοσμίως, το όραμα και η ευθύνη ενός φεστιβάλ είναι στα δικά του χέρια. Είμαστε έτοιμοι να πιστέψουμε μαζί του και να τολμήσουμε; Ή θα θέλουμε μέσα σε δυο μήνες να ικανοποιήσουμε τα πάντα και τους πάντες, και την συντεχνία και το κλασικό και το σύγχρονο και τους παλιούς και τους νέους αναζητώντας συγχρόνως και την ασφάλεια των παραστάσεων μέσα στον τόπο και τη στιγμή, με ένταση μεν αλλά όχι και τόση ώστε να σπάσουμε τα αυγά.

Το ερώτημα είναι για μένα τι θέλουμε να γίνει αυτό το Φεστιβάλ σε δέκα χρόνια, μετά από εμάς  και χωρίς εμάς. Αλλά αυτό που εγώ επιθυμώ μοιάζει με αστείο. Αστείο στη χώρα που ο καλλιτεχνικός διευθυντής κάθε θεσμού μαθαίνει αν θα συνεχίσει ή όχι την επόμενη της λήξης της θητείας του. Αστείο σε μια χώρα που δεν διαθέτει τα βασικά. Διαβάθμιση των μουσικών σπουδών, μια σχολή ή μια Ακαδημία σκηνοθεσίας. Είμαστε μια χώρα που παράγει 500 ηθοποιούς το χρόνο και σαν να μη του έφταναν οι ιδιωτικές σχολές ήρθε και το Πανεπιστήμιο να αυξήσει αυτό τον αριθμό. Είμαστε η χώρα που διέλυσε το χορό, τον καταδίκασε σχεδόν σε ανυπαρξία με τα ταλέντα της να φεύγουν τρέχοντας.

Θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ διαφορετικά. Αν σχεδιάζαμε εγκαίρως. Αν ξέραμε τι θα συμβεί στο φεστιβάλ, τις Κρατικές σκηνές, στις ορχήστρες και τα μουσεία για τα επόμενα δυο χρόνια. Στο άκουσμα και μόνο αυτής της πρότασης στη χώρα «που δεν ξέρει τι μέρα της ξημερώνει», αυτά μόνο χαμόγελα προκαλούν για να αποφύγουμε τα δάκρυα.

Έχουμε καταφέρει και το φεστιβάλ είναι μια μεγάλη γιορτή, αυτό δε το αμφισβητεί κανείς. Μπορεί να γίνει μεγαλύτερη, να αφορά πιο πολλούς και αυτό δε σημαίνει θεάματα που χαϊδεύουν το γούστο του κοινού ή γούστο που καθορίζει τη στρατηγική του φεστιβάλ και τους άξονές του. Αν για άλλη μια φορά δε «θέλουμε να τα αλλάξουμε όλα», ας ξεκινήσουμε και μια άλλη συζήτηση που λέγεται «Ποιά πράγματα δούλεψαν μέχρι τώρα και θέλουμε να κρατήσουμε».  Το αποτέλεσμα θα δείξει αν θα έχουμε πάντα μια καλοκαιρινή γιορτή ή θα δημιουργήσουμε συγχρόνως και ένα εργοτάξιο.

 

(5)