Από το 1941, όταν ο επονομαζόμενος «Συνθέτης της Αντίστασης», Ζακυνθινός κομμουνιστής αγωνιστής, Αλέκος Ξένος, συνέθεσε, για πιάνο και φωνή, το ποίημα «Οδηγητής» του Βάρναλη, μέχρι το 2014, όπου έχουμε την πιο πρόσφατη –επίσημα τουλάχιστον- δισκογραφημένη μελοποίηση του ποιήματος «Εθνική Πρωτομαγιά»,  ως πειραγμένο ηπειρώτικο με σκληρές παραμορφωτικές κιθάρες, από το νεαρό συνθέτη Δημήτρη Κογιάννη, («Αλδεβαράν», 2014),  έχουν περάσει σχεδόν 75 χρόνια. Μέσα σε αυτές τις δεκαετίες ο λόγος του Βάρναλη μελοποιήθηκε, τραγουδήθηκε και αγαπήθηκε από ένα ευρύ φάσμα συνθετών, τραγουδιστών και κυρίως ακροατών.

Από τους συντρόφους του που βίωσαν στο πετσί τους το νόημα των στίχων, από τους λαϊκούς ανθρώπους των ταβερνείων, από τους λόγιους και εντεχνόφιλους, τους απανταχού και πάντοτε νέους, μέχρι τους νεομάρτυρες των μπουζουκλερί. Το πρόσφορο έδαφος της ρίμας των ποιημάτων του σε συνδυασμό με την απτή γλώσσα και το ποικίλο περιεχόμενο, -αγωνιστικό, λυρικό, υπαρξιακό και σατιρικό- υπήρξαν ευνοϊκά στοιχεία για τους συνθέτες οι οποίοι αναλόγως της κομματικής τους ταυτότητας, της μουσικής τους παιδείας, της εγγενούς έμπνευσής τους, αλλά και των επιταγών της εποχής, προσέγγισαν ποικιλοτρόπως την ποίηση του Βάρναλη: με λόγιο μουσικό ηχόχρωμα, ως έντεχνη μπαλάντα, με φολκ-ροκ- χιπ χοπ  διάθεση και κυρίως –από ποσοτικής πλευράς- ως λαϊκό τραγούδι.  Ο Βάρναλης είχε γράψει σε ένα χρονογράφημά του, στο Ριζοσπάστη, το 1936: «Και το παραμικρότερο κομματάκι από τις βιομηχανικές τέχνες παίρνει την κοινωνική του σημασία, άμα ο δημιουργός του τη νοιώθει και ξέρει να τη δώσει». Δεν ακολούθησαν όλοι οι συνθέτες αυτά τα λόγια του ποιητή και κυρίως δεν τα ακολούθησαν οι δεκάδες ετερόκλητοι ερμηνευτές των έργων του.

Ο Βάρναλης του Μίκη Θεοδωράκη

Αναμφίβολα κομβικό ρόλο, από άποψη λαϊκής αποδοχής, διαδραμάτισαν οι συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος προσέγγισε τον Βάρνάλη με διττό τρόπο: με λόγιο και  λαϊκό ύφος. Μόλις στα 1955-6 ο Θεοδωράκης στη «Σουίτα αρ.2» για φωνή, χορωδία και ορχήστρα συμπεριέλαβε στο φωνητικό μέρος τη μελοποίηση του ποιήματος «Η μάνα του Χριστού». Το 1958 ο  έγραψε σε χορωδιακή μορφή το «Οι πόνοι της Παναγιάς» και το 1964, στην περίφημη «Πολιτεία Β΄» παρουσίασε τους κοσμοτραγουδισμένους -αλλά με περικοπές- «Μοιραίους» και την «Μπαλάντα του Αντρίκου», με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, «με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 80 χρόνων του Βάρναλη σαν ελάχιστο φόρο στον ποιητή» όπως αναφέρει ο ίδιος ο Θεοδωράκης σε σχετικό δημοσίευμα της εποχής. Το 1992 τέλος, στην όπερά του «Κώστας Καρυωτάκης» -γραμμένη την περίοδο 1984-1986-  συνένωσε ποιήματα του Καρυωτάκη και του Βάρναλη σε μια προσπάθειά του να δημιουργήσει μια «όπερα μπούφα» γεμάτη λυρικά στοιχεία, ως  έντεχνο σχόλιό του για τη δεκαετία του ΄80.

Ο «λόγιος» Βάρναλης

Λαϊκός λοιπόν αλλά και εντόνως λόγιος (μια μουσική προσέγγιση  που ηχεί παράξενα με βάση τη ζωή, το έργο και τις επιλογές του)  ο μελοποιημένος Βάρναλης,. Αρχίζοντας από αυτή τη μάλλον ασύμβατη δεύτερη εκδοχή συναντάμε τις ακόλουθες -οι περισσότερες αδισκογράφητες- δημιουργίες, όπως τις καταλογογράφει ο φιλόλογος Δημήτρης Κωστούλας, στο αφιερωματικό προς τον ποιητή τεύχος  41-42 του περιοδικού «Θέματα Παιδείας» (Δεκέμβρης 2010), στην ενδελεχή μελέτη του για τον μελοποιημένο Βάρναλη. Έτσι, το 1948 ό συνθέτης και αρχιμουσικός Λεωνίδας Ζώρας συνέθεσε το έργο «Στη γης αυτή» σε ποίηση Βάρναλη για φωνή (απαγγελία) και συνοδεία πιάνου. Το 1956 ο Ιάκωβος Χαλιάσας συνέθεσε τα «Έξι τραγούδια» για μεσόφωνο και πιάνο. Ο Αλέκος Ξένος επίσης συνέθεσε το έργο «Θάλασσα» (1958), και τον «Ύμνο της Νιότης» (1961), ο Θόδωρος Μιμίκος μελοποίησε σε μορφή καντάτας το «Σκλάβοι πολιορκημένοι» και το «Οι πόνοι της Παναγιάς» (1977) και ο Γιώργος Κουρουπός έγραψε τα «Τρία χορωδιακά τραγούδια» (1986). Επίσης μελοποιημένα ποιήματα συναντάμε από τον Αρύβα Δίωνα Αττικό, μουσουργός που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το εκκλησιαστικό όργανο και ο οποίος συνέθεσε τα «Επιγράμματα», «Τα λοίσθια» και «Ποιητικά», για βαρύτονο και πιάνο, καθώς από το Γιώργο Μηνά, το 1989, ο οποίος συνέθεσε το ορατόριο «Στυλίτης» για δύο φωνές, χορωδία και ορχήστρα, και τέλος τον Άλκη Μπαλτά ο οποίος έγραψε τη χορωδιακή σύνθεση «Να σ’ αγναντεύω θάλασσα».  Πιο πρόσφατα εμφανίζονται οι συνθέσεις στο «Πόνοι της Παναγιάς» για μεσόφωνο και πιάνο του Μιχάλη Κεφαλά, το «Τσιγγάνικο» για βαρύτονο και κρουστά και «Η μάνα του Χριστού» για παιδική χορωδία και πιάνο του Στάθη Ουλκέρογλου, τα «Τρία τραγούδια» για μεσόφωνο, τενόρο και μικρή ορχήστρα του Χρήστου Σαμαρά καθώς και το ποίημα «Να σ’ αγναντεύω θάλασσα» στο έργο του μουσουργού Ιωσήφ Μπενάκη («Γαλαξίας 2», 2003). Στον τομέα αυτό αξίζει να σημειωθεί η πολυτελής έκδοση του 2010  με τίτλο «Στα ηχοκύματα υψωμένοι» παραγωγής του Συλλόγου «Η ΑΓΧΙΑΛΟΣ» των Αγχιαλιτών της Αθήνας, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν τον συμπατριώτη τους Βάρναλη  με αφορμή την τότε συμπλήρωση 35 χρόνων από το θάνατό του. Ο δίσκος περιλαμβάνεις επίσης λόγιες μελοποιήσεις του Βάρναλη από τους συνθέτες Θόδωρο Αντωνίου, Κυριάκο Σφέτσα, Αθανάσιο Ζέρβα, Δημήτρη Θεμελή, Θεόδωρο Καραθεόδωρο, Ντίνο Κωνσταντινίδη και Χρήστο Σαμαρά.

Ο «έντεχνος» Βάρναλης
Στο χώρο τώρα του καθαρόαιμου τραγουδιού, όπου είναι και οι πιο γνωστές μελοποιήσεις, εκτός από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία σε τέσσερις ακόμα δισκογραφικές εργασίες η κάθε μια για τους δικούς της λόγους τονίζοντας πως όλο το μελοποιημένο υλικό αντλείται, όπως σημειώνει ο Κωστούλας, από τις τέσσερις μεγάλες ποιητικές συλλογές του Βάρναλη: «Το φως που καίει» (1922), «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), «Ποιήματα» (1954) και «Ελεύθερος κόσμος» (1965).

 

Η πρώτη εργασία –και πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος σε ποίηση Βάρναλη- είναι οι «Σκλαβοι πολιορκημένοι» (1974), οι μουσικές συνθέσεις -με τις πάντα περίτεχνες ενορχηστρώσεις- του Νικου Μαμαγκάκη επάνω στα ποιήματα της ομώνυμης συλλογής του Βάρναλη (εκτός από το «Η μάνα του Χριστού» η οποία εμπεριέχεται στο «Φως που καίει») και οι οποίες μελοποιήσεις όπως αναφέρει ο ίδιος ο συνθέτης «άρχισαν να γράφονται τη πρώτη βραδιά του Πολυτεχνείου. Είναι σαφώς πολιτικοποιημένα τραγούδια, πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο.  Ότι αφορά τη μουσική είναι βασισμένα σε δρόμους που εγώ κατά καιρούς έχω κατασκευάσει και που είναι βέβαια σχετικοί με τις ρίζες μας». Στις φωνές δυο κορυφαίοι: Η Μαρία Δημητριάδη και ο Δημήτρης Ψαριανός. Ξεχωριστό και διαχρονικό βεβαίως  το «Τραγούδι του Τρελου», αυτό το αλληγορικό, σκωπτικό και συνάμα επαναστατικό ποίημα του Βάρναλη. Για την ιστορία να πούμε ότι η πρώτη απόπειρα μελοποίησης Βάρναλη από τον Μαμαγκάκη ήταν το 1962, στο ποίημα «Μοιραίοι», -μελοποιώντας την πρώτη και την τρίτη στροφή- με ερμηνευτή τον Φώτη Δήμα, σε δίσκο 45 στροφών από την εταιρεία «Fidelity»,

Ο δεύτερος δίσκος, για τον οποίο αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά, είναι το «Σάλπισμα» του Λουκά Θάνου ο οποίος μελοποίησε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, του Άρη Αλεξάνδρου, του Χρήστου Θάνου καθώς και δυο ποιήματα του Βάρναλη. Τα τραγούδια αυτά μελοποιημένα το 1969 -1972, ενορχηστρωμένα το 1974 και ηχογραφημένα το 1976 κυκλοφόρησαν με τη φωνή του Νίκου  Ξυλούρη, το 1980, δυο μήνες μετά το θάνατό του. Τα ποιήματα του Βάρναλη είναι η «διάσημη» συμβολιστική «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» -τραγουδισμένη σε παντός είδους χώρους και χρόνους, η οποία όμως προϋπήρχε δισκογραφικά, από το 1975, στη μελοποίηση της Μαίρης Δαλάκου , στα «Τα Σατυρικά» της όπως κυκλοφόρησαν από την εταιρεία Sonora- και οι καθηλωτικοί «Πόνοι της Παναγιάς».

Τρίτος δίσκος που γίνεται αναφορά είναι αυτός του Γιάννη Ζουγανέλη με τον τίτλο «Λαϊκή Ανθολογία Βάρναλη». Κυκλοφόρησε το 1977 ως ο δεύτερος ολοκληρωμένος δίσκος σε ποίηση Βάρναλη. Η μουσική του Ζουγανέλη, ενώ τα τραγούδια ερμήνευσαν η Αφροδίτη Μάνου και η Ισιδώρα Σιδέρη.  Αναφέρω αυτή τη δισκογραφική εργασία, αν και άγνωστη στο ευρύ κοινό, για να δώσω ένα παράδειγμα το πώς η εποχή, οι δεκαετίες του ‘60 και του ’70, λειτούργησαν σαν ντόμινο για τις ποιοτικές επιλογές –σε αρκετές περιπτώσεις όχι συνειδητές- αλλά και πώς ένας δημιουργός μπορεί να εξελιχθεί διαφορετικά με το πέρασμα των χρόνων σαν να πέρασε όλο αυτό το ωστικό κύμα της τέχνης και των νοηματοδοτήσεών της και να μην άγγιξε τουλάχιστον σε επίπεδο μεταγενέστερων επαγγελματικών επιλογών. Για ακόμα μια φορά, λοιπόν,  δικαιώνεται ο ποιητής: «Αχ, πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί και η ιδιαίτερη δισκογραφική δουλειά του πρόωρα χαμένου συνθέτη Νίκου Γεωργούση (πέθανε το 1992, σε ηλικία 37 χρονών) με τον τίτλο: «Ελεύθερος Κόσμος» (1979) για τον οποίο ο μουσικός ερευνητής Φώντας Τρούσσας σημειώνει σχετικά στην ιστοσελίδα του «Δισκορυχείον»:  «Πρόκειται για ένα έντεχνο άλμπουμ, στηριγμένο σε ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, που επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από το ανάλογο μεταπολιτευτικό κλίμα και εν μέρει το καταφέρνει. Στα συν οι ενορχηστρώσεις (φλάουτο, φυσαρμόνικα, βιολοντσέλο, κλαρινέτο, κιθάρες, βιολί, μαντολίνο, ντραμς, κρουστά, συνθεσάιζερ, πιάνο) και οι μελωδίες του Γεωργούση («Αρχή Σοφίας», «Πρωτομαγιά ’44»), όμως κάτι η φθηνοπαραγωγή, κάτι οι ερασιτεχνικές φωνές, η ουσία είναι πως το άλμπουμ δεν προσφέρει το απαραίτητο ξεπέταγμα. Τα γράφει και ο ίδιος ο συνθέτης στο οπισθόφυλλο: «Πάνω από ένα χρόνο συνολικά δουλεύτηκε το έργο για να αποκτήση αυτή τη μορφή, που και τώρα δεν είναι 100% ολοκληρωμένη. Δυσκολίες που αρχίζουν από το οικονομικό και φθάνουν μέχρι την όχι απόλυτα σωστή εκτέλεση – απειρία και έλλειψη σχεδιασμού, απρόβλεπτες καταστάσεις». Παρά ταύτα ο πρόλογος, με την αφήγηση του Πάνου Χατζηκουτσέλη, σε βάζει σ’ ένα κλίμα…

Όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα μελοποιημένα ποιήματα του Βάρναλη συναντάμε ακόμα σε αρκετούς δίσκους συνθετών. Ενδεικτικά αναφέρω τα ονόματα των Χρήστου Χαιρόπουλου, Χρήστου Λεοντή, Γιάννη Σπανού, Σταύρου Κουγιουμτζή, Θωμά Μπακαλάκου, Σπύρου Σαμοΐλη, Τάκη Βούη,  Σωτήρη Ρεμπάπη, Χειμερινών Κολυμβητών κ.ά. Αξίζει τέλος να αναφερθούν και η ιδιαίτερη -λόγω της φύσης της μουσικής και της παρουσίας τους- μελοποίηση της «Καμπάνας» τού Βάρναλη από το low bap συγκρότημα των Active Member, (δίσκος «Μύθοι του βάλτου», 1998) καθώς και η παρουσία τού Γιάννη Φλωρινιώτη (!) στο δίσκο «Ποίηση και μελωδία» (1982) του μαέστρου Γιώργου Γεωργιάδη τραγουδώντας το ποίημα «Το Πέρασμά σου». Τέλος, πρόσφατα συναντάμε και τα μελοποιημένα από τον Άρη Βλάχο επικά και λυρικά στάσιμα από το έργο «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», στο πλαίσιο της ομώνυμης παράστασης την οποία ανέβασε ο Σταμάτης Κραουνάκης με τη «Σπείρα Σπείρα», το καλοκαίρι του 2014.

«Εξόν από τη συναισθηματικήν ευαισθησία, εξόν από την ικανότητά του να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους» έγραφε ο Βάρναλης. Αυτό σαν σημείωση, αντί άλλου επιλόγου, για το μέλλον όπου το (μελοποιημένο) έργο του Βάρναλη -όπως και κάθε σημαντικού δημιουργού- καλείται να αναμετρηθεί με σημεία και τέρατα…

 

Πηγή: www.musicpaper.gr

(141)