Το τελευταίο κείμενο του αθάνατου Θράσσου!

Θα ήθελα, εκ προοιμίου, να χαιρετίσω την Έκδοση του νέου Ηλεκτρονικού Περιοδικού… και να ευχηθώ στον εκδότη του “καλή αρχή και καλή συνέχεια” χωρίς διακοπές, μια και έχει ανάγκη ο τόπος για ενημέρωση και διάλογο πάνω σε θέματα Τέχνης, ξεφεύγοντας λίγο από τη ρουτίνα πολλών άλλων στείρων αντιπαραθέσεων χωρίς ουσία…

Λόγος μας είναι:
“Η χορωδιακή ζωή και δράση τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας”

Έχω από παλιά εκφράσει τις αντιρρήσεις μου σχετικά με τη νοοτροπία των υπευθύνων να συγκροτήσουν και εκγυμνάσουν μια χορωδία, χωρίς μέτρο και, πολλές φορές, χωρίς καμιά τεχνική υποδομή· είτε αυτοί είναι μαέστροι, είτε διοικητικοί. Βέβαια, τις τελευταίες δυο τρεις δεκαετίες οι προστάτες του είδους είναι, στην πλειοψηφία τους, Δήμοι της χώρας ενώ, παλιά, ιδρύονταν μόνο μπάντες. Όμως, η ειδοποιός διαφορά, από τις μεν στις δε, είναι συντριπτική!

Στις μπάντες ήσαν -και συνεχίζουν να είναι- εξειδικευμένοι, για το είδος, μουσικοί εκτελεστές. Αντίθετα, στη χορωδία μπορείς να γίνεις μέλος χωρίς καμία μουσική αγωγή ούτε και προδιάθεση. ‘Ετσι, παρατηρείται το φαινόμενο οι δημοτικές χορωδίες να είναι ερασιτεχνικές (τίτλος, ίσως, που, κολακεύει) ενώ, παράλληλα, καμιά δημοτική μπάντα δεν μπορεί να σταθεί ως ερασιτεχνική. Η μπάντα είναι ένα απαραίτητο “εργαλείο” για κάθε Δήμο μας και παίρνει μέρος σε όλες τις ετήσιες τελετές και εθνικές γιορτές ενώ, η χορωδία, υποτίθεται, ότι έχει ψυχαγωγικό χαρακτήρα σε επικοινωνιακή συνοδοιπορία με τους δημότες και το ευρύτερο κοινό και εμφανίζεται επί σκηνής θεάτρων.

Κατά τον γράφοντα, έπρεπε η χορωδία να είναι περισσότερο εξασκημένη, μουσικά, γιατί έχει να καλύψει ένα φάσμα συνθετών από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι των ημερών μας και, μάλιστα, με διαφοροποιημένες Σχολές. Και όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η μπάντα κινείται σε προκαθορισμένα μουσικά “καλούπια”, που, δεν είναι δυνατό να τα αλλοιώσει ή μεταλλάξει ενώ, η Χορωδία, έχει την ευχέρεια να εκτελεί, κατά το δοκούν, να αγνοεί βασικούς μουσικούς κανόνες, να μην εξασκεί τα μέλη της στα στοιχειώδη θεωρητικά της μουσικής και να προεπιλέγει λαϊκοφανές ρεπερτόριο με κύριο γνώμονα την υπεραπλούστευση της εκμάθησής του. Και όλα αυτά, χωρίς καμία υπεύθυνη κριτική από καμία πλευρά.

Τις δυο τελευταίες δεκαετίες είναι πολύ της μόδας οι “χορωδιακές Συναντήσεις” πολλές απ’ τις οποίες αυτοαποκαλούνται και Χορωδιακά φεστιβάλ ή και Διεθνή Χορωδιακά Φεστιβάλ” έχοντας μόνο ως “δείγμα” κάποια ξένη χορωδία στους κόλπους τους. Είναι πολλές οι φορές που έχω κληθεί να παραστώ σε αυτού του είδους τις εκδηλώσεις (και εδώ πλειοδοτούν οι δημοτικές χορωδίες) και πάντα παίρνω την ίδια γεύση:

Η πλειοψηφία των χορωδιών αυτών έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Στελέχωση χωρίς καλλιτεχνικά κριτήρια (πολλές φορές και με την προτροπή κάποιου εξωχορωδιακού παράγοντα), απεριόριστο όριο ηλικίας και λαϊκοφανές διασκευασμένο -και εδώ κατά το δοκούν- ρεπερτόριο που να θυμίζει στον ακροατή μελωδίες και ρυθμούς που έχουν γίνει “επωδός” από τα ΜΜΕ. Έτσι, βλέπουμε στις Συναντήσεις αυτές να διασταυρώνονται κομμάτια λαϊκοελαφρών συνθετών χωρίς καμιά λόγια χορωδιακή αξία και χωρίς, βέβαια, η πρωτότυπη μορφή τους να αφορά το ομαδικό τραγούδι. Και αυτές οι εκτελέσεις είναι που παίρνουν το ανίατο και ηχηρό χειροκρότημα. Και αν κάποιος μαέστρος επιχειρήσει να περιλάβει ένα έργο λόγιας χορωδιακής μουσικής, αυτό περνά απαρατήρητο και μένει στα αζήτητα.

Και για έναν πρόσθετο λόγο: Μια χορωδία που έχει εθισθεί στο λαϊκοφανές ρεπερτόριο, δεν είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί δια μιας και να αποδώσει ένα έργο λ.χ. Σούμπερτ ή Μέντελσον. Η συνέπεια θα είναι το έργο αυτό να μην μπορεί, κατά το πλείστον, να βγει σωστά. Έτσι, η ευγενική κατά τα λοιπά, προσπάθεια, θα πέσει στο κενό.

Ο μονόδρομος λοιπόν συνεχίζεται: Έργα που μαθαίνονται εύκολα, που δεν γράφτηκαν ποτέ για χορωδία, που ο ακροατής τα έχει στη μνήμη του ως αντικείμενο διασκέδασης και κατά συνέπεια τα επιδοκιμάζει και θεωρεί ότι αυτή είναι η χορωδιακή μουσική και όχι κάτι το παραπάνω. Έτσι, μένουν όλοι ευχαριστημένοι…· οι Χορωδίες καταχαίρονται που τους δίνεται η δυνατότητα της εκδρομής και εμφάνισής τους επί σκηνής μεγάλων θεάτρων καθώς και οι προστάτες των χορωδιών αυτών, μένουν ευχαριστημένοι και, πολύ περισσότερο, το ακροαματικό κοινό…

Αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα “Ισοζύγιο” μεταξύ των τριών αυτών παραγόντων, που, περίπου μας λέει: “Μείνετε εκεί που είστε, γιατί αν αλλάξετε κάτι, η ισορροπία θα κλονιστεί και τότε θα ψάχνουμε να βρούμε, τι φταίει. Αφού είμαστε όλοι ικανοποιημένοι, μη θίγετε τα “καλώς κείμενα”.

Δεν λέω… και ας μην παρεξηγηθώ… Και έτσι ως έχουν τα πράγματα, οι κινήσεις αυτές έχουν ένα κοινωνικό υπόβαθρο. Έχουν το στοιχείο της συλλογικότητας και συντροφικότητας· η απασχόληση αυτή είναι ευγενής και αποτρεπτική άλλων κακότροπων έλξεων και κάνουν τη ζωή μας πιο χαρούμενη και αναμφισβήτητα δημιουργούν και το στοιχείο της ψυχολογικής ανάτασης και αισιοδοξίας. Και κάτω από το πρίσμα αυτό μπορώ να τις εγκρίνω και να τις επαινέσω ως ένα αντίδοτο της κοινωνικής αναταραχής της εποχής μας. Παράλληλα, όμως, πρέπει να υπογραμμίσω, ότι οι κινήσεις αυτές δεν φτερουγίζουν προς την προαγωγή της “λόγιας χορωδιακής μουσικής” και ότι ο δρόμος αυτός που ακολουθείται σήμερα, καλλιτεχνικά, είναι λαθεμένος.

Όσο για το ακροαματικό κοινό είναι πασιφανές, ότι η μουσική παιδεία στη χώρα μας είναι σε εμβρυώδη κατάσταση. Αν “εξ απαλών ονύχων” δεν γαλουχηθεί το άτομο στην Τέχνη αυτή, δεν είναι δυνατό να έχουμε πολίτες με μουσική συνείδηση, εκτός ολίγων εξαιρέσεων που θέλησαν μόνοι τους να βρουν το σωστό δρόμο. Έτσι, λοιπόν, το ακροατήριο στις χορωδιακές συναντήσεις, δεν μπορεί να αλλάξει “ρότα”. Το “Ισοζύγιο” θα κυριαρχεί και όλοι θα γυρίζουμε σπίτια μας ικανοποιημένοι. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αλλάξει “ρότα” και καμιά χορωδία… Ο συλλογισμός είναι απλός: “Το κοινό έτσι με θέλει, έτσι με χειροκροτεί· ποιος ο λόγος ν’ αλλάξω”;

Ωστόσο, υπάρχει και η παρακάτω παράμετρος· αν κάποτε -μετά από πολλά πολλά χρόνια- το κοινό ανανήψει μουσικά και, κατ’ ακολουθίαν, γίνει και απαιτητικότερο, τότε, και μόνο τότε, θα θορυβηθούν και θ’ ανασκουμπωθούν όλες οι Χορωδίες (εξαιρέσεις ελαχίστων, που, δεν ακούν, τι ζητάει ο μέσος ακροατής και, προς τιμή τους αυτή η υπέρβαση) και θα αναγκασθούν εκ των πραγμάτων να αλλάξουν άρδην “ρότα” προς την κατεύθυνση της σωστής συγκρότησης, της σωστής μουσικής εκπαίδευσης, του σωστού λόγιου ρεπερτορίου και την, έστω στοιχειώδη, τήρηση των κανόνων της βαθύτερης έννοιας του ομαδικού τραγουδιού. Αυτό όμως, ίσως ανάγεται στο ανώτατο μέλλον. Ίδωμεν!!

Θ.Κ.

Υ.Γ. του “Ν.Γ.”:
Τ’ αρχικά Θ.Κ. ανήκουν στον αείμνηστο, Θρασύβουλο Κάββουρα! Τον Φίλο μου -από το 1978- Θράσσο, του οποίου, η πρόωρη φυγή (2014), άφησε μεγάλο κενό στα Χορωδιακά δρώμενα της χώρας μας… Το ανωτέρω κείμενο το έγραψε, ειδικά για το “Recital”, κατά παράκληση, δική μου, λίγο πριν μάς φύγει… Ήταν ο πρώτος στον οποίο είχα εκμυστηρευτεί… τα του Ηλεκτρονικού Περιοδικού… και το είδε αισιόδοξα… γι’ αυτό και, τάχιστα, ανταποκρίθηκε αν και η υγεία του… όμως, εγώ, ανέβαλα, τότε, την “έκδοση”… Σήμερα, τιμητικότατα, προβαίνουμε στην ανάρτησή του, ως ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του… Είναι ένα κείμενο, ολόφρεσκο, που, είναι σαν να το έγραψε, σήμερα! Αιωνία η μνήμη του!

Ν.Γ.

(31)