Με υπότιτλο «Το σαβουάρ βιβρ της κλασικής μουσικής και τι ενοχλεί περισσότερο τους μουσικούς» και τίτλο «Πότε είναι άκυρο το χειροκρότημα», η Σάντυς Τσαντάκη, για λογαριασμό της «Καθημερινής», μας δίνει ένα εξαιρετικό 4στηλο, με τον ένθετο τίτλο «Υπάρχουν φορές που η παρατεταμένη σιωπή, μετά το τέλος ενός έργου, είναι πιο τιμητικό για τον καλλιτέχνη από το χειροκρότημα…»!
Έτσι, λοιπόν, και επειδή το κατωτέρω κείμενο, το οποίο, αν και “παρελθοντικό” παραμένει πολύ επίκαιρο…, επειδή, λοιπόν, άπτεται του απόηχου ενός Χορωδιακού τραγουδιού ή του φινάλε ενός κομματιού της Μπάντας ή ενός άλλου συνόλου, εμείς οι φιλόμουσοι ακροατές -και όχι μόνο- καλό είναι να το έχουμε υπ’ όψιν:

«Η κλασική μουσική επιβάλλει εδώ και δεκαετίες άγραφους κανόνες, το δικό της σαβουάρ βιβρ. Ειδικά σήμερα είναι που μοιάζει το κοινό πιο έτοιμο από ποτέ να απαντήσει στο ερώτημα: Να χειροκροτάει κανείς ή να μη χειροκροτάει; Να συμμετέχει ή να σιωπά; Χειροκρότημα, βήχας, ο ήχος του κινητού, φλυαρία, αποδοκιμασία… Είναι η πιο αμήχανη στιγμή για όλους. Το έργο τελειώνει ή νομίζεις πως έχει τελειώσει. Ο διπλανός σου αρχίζει να χειροκροτάει με ενθουσιασμό, μόνος, σε ένα κατάμεστο θέατρο. Οι μουσικοί με την ασπρόμαυρη στολή παραμένουν ατάραχοι. Και ύστερα από λίγο, συνεχίζουν τις κλεφτές ματιές σε παρτιτούρα και μαέστρο.

Ο κόσμος της κλασικής μουσικής φλερτάρει συχνά με τέτοια σενάρια. Η κλασική δεν είναι ποπ μουσική, δεν έχει να κάνει με αναμμένους αναπτήρες και οποιουδήποτε είδους φυσική συμμετοχή του κοινού. Σε μια ροκ συναυλία μπορείς να τα δώσεις όλα, να χειροκροτάς σαν τρελός, να ουρλιάζεις, να χοροπηδάς. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται στα κοντσέρτα κλασικής μουσικής. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που σχολιάζουν αρνητικά όσους χειροκροτούν ύστερα από κάθε παύση, σε κάθε γύρισμα της σελίδας. Πρόκειται για φαινόμενο που καταγράφτηκε και σε ταινία μικρού μήκους με τίτλο «The Clap». Ένας μανιακός θαυμαστής της κλασικής μουσικής αποστήθιζε παρτιτούρες, για να εντοπίσει το ακριβές δευτερόλεπτο που το κοντσέρτο θα λάμβανε τέλος. Με στόχο να είναι εκείνος που θα χειροκροτούσε πρώτος.

Όχι, η τελευταία νότα δεν είναι απαραίτητα το τέλος της μουσικής. Στην Ενάτη του Μπετόβεν δεν μπορείς παρά να χειροκροτήσεις, αλλά σε έργα όπως η Ενάτη του Μάλερ, που συμβολίζει το τέλος της ζωής, η αποχή επιβάλλεται. Κανείς δεν πρέπει να φωνάζει «μπράβο» ενδιάμεσα στα κομμάτια. Καλύτερα να αφήνεις μερικά λεπτά να σβήσει η μουσική. Για να αναγνωρίσεις τι έγραψε ο συνθέτης. Το χειροκρότημα «ενοχλεί» όσο και το κινητό ή ο βήχας. Να μην ξεχάσουμε και το καθάρισμα του λαιμού στις παύσεις. Η μεγαλύτερη προσβολή; Να ακούς ρέκβιεμ του Μπαχ και να χτυπήσει το κινητό σου με ringtone καλοκαιρινό χιτάκι. Τι λένε όμως και οι άνθρωποι που βρίσκονται εκείνη την ώρα στη σκηνή;

Για τον Αντώνη Σουσάμογλου, σολίστα και πρώτο βιολί της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης:
Δεν υπάρχει «σωστό» και «λάθος» χειροκρότημα. «Το πρόβλημα της κλασικής μουσικής στην αμεσότητά της με τον κόσμο δημιουργήθηκε όταν μετατράπηκε από ένα ζωντανό καλλιτεχνικό γεγονός σε μία υπερβολικά σοβαρή τελετή με αυστηρό και σχεδόν «μυστικό» πρωτόκολλο. Ο άγραφος κανόνας που επικρατεί σήμερα, πως το χειροκρότημα είναι άστοχο ανάμεσα στα μέρη ενός έργου, είναι εν μέρει σωστός. Ιστορικά, σε πολλές περιπτώσεις, όπως μετά το πρώτο μέρος στα ρομαντικά κοντσέρτα, ή μετά τις άριες στην όπερα, το χειροκρότημα ήταν ένας άμεσος δείκτης της συμμετοχής του κοινού στην παράσταση. Είναι δύσκολο να υπάρξει ένας ενιαίος κώδικας συμπεριφοράς. Υπάρχουν φορές που η παρατεταμένη σιωπή μετά το τέλος ενός στοχαστικού έργου είναι πιο τιμητική για τον καλλιτέχνη από το χειροκρότημα. Αρκετοί συνθέτες, όταν θέλουν να εντείνουν την αίσθηση της μυσταγωγίας στο τέλος του έργου, σημειώνουν μέτρα ή κορώνες παύσεων με απόλυτη ακινησία. Οι μεγαλύτερες στιγμές αμηχανίες για μένα είναι τα αυστηρά «σσς» των «μυημένων». Από τη μία σταματούν μια αυθόρμητη αντίδραση, από την άλλη διασπούν πολύ περισσότερο τη συγκέντρωση των μουσικών στη σκηνή απ’ ό,τι την προστατεύουν. Προσωπικά το «άκαιρο» χειροκρότημα δεν με ενοχλεί καθόλου. Η ατμόσφαιρα δεν χαλάει από τους ανθρώπους που εκφράζουν αυθόρμητα τον ενθουσιασμό τους, αλλά από αυτούς που δείχνουν αμέτοχοι στο γεγονός. Θα επιστρέφατε ποτέ ενοχλημένοι το δώρο των γενεθλίων σας σε κάποιον επειδή έκανε το λάθος να σας το δώσει μία μέρα νωρίτερα;».

Μιλήσαμε και με τον Νίκο Χαλιάσα, αρχιμουσικό και κορυφαίο βιολιστή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών:
«Κάθε αυθόρμητη αντίδραση είναι υγιής. Το χειροκρότημα είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Ο βήχας είναι μεταδοτικός. Έχει να κάνει με την ψυχολογία. Γιατί δεν είναι δυνατό να αντέχουν 1.000 θεατές για 10-15 λεπτά και μετά να ξεσπούν όλοι μαζί. Είναι αστείο. Το χειροκρότημα δεν είναι μεταδοτικό. Αυτός που θα θέλει θα χειροκροτήσει. Εκείνος που δεν θέλει δεν θα χειροκροτήσει. Περισσότερη φασαρία προκαλούν πάντα αυτοί που απαιτούν ησυχία. Παλιότερα, ο κόσμος χειροκροτούσε στα ενδιάμεσα μέρη. Έριχνε και ντομάτες. Όταν πρωτοπαίχτηκε η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» πετούσαν λαχανικά και γιουχάρανε. Όχι ότι δεν συμβαίνει και σήμερα…»

Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός έχει τον τελευταίο λόγο…:
«Στη συμφωνική μουσική είναι γεγονός ότι η τελευταία νότα ενός κομματιού δεν αποτελεί το τέλος της μουσικής. Η μουσική είναι σαν τη ζωή. Το σημερινό κοινό, όμως, σε διεθνές επίπεδο είναι ανεκπαίδευτο μουσικά. Αρκείται στον ερεθισμό. Και δεν ακολουθεί νοητικά. Σαν να παρακολουθεί ένα θεατρικό έργο χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα. Το ανεκπαίδευτο κοινό δεν μπορεί να ακολουθήσει. Να κατανοήσει. Έχει χάσει την υπόθεση του έργου. Με αυτή τη βάση, αν το κοινό χειροκροτήσει στο τέλος ενός μέρους, για μένα παίζει λίγη σημασία. Υπάρχει πάντα και το κοινό που αντιδρά σωστά γιατί ξέρει την οικονομία καλύτερα, ότι δηλαδή δεν χειροκροτάμε ανάμεσα στα μέρη γιατί σεβόμαστε τη μουσική μέθεξη του διπλανού. Χωρίς να ξεχνάμε κι εκείνους που χειροκροτούν με ενθουσιασμό γιατί τελείωσε επιτέλους ένα μέρος του κονσέρτου….».

(53)