Ένας από τους πιο μοναχικούς και αγαπητούς ανθρώπους του ελληνικού σινεμά αφηγείται την μυθιστορηματική ζωή του στο LIFO.gr

Πέθανε σήμερα σε ηλικία 82 ετών, ο Σταύρος Τσιώλης, διακεκριμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Με την αφορμή αυτή αναδημοσιέυουμε τον αυτοβιογραφικό του μονόλογο, που δημοσιεύτηκε στη LIFO, στο πλαίσιο του πρότζεκτ της «Οι Αθηναίοι»

Γεννήθηκα στην Τρίπολη τον Οκτώβριο του 1937, από πατέρα με 13 αδέρφια, όλοι τους τσοπαναραίοι. Για την ακρίβεια, ο πατέρας μου πήγε στην Τρίπολη για να γίνει τσαγκάρης και να τους ποδένει όλους αυτούς. Απάνω στο Μαίναλο είχαμε 4.500 αιγοπρόβατα. Μάλιστα, στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης λέει για τον προπάππου μας τα εξής: «Μετά τη σφαγή του Δράμαλη, τα παλικάρια πήγαν και κλέψαν 150 πρόβατα κι έρχεται ο Κυριάκος ο Τσιώλης με πέντε κουμπουράδες να τα ζητήσει πίσω. Του είπα πως τα έφαγαν τα παλικάρια, τι να κάνω, να τους τα βγάλω απ’ το στομάχι; Ήταν όμως τόσο αγριεμένος ο Τσιώλης, ώστε είπα του γραμματικού: Γράφε! Όταν θα γίνουμε κουβέρνο, θα πρέπει η κυβέρνηση να πληρώσει στον Κυριάκο 150 γιδοπρόβατα!». Με αυτό το χαρτί, λοιπόν, εμείς αθωωθήκαμε μέχρι και το 1950, γιατί, όσο να ‘ναι, παραμείναμε ζωοκλέφτες. Το χάσαμε, όμως, το χαρτί αυτό του Κολοκοτρώνη και δεν ξέρουμε, γαμώτο, ποιος το ‘χει.

• Έζησα την πείνα, τους Γερμανούς, τους ταγματασφαλίτες. Πρόλαβα το δημοψήφισμα του 1946, που το κόμμα έκανε το σφάλμα και κατέβηκε σε αποχή, με αποτέλεσμα την επομένη να αρχίσουν οι συλλήψεις όσων δεν είχαν ψηφίσει. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο πατέρας μου, που τον πήγαν στην Ακροναυπλία κι έτσι είδα κι εγώ θάλασσα για πρώτη φορά. Μας πήρε η μάνα μου και καβαλήσαμε ένα φορτηγό κι έτσι αντίκρισα το Μπούρτζι. Από τότε, η θάλασσα και οι γυναίκες έγιναν δύο μαγικά πράγματα για μένα! Και τα δύο, όμως, βλέπετε πως πνίγουν και σκοτώνουν.

Έχω αυτή την περηφάνια: να είμαι ερωτευμένος με την Γκρέις Κέλι από παιδί, που την έβλεπα στην ταινία Η Χωριατοπούλα κι έκλαιγα και η μάνα μου μού ‘λεγε «κοίτα, βρε, κάνα κορίτσι απ’ τη γειτονιά κι άσ’ τες αυτές», κι αυτή, χρόνια μετά, να φοράει κόσμημα σχεδιασμένο από μένα! Λίγο το ‘χεις;

 

• Μεγάλωσα μες στον κινηματογράφο. Κουβάλαγα τις καρέκλες, τις κόπιες κι έβλεπα τα πάντα, από Τζον Φορντ μέχρι Φελίνι. Μάλιστα, το La Strada είχε βγει με τον ελληνικό τίτλο Πουλημένη απ’ τη μητέρα της. Το 1948, με το τέλος του Εμφυλίου, ήρθε στην Τρίπολη ένα μεγάλο, παράξενο, ποιητικό πρόσωπο, ο Ασάντο Μάριο Τσουκίνι, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Παναγιώτης Τσούκας. Γι’ αυτόν λέγανε ότι άφησε την Τρίπολη και χάθηκε στην Ευρώπη για να γίνει βοηθός του Γιουνγκ, ψυχολόγος. Εγώ τότε δούλευα σε τυπογραφείο και ήρθε για να του τυπώσουμε ένα βιβλίο με τίτλο Γελάτε πικραμένοι, με 12 συμβουλές για το πώς θα κατακτήσουμε την ευτυχία. Ήτανε μαρξιστής αυτός και έγινε ο θεωρητικός πατέρας μας. Έτσι γνώρισα κι εγώ τον μαρξισμό και θα σας πω πώς ακριβώς. Τότε βγαίναμε να πουλήσουμε τσιγάρα, όχι πακέτα, αλλά δυο-δυο, τρία-τρία τσιγάρα μόνο, αφού ο κόσμος δεν είχε λεφτά. Έλεγε ο Τσουκίνι: «Το κεφάλαιο, έχοντας την ύλη, βάζει τον εργαζόμενο να την πουλάει και μετά μας φέρνει το κέρδος. Πληρώσαμε 100 δραχμές κι αυτήν τη στιγμή εισπράξαμε 180. Αυτή είναι η λεγόμενη υπεραξία κι αφού εσείς δεν θα πάρετε μία, να η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο»! Έτσι, απ’ το 1948 ήδη εγώ ήξερα τον Μαρξ απ’ έξω κι ανακατωτά!

• Στον κινηματογράφο μπήκα το 1957, έκανα όμως πολλές άλλες δουλειές πέραν αυτού. Καταρχάς, δούλεψα στα βόλια με τον θείο Χρη, τον αδερφό της μάνας μου, που τον κατάκλεψα και στα σενάρια και στα θεατρικά μου και θέλω κάποτε να τον αποκαταστήσω. Πέθανε αυτός, όμως, στο Τορόντο πριν από τρία χρόνια. «Μη βγεις», του ‘λεγε η θεια μου η Ελένη, «έχει -25 βαθμούς έξω». Βγήκε και πέθανε, 80 τόσο ετών ήτανε… Λοιπόν, ο θείος Χρη μας έστελνε κάθε εβδομάδα στον Άγιο Νικόλα να μαζέψουμε τα βόλια απ’ τις εκτελέσεις των Γερμανών. Τα έλιωνε, τα πουλάγαμε για μολύβι και παίρναμε ψωμί, ρύζι και γάλα. Μια μέρα που είχαμε μια μεγάλη εκτέλεση, 206 άτομα, πήγα εγώ απ’ τα χαράματα. Με ένα μαχαιράκι έσκαβα το κοκκινόχωμα που υπήρχε και ξέθαβα τα βόλια. Μάζεψα έναν ολόκληρο τενεκέ, περίπου τρεις οκάδες βόλια! Εκεί ήμασταν καμιά δεκαριά παιδάκια, ώσπου παρουσιάστηκε κι ένα κορίτσι πολύ όμορφο, κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερό μας. Στα 10 εμείς, στα 12 αυτό. Εκείνη τη μέρα δεν είχε έρθει. Κι εκεί που είμαι εγώ με τα πολλά βόλια και σκέφτομαι τι εύσημα θα πάρω από τον θείο Χρη, να σου την και παρουσιάζεται με λυγμούς! «Σταύρο, δώσε μου λίγα βόλια κι εμένα, άργησα να ξυπνήσω και θα με δείρει ο πατέρας μου που δεν θα του πάω τίποτα». Πάμε σ’ ένα καλυβάκι, της μετράω μερικά βόλια και μου κάνει: «Πώς να σ’ ευχαριστήσω;» και ξαφνικά με φιλάει! Εκεί εγώ λιποθύμησα! Όταν συνήλθα, όμως, κατάλαβα ότι μου ‘χε πάρει όλα τα βόλια. Άρχισα εγώ να κλαίω με μαύρο δάκρυ, ο θείος Χρη ανησύχησε και ήρθε και με βρήκε στον Άγιο Νικόλα. «Το και το», του λέω, «ήρθε το κορίτσι και με φίλησε και λιποθύμησα, μη με δείρεις, θείο»! «Όχι μόνο δεν θα σε δείρω», μου απάντησε, «αλλά θα σου δώσω και συγχαρητήρια! Μπράβο, ξεκίνησες! Να ξέρεις, όμως, τι είναι οι γυναίκες και να προσέχεις!».

• Ο Τσουκίνι είχε μια φωτογραφία που τον είχαν αγκαζαρισμένο ο Βιτόριο ντε Σίκα και ο Τσέζαρε Ζαβατίνι. Υποστήριζε ότι η ιδέα για τον Κλέφτη Ποδηλάτων ήταν δική του και πως του την έκλεψε ο Ζαβατίνι. Ξεχωρίζοντας εμένα, λοιπόν, από τους μαθητές, μου λέει μια μέρα: «Εσύ θα πας στην Αθήνα και θα γίνεις σκηνοθέτης, θα κάνεις μια ωραία ταινία και θα προβληθεί στο Φεστιβάλ της Ρώμης. Εκεί, μόλις πάρεις το βραβείο, θα ανέβεις και θα πεις: “Καταγγέλλω την κλοπή σεναρίου του Κλέφτη Ποδηλάτων! Το σενάριο ήταν του Ασάντο Μάριο Τσουκίνι!”». Κάπως έτσι ήρθα στην Αθήνα να γίνω σκηνοθέτης! Πήγα στη Σχολή Σταυράκου, είδα τον Τζανή Αλιφέρη, του την έπεσα από δίπλα, «για έλα αύριο» μου κάνει και πήγα που γύριζαν το Έγκλημα στο Κολωνάκι. Μετά κάναμε το Χίλιες παρά μία νύχτες, μια μάλλον αλαλούμ κωμωδία χωρίς σενάριο, με τον Αγκόπ, και με το ντεκόρ που είχε ξεμείνει από τη Λίμνη των Στεναγμών, με την Ειρήνη Παππά ως Κυρα-Φροσύνη. Όλο το έργο ήταν κορίτσια Τούρκισσες που χόρευαν και οι υπηρέτες που σέρβιραν πιλάφια (γέλια). Βοηθός εκεί ήταν ο Τάσος Δενέγρης, ο ποιητής. Πρωταγωνίστρια είχαμε τη Λύντια Στεφανίδου και σκηνοθέτης ήταν ο Έντζο ντ’ Αλάρα, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα για διαφημιστικά. Ερωτευμένοι εγώ κι ο Δενέγρης με τη Λύντια, περνάγαμε καλά.

• Ο Κώστας Καραγιάννης είχε έρθει από το Παρίσι. Υπήρξε ο πρώτος σκηνοθέτης ο Καραγιάννης που είχε τελειώσει σχολή. Πάθαμε σοκ όταν τον πρωτόδαμε. Ντυμένος γαλλικά, κομψά, με φουλάρια και με μουστάκι που είχε υιοθετήσει απ’ τους μποέμ καλλιτέχνες του Καρτιέ Λατέν. Ίσαμε τότε οι Έλληνες σκηνοθέτες ήταν εμπειρικοί, στην καλύτερη να είχαν τελειώσει τη Σταυράκου, η οποία Σταυράκου συστεγαζόταν με τη σχολή του Κάρολου Κουν. Ο Κώστας με πήρε βοηθό στην πρώτη ταινία που έκανε, το Νησί της Αγάπης, και σε άλλες δυο-τρεις. Αργότερα δούλεψα με όλους σχεδόν τους Έλληνες σκηνοθέτες. Μου έχει εντυπωθεί μέσα μου ο τρόπος που δουλέψαμε με τον Κατσουρίδη στο Της Κακομοίρας. Πολλά χρόνια μετά ο Χρήστος Βακαλόπουλος με σύστηνε στα κορίτσια ως εξής: «Από δω ο Σταύρος Τσιώλης που ήταν βοηθός του Κατσουρίδη στο Της Κακομοίρας». Τον πιάνω μια μέρα: «Κάτσε, ρε Χρήστο, έχω κάνει τόσες ταινίες, βραβευμένες κ.λπ., κι εσύ με πλασάρεις ως βοηθό στο Της Κακομοίρας;». Και τότε μου κάνει αυτός, με ένα βλέμμα όλο νοσταλγία: «Εσύ έζησες κάτι που εμείς όλοι δεν θα το ζήσουμε…».

• Οκτώ χρόνια δούλεψα βοηθός του Δαλιανίδη. Και ο Δαλιανίδης και ο Καραγιάννης δεν έχουν ερευνηθεί πολύ ως προσωπικότητες, διότι άλλο το έργο και άλλο η προσωπικότητα του καθενός. Κάποια χρονιά γυρίζαμε το Αγάπη και Αίμα με Καρέζη-Καζάκο και 300 καβαλάρηδες περίπου. Είμαστε πρωί στη Χίου 53 κι έχουμε 12 πούλμαν που θα μετέφεραν τους κομπάρσους. Ακόμη δεν είχε φέξει και ξαφνικά σκάει ο κ. Φιλοποίμην. Μείναμε ξεροί. Φορτώνουμε. Β’ βοηθός, δικός μου δηλαδή, ήτανε ο Κώστας ο Κουτσομύτης. Με πιάνει απ’ το μπράτσο ο Φίνος, «έλα μέσα», και μετά λέει στον Σουρμελίδη, τον θυρωρό της Φίνος: «Γιώργο, φτιάξε δύο καφέδες, ο ένας για τον Σταύρο»! Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό! Καφές με τ’ αφεντικό! Με σήκωσε, με πήρε απ’ το μπράτσο και μου ‘πε: «Άσε εσύ το γύρισμα αυτό, γύρνα σπίτι σου και γράψε ένα σενάριο για παιδιά!». Ποιος ξέρει, τόσο καιρό εκεί με άκουγε να λέω ιστορίες στα μέλη των συνεργείων. Πήγα, λοιπόν, σπίτι και λίγο μετά γύρισα με το σενάριο του Μικρού Δραπέτη. Ο άνθρωπος αυτός, ο Φίνος, μου έδωσε την ευκαιρία να περάσω στη σκηνοθεσία. Μόνο σ’ εμένα και τον Παύλο Τάσιο το ‘χε κάνει αυτό, σε κανέναν άλλο συνάδελφο που πέρασε από τη Φίνος εκείνα τα χρόνια! Ακόμη και ο τεράστιος Δαλιανίδης είχε κάνει πολλές μεγάλες επιτυχίες πριν τον πάρει ο Φίνος. Όποιος πετύχαινε τότε, τον βούταγε ο Φίνος.

• Δούλεψα και με τον Φώσκολο. Η Κατάχρηση Εξουσίας με τον Κούρκουλο, σε δικό μου σενάριο, έσκισε διεθνώς. Παίχτηκε σε 36 χώρες, μεταγλωττίστηκε και παιζόταν ως δεύτερη ταινία στην Ομόνοια. Έκανε πολλά λεφτά η ταινία εκείνη. Το 1970 αποχώρησα από το σινεμά. Με είχε καλέσει πάλι ο Φίνος και μου ανέθεσε να κάνω το Καληνύχτα, Μαργαρίτα με μία συγκεκριμένη ηθοποιό. Αρνήθηκα και στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Δεν μου το επέτρεπε, όμως, η αριστερή μου συνείδηση. Μιλάμε για καιρούς χούντας. Εν τω μεταξύ, είχαν βγει ο Τζίμης ο Τίγρης του Βούλγαρη, το Μέχρι το πλοίο του Δαμιανού, η Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου κι εγώ θεωρούσα ότι εκεί ανήκα πιο πολύ. Αυτό πολλοί το παρεξήγησαν. Ο Τιμογιαννάκης ακόμη δεν μου το έχει συγχωρέσει και ό,τι ταινία κάνω, μαύρη βούλα μού βάζει!

• Φεύγοντας από τη Φίνος, πήγα στο Άγιον Όρος για να γίνω αγιογράφος. Εκεί, στο υπόγειο των Παχωμαίων, βρήκα 500 εικόνες εντελώς κατεστραμμένες. Οι βυζαντινοί, όμως, είχαν κάνει πάνω χάραξη κι έτσι είχε σωθεί ένα ματάκι, ένα χεράκι κ.λπ. Λέω: «Δεν μου τα δίνετε τα ξύλα αυτά;». Απαντάνε: «Για να δώσουμε 500 εικόνες, πρέπει να γίνει δημοπρασία». Έγινε και ήμουν ο μόνος που τις «χτύπησε», τις πήρα κι ήρθα στην Αθήνα. Άρχισα κι έβγαινα στα νησιά και πούλαγα εικόνες, με τις οποίες εικόνες έφτιαχνα και ιστορίες. Αυτή η εικόνα, λόγου χάριν, ανήκε σε έναν μοναχό τάδε ή η Παναγία ήταν μάνα και σύζυγος − ιστορίες που έκαναν τους μαγαζάτορες να δακρύζουν (γέλια). Τις παίρνανε κι έχωνα κι εγώ καλές τιμές, έβγαλα καλά λεφτάκια. Τους έλεγα: «Θα λέτε ότι οι εικόνες είναι του 17ου αι.». Τις έπαιρναν μετά οι Γερμανοί, τις έδιναν σε δικούς τους προς αξιολόγηση και τηλεφωνούσαν: «Σας ευχαριστούμε πολύ! Η εικόνα τελικά είναι του 14ου αι.», δηλαδή πολύ μεγαλύτερης αξίας!

• Έμπλεξα και με τα κοσμήματα των 22 καρατίων. Η κ. Μαυράκη, που πουλούσε τις εικόνες, μου λέει: «Εσύ είσαι για παραπάνω πράγματα» −τώρα τι εννοούσε, ποιος ξέρει− «θα πας τώρα να μου φέρεις κοσμήματα». Έπρεπε να πάω να βρω τον Ιωάννου, τον τελευταίο μάστορα στα 22 καράτια, που είχε έρθει από την Αίγυπτο. Άρχισα να σχεδιάζω κι εγώ κοσμήματα κι ο Ιωάννου να μου τα φτιάχνει. Όταν πέθανε, άφησε μερικούς μαθητές που συνέχισαν τη δουλειά του. Ώσπου μιαν άλλη μέρα έπεσα πάνω σε μία συγκλονιστική εικόνα με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία φορούσε ένα περιδέραιο. Το αντιγράφω εγώ με τις πέτρες του και με όλα αυτά, κοντεύοντας να καταστραφώ οικονομικά. Μόλις το ‘δε η κ. Μαυράκη, που ‘χε τον μισό Ελούντα δικό της, στην Κρήτη, το πήρε στο μαγαζί της. «Δεν σου ‘πα εγώ ότι είσαι μεγάλος καλλιτέχνης;» μου είπε, χωρίς να γνωρίζει καν ότι ήμουν σκηνοθέτης. Στο κεντρικό της κατάστημα, μπροστά στην πλατεία με τα λιοντάρια, έβγαλε όλα τα άλλα κοσμήματα και έβαλε μόνο ένα γυναικείο πρόσωπο φάτσα-κάρτα να φοράει το περιδέραιο της Θεοδώρας. Από κει πέρασε η Γκρέις Κέλι! Το είδε, της γυάλισε και επιτόπου το αγόρασε! Έχω αυτή την περηφάνια: να είμαι ερωτευμένος με την Γκρέις Κέλι από παιδί, που την έβλεπα στην ταινία Η Χωριατοπούλα κι έκλαιγα και η μάνα μου μού ‘λεγε «κοίτα, βρε, κάνα κορίτσι απ’ τη γειτονιά κι άσ’ τες αυτές», κι αυτή, χρόνια μετά, να φοράει κόσμημα σχεδιασμένο από μένα! Λίγο το ‘χεις;

• Μετά ασχολήθηκα με τα ράλι και τους αγώνες ταχύτητας. Είχα γυρίσει τον Πανικό που έκανε μεγάλη επιτυχία, η οποία οφειλόταν και σε έναν μεγάλο οδηγό, τον Σπύρο Τσινιβίδη. Ήρθε δωρεάν μαζί με τρία άτομα και γυρίσαμε τη σκηνή της απαγωγής με τα κυνηγητά. Με πήρε μαζί του συνοδηγό σε δύο ράλι και με συνεπήρε η όλη κατάσταση, αφού είδα ότι έπαιζαν με τον θάνατο οι άνθρωποι αυτοί. Φυσικά, εγώ δεν ήθελα να πεθάνω, αλλά μέχρι σήμερα θεωρώ τους ραλίστες μεγάλα πρόσωπα. Ο θάνατος είναι ένα κομμάτι από την ύπαρξή τους, από το όνειρό τους, αλλά εγώ δεν είχα τέτοιο όνειρο. Και ο Ολιβέιρα, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης, που πέθανε 102 ετών, είχε όνειρο να γίνει ραλίστας, αλλά τον σταμάτησε ο πατέρας του για να μη σκοτωθεί.

• Επίσης, μην ξεχάσω να πω ότι το 1970, μόλις έφυγα από τον Φίνο, η πρώτη μου δουλειά ήτανε αντικριστής στο Χρηματιστήριο κατόπιν πρόσληψης από τον κ. Κουμανταρέα, τον πατέρα του Μένη. Τότε ο κόσμος δεν ήξερε τι είναι Χρηματιστήριο κι εμείς ήμασταν απ’ έξω και φωνάζαμε «200 η Εθνική», γράφαμε σε μπλοκάκια κ.λπ. Εγώ ήμουν πολύ επιθετικός, φώναζα ωραία, άρπαζα τις ευκαιρίες, τα πήγα πολύ καλά. Κάναμε πράξεις στο χαρτί, ανάλογα με τις εντολές των πελατών, δεν υπήρχαν υπολογιστές τότε. Εκεί με έμαθε τι θα πει τιμιότητα ο κ. Κουμανταρέας. Πουλάς, ας πούμε, 1.000 Εθνικές στις 1.500 και πάει στις 2.000. Τι θα πεις εκεί του πελάτη; Ο Κουμανταρέας έλεγε: «Την πατήσαμε! Να κοιτάξουμε τώρα να βοηθήσουμε τον πελάτη μας σε μιαν άλλη αγορά του». Τον είχα δίπλα μου καμιά φορά και μου ‘λεγε: «Πρόσεχε τα λιπάσματα, Σταύρο», να μη δίνω δηλαδή. Εκεί, υπ’ όψιν, γνώρισα ανθρώπους του πνεύματος: τον γιο του, τον Μένη, που γίναμε πολύ φίλοι.

• Δεν θυμάμαι πώς γνώρισα τον Δημήτρη Κεχαΐδη, τον συγγραφέα. Για 15 χρόνια ήμασταν αχώριστοι, κολλητοί. Το έργο Δάφνες και Πικροδάφνες το εμπνεύστηκε από ιστορίες που του έλεγα εγώ για το Μαίναλο και την Τρίπολη. Έκλεβε ο Δημήτρης, όπως κλέβαμε όλοι. Πηγαίναμε στο Μοναστηράκι με μικρόφωνα και τη στήναμε! Ξέρετε πόσους διαλόγους έχουμε κλέψει απ’ τον απλό κόσμο; Ο Δημήτρης ήταν κανονικός κλέφτης, αλλά έδινε και ψυχή! Πάρε, ας πούμε, το Τάβλι, αυτό το αριστούργημα! Τις ατάκες τις είχαμε υποκλέψει απ’ τον κόσμο. Μια μέρα, στο Μοναστηράκι, κοπάνησε ένας το χέρι του και είπε στον συνομιλητή του: «Ρε, σου μιλάω πάνω σε μια λογική, δεν το καταλαβαίνεις;». Κόπηκαν τα πόδια μας! Ο Δημήτρης το χρησιμοποίησε αμέσως, το ίδιο κι εγώ σε τρία σενάριά μου. Τέτοια γίνονταν συνέχεια. Γνώρισα και τον Μήτσο Ευθυμιάδη, εξαιρετικό παιδί αυτός.

• Ξαναμπήκα στο σινεμά όταν συνάντησα στη λαϊκή Χαλανδρίου τον οπερατέρ Γιώργο Αρβανίτη. «Δεν γράφεις κάνα σενάριο;» μου λέει. Στρώθηκα, έγραψα το Μια τόσο μακρινή απουσία − και τότε γράφαμε στο χέρι, εννοείται. Ένιωθα πάλι πανευτυχής. Δίναμε τα χειρόγραφα στην κυρία Καίτη στα Εξάρχεια και μας τα δακτυλογραφούσε! Όλοι, από τον Φίνο μέχρι τον Σταύρο Τορνέ, που δεν του έπαιρνε ποτέ λεφτά. Ξαναπήγα στου Αρβανίτη, είχε φτιάξει και η Αγγελική, η γυναίκα του, ένα ωραίο αρνάκι στον φούρνο, και τους διάβασα το έργο. Ο Γιώργος συγκινήθηκε πολύ, της δε Αγγελικής τρέξανε και δάκρυα απ’ τα μάτια της. Μου λέει: «Εγώ βάζω μηχανές, τεχνικούς κ.λπ.». Κάνω εγώ: «Υπάρχουν τέσσερα εκατομμύρια» είπα να κρύψω κιόλας κάτι (γέλια). «Ξεκινάμε» είπαμε! Πράγματι, η ταινία βγήκε με 4.000.000 δραχμές, χωρίς να πληρωθεί κανένας. Πήγε, όμως, ο Γιώργος και την κατέθεσε στο Κέντρο Κινηματογράφου. Εγώ χαμπάρι δεν είχα, ούτε ήξερα ότι υπήρχε Κέντρο. Την είδε ο κ. Ζάννας και αμέσως το Κέντρο μάς έδωσε πόσα λες; Δεκαεπτά ολόκληρα εκατομμύρια! Δεν θα ξεχάσω τη χαρά της Αγγελικής που βάλαμε σε μια τσάντα τα εκατομμύρια και βγήκαμε παγανιά ν’ αρχίσουμε να πληρώνουμε όλα τα παιδιά. Πρώτα πήγαμε στον Θανάση Αρβανίτη, που του ‘χε βγει η Παναγία στο μιξάζ και συνήθιζε να λέει: «Ε, το κάθε ψώνιο τώρα κάνει ταινία και την πληρώνουμε εμείς» (γέλια). Του λέμε: «Η αμοιβή σου!». Ανοίγει, βλέπει τέσσερα πάκα των 500.000 δραχμών! «Ρε, είσαστε καλά;» μας κάνει. «Καλά είμαστε» του λέμε και γυρνάμε και φεύγουμε. Πήραμε την εκδίκησή μας (γέλια). Σημειωτέον, τα υπόλοιπα λεφτά τα έβαλα στο Σχετικά με τον Βασίλη κι εκεί τα χάσαμε όλα.

• Κάναμε αμάν για να παίξει στο Σχετικά με τον Βασίλη ο Δενέγρης ο ποιητής. Η κόρη μου, η Κατερίνα, που υποδυόταν την κόρη του στο φιλμ, πήγαινε και του ‘λεγε: «Μπαμπά, σε παρακαλώ, παίξε». Ρόλο θετικό έπαιξε και ο Βακαλόπουλος. Αρχικά είχαμε πάρει τον Νικήτα Τσακίρογλου, τεράστιο ηθοποιό. Κάναμε το πρώτο γύρισμα και διάβαζε την «Αθλητική Ηχώ». Του είχαμε φορέσει κι ένα καλό, ακριβό, μπλε πουλόβερ. Ήταν τέλειος και λέμε: «Πάμε πλάνο». Πετάει την ατάκα του και γυρνάει αμέσως και με βλέπει πικραμένο ο οπερατέρ μου, ο Βασίλης Καψούρος. Μου λέει με νόημα: «Κατάλαβα…». «Νικήτα, μπορείς να έρθεις στην κουζίνα λίγο;» του λέμε. Ήρθε, ήταν παρών και ο φωνολήπτης, του εξηγούμε πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. «Γιατί, τι δεν σας άρεσε;». «Όχι, ακριβώς επειδή μας άρεσες, δεν μπορούμε… Ο ήρωας είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου τσακισμένος, έτοιμος να τον χώσουν μέσα. Εσύ είσαι ένας δυναμικός άνθρωπος, επιβλητικός, δεν κάνεις γι’ αυτό»… Έπεσε απόλυτη βουβαμάρα. Έμεινε αμίλητος για πέντε λεπτά, είπα «πάει, λες τώρα να μας πλακώσει στο ξύλο;», ώσπου στο τέλος κάνει φωναχτά: «Ναι, αλλά το πουλόβερ θα το πάρω, δεν σας το δίνω» (γέλια). Μετά, όμως, δεν θύμωσε. Όταν είδε ότι πήραμε έναν ποιητή και όχι τον Θεοδωρόπουλο, λόγου χάριν, είπε: «Άσ’ τους αυτούς, είναι αλλού γι’ αλλού». Αφορμή ακόμη μία φορά να ζητήσω συγγνώμη από τον Τσακίρογλου, γιατί κάπου ξέρω ότι τον πληγώσαμε τότε. Δεν γινόταν, όμως, θα ήταν σαν να έβαζαν τον Όρσον Ουέλς πατέρα στον Κλέφτη Ποδηλάτων.

• Τη νέα μου ταινία τη συνσκηνοθετούμε με τον Βάσο Γεώργα. Το ‘χα ξανακάνει αυτό παλιότερα με τον Βακαλόπουλο, στο Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε. Ο Χρήστος είχε μια παράξενη πίστη, την οποία μετέδωσε σ’ εμένα, έναν άθεο αριστερό. Έτσι κι εγώ εμπνεύστηκα τους δύο αγιογράφους που πάνε να αγιογραφήσουν ένα εκκλησάκι του 15ου αι.

• Ο Αργύρης Μπακιρτζής έχει σταθερή συμμετοχή σε όλες μου τις ταινίες. Ο Έρωτας στη χουρμαδιά προέκυψε από την αποτυχημένη απόπειρά μας με τον Κεχαΐδη να γράψουμε από κοινού ένα θεατρικό έργο. Κι εκεί πήραμε πάλι έναν εξαιρετικό ηθοποιό, τον Άλκη Παναγιωτίδη. Γυρίζουμε μια σκηνή στην Ομόνοια, πάλι τα ίδια. Κοιταζόμαστε με τον Καψούρο… Τον πάμε σε ένα ωραίο γαλακτοπωλείο που υπήρχε, του λέμε «θα φας ένα ωραίο βουτυράκι με μέλι;», λέει «ευχαρίστως»! Μέσα μας εμείς «αχ, καημένε, πού να ‘ξερες τι σε περιμένει…». Του πήραμε κι ένα μπακλαβαδάκι μετά, ήρθε η ζάχαρη και τον έφτιαξε, οπότε του είπαμε: «Κοίταξε, μανάρι, είσαι τέλειος, αλλά δεν κάνεις για τον ρόλο που ονειρευτήκαμε». Έφυγε πολύ λυπημένος κι αυτός. Τι θα κάναμε, όμως, τότε; Θυμήθηκα ξαφνικά έναν ψηλό άχαρο που οδηγούσε αυτοκίνητο σε ταινία του Πανουσόπουλου και τραγουδούσε κιόλας. Μας έδωσε το τηλέφωνό του ο Πανουσόπουλος και του τηλεφωνήσαμε. Παίρνει, όμως, μετά αυτός τον Πανουσόπουλο: «Δεν μου λες», του κάνει, «είδα μια ταινία αυτού του Τσιώλη στην τηλεόραση, τους Ακατανίκητους Εραστές, και επί δέκα λεπτά ένα αγοράκι περπατούσε. Έφυγα, έκανα μια δουλειά, ξαναπήγα στην τηλεόραση 20 λεπτά μετά να δω τι είχε απογίνει κι αυτό το κωλοπαίδι ακόμα περπατούσε! Ξαναφεύγω, άλλαξα κανάλι και μετά από κάνα μισάωρο λέω “για να δω τι γίνεται μ’ αυτό το παιδί”. Και πάλι περπατούσε με το κρεβατάκι του!». Οπότε, του απαντάει ο Πανουσόπουλος: «Ε, και δεν χαίρεσαι; Δεν θα κουραστείς κιόλας!» (γέλια). Τον Μπακιρτζή, τελικά, αυτόν το βυζαντινό καλλιτέχνη, θα τον έχουμε τώρα και στην καινούργια μας ταινία.

• Να ξέρετε, εμένα κύριές μου επιρροές είναι ο ιταλικός νεορεαλισμός και ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες. Στο Γυναίκες που περάσατε από δω οι ήρωες είναι δύο άνεργοι άντρες που προσλαμβάνονται για μια μέρα να φυλάνε τσίλιες στην ανέγερση ενός παράνομου μικρού οικήματος. Για πρώτη φορά δεν κάνουμε road movie, αλλά νομίζω πως, παρ’ όλα αυτά, για road movie θα πρόκειται. Δεν βγαίνουμε περατζάδα με την κάμερα, αλλά είναι η ζωή και οι γυναίκες κυρίως που περνάνε μπροστά από τον φακό μας. Ο Βάσος Γεώργας με υποκίνησε να κάνω αυτή την ταινία και γι’ αυτό δικαιούται να τη συνσκηνοθετήσει μαζί μου. Σε αυτόν οφείλεται η πραγμάτωση της ταινίας που κλείνει μια τριλογία, η οποία ξεκίνησε με το Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε και συνεχίστηκε με το Ας περιμένουν οι γυναίκες.

Info
Η ταινία «Γυναίκες που περάσατε από εδώ» προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Tulip Entertainment.

Πηγή: www.lifo.gr

(349)