Του Χρυσ. Κριμπά

Εγεννήθην το 1880 εις την Τρίπολιν, όπου και ετελείωσα τα Γυμνασιακά μαθήματά μου. Ενεγράφην εις την Νομικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου και έλαβα δίπλωμα δικηγόρου, χωρίς όμως και να ασκήσω το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1903 έγινα συντάκτης της «Ακροπόλεως» του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1905 ανέλαβα τα καθήκοντα του αρχισυντάκτου τα οποία και ήσκησα επί 10 και πλέον έτη. Αποχωρήσας της «Ακροπόλεως» ανέλαβα την Διεύθυνσιν της εφημερίδος «Νέα Ελλάς» κατά τα Νοεμβριανά δε οπότε καταστράφησαν τα γραφεία και τα τυπογραφεία τής εν λόγω εφημερίδος υπό των Κωνσταντινικών. Εξέδωσα ιδικήν μου εφημερίδα υπό το όνομα «Πρόοδος» και η οποία ήτο και η μόνη ανταρτόφιλος εφημερίς, που εξεδίδετο τότε στην Ελλάδα.
Το 1920 αποθανόντος του Γαβριηλίδη, του οποίου εν τω μεταξύ ενυμφεύθηκα την κόρην, ανέλαβα την Διεύθυνσιν της «Ακροπόλεως».

Το 1922 απεσύρθηκα της ενεργού Δημοσιογραφίας και αφιερώθηκα εξ ολοκλήρου εις το Θέατρον. Ως θεατρικός συγγραφεύς ενεφανίσθηκα το πρώτον το 1911 με την κωμωδία, «Μπλόφες» η οποία επαίχθη από τον θίασο Κυβέλης με μεγάλην επιτυχίαν. Έκτοτε δεν παρήρχετο έτος χωρίς να εμφανίσω από σκηνής νέον θεατρικόν μου έργον. Έγραψα 52 εν όλω έργα εκ των οποίων δύο αναβίβασε το Εθνικόν Θέατρο. Τα περισσότερα από τα έργα μου επαίχθησαν από τον θίασον της Κοτοπούλη.

Σημαντικώτερα από τα έργα μου θεωρούνται «Ο Καραγκιόζης» σατιρικό δράμα, η «Κοσμική Κίνησις» κωμωδία, η οποία επαίζετο επί πέντε μήνας συνεχώς. Το «Αυτός είμαι» κωμωδία, ο «Ερωτόκριτος» διασκευή του ομώνυμου μεσαιωνικού έπους, ο «Δον Κιχώτης», διασκευή του ομώνυμου έργου του Θερβάντες, το «Ευτυχώς επτωχεύσαμεν», κωμωδία, το «Στην κάψα του καλοκαιριού», δράμα κ.λ.π. Ίδρυσα την Επαγγελματικήν Σχολήν Θεάτρου, η οποία άμα τη ιδρύσει του Εθνικού Θεάτρου, το 1930, υπήχθη εις το εν λόγω θέατρον, λειτουργούσα μέχρι της σήμερον υπό την διεύθυνσίν μου ως Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Από δεκατετραετίας εκλέγομαι συνεχώς ως πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Ίδρυσα το Θεατρικό Μουσείο. Συνεκάλεσα, το 1939, το Α’ Πανελλήνιον Πανθεατρικόν Συνέδριον, είμαι αντιπρόεδρος της Επιτροπής Αδείας Ασκήσεως του Επαγγέλματος του Ηθοποιού και σύμβουλος του Ταμείου Εργασίας Ηθοποιών. Κατά περιόδους υπήρξα μέλος του Διοικ. Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, τελευταίως δε διωρίσθηκα εκ νέου ως τοιούτος. Αντιπροσώπευσα την Ελλάδα εις το τελευταίο Διεθνές Θεατρικόν Συνέδριον, το οποίον συνήλθεν εις την Βιέννην δύο έτη προ του πολέμου. Επί πλέον, έχω γράψει την «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής», καθώς και τις «Μουσικές Μελέτες», το «Ελληνικό Τραγούδι» και το «Είμαστε Μουσικά Μορφωμένοι;».
Το 1938 εξέδωσα την θεατρικήν και καλλιτεχνικήν εβδομαδιαίαν εφημερίδα τα «Παρασκήνια», η οποία έπαυσεν εκδιδομένη με την κήρυξιν του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος».
(Υπογραφή)

Υ.Γ. της Ο.Α.: Το έτος 1937 η «Χορωδία Τρίπολης» ύστερα από σχετική πρόσκληση, εμφανίστηκε στο Θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας. Ο Θεόδωρος Συναδινός, που ήταν Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, προλόγισε την παρουσία της με τα παρακάτω λόγια, γεμάτα αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του Αρκαδία και ειδικότερα, για τη λατρευτή γενέτειρα, τη «χιλιοτραγουδισμένη Ντρομπολιτσά» όπως με περηφάνια την αποκαλεί.

«Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΝ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ…
ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο Χέντερ έλεγε: Η Μεγάλη Γερμανία δημιουργήθηκε από τα τραγούδια της. Τα καημένα τα τραγούδια! Μικρά, τόσα δα, σύντομα, περιεκτικά, που όμως καθένα απ’ αυτά είναι κ’ ένας κόσμος. Και μια συγκίνησις. Κι ένας ενθουσιασμός. Κι ένας πλούτος ομορφιάς. Κι ένα ξέσπασμα χαράς. Κι ένα αναγάλλιασμα ψυχής. Και μια ανατολή ηλίου. Και είναι η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός, η ομορφιά, η χαρά, το αναγάλλιασμα της ψυχής, το φως του ήλιου οι δυνάμεις εκείνες, που βοηθάνε τον άνθρωπο ν’ ανεβαίνη με το πρόσωπο πάντα πρόσχαρο τον ανηφορικό τον δρόμο της ζωής.

Να, γιατί χαιρετάω μ’ όλη μου την ψυχή τα όμορφα τα νιάτα, που ροβολήσανε από τα λημέρια του τραγοπόδη Πάνα, για να μας φέρουν εδώ κάτω στην πρωτεύουσα, την βεβαίωσιν πρώτα πως ο Μέγας Παν δεν πέθανε κι ας αντιλαλήσανε εδώ και χιλιάδες χρόνια τα βουνά των Παξών απ’ το αντίθετο το μήνυμα, και να μας δείξουν ύστερα πως η ωραία μας η πατρίδα, η χιλιοτραγουδισμένη Ντρομπολιτσά, είναι από τις πρώτες επαρχιακές πόλεις, που φτάσανε σε τέτοιο σημείο πολιτισμού, ώστε να κατανοήσουνε τη μεγάλη σημασία του τραγουδιού.

Όμως και η «Χορωδία Τριπόλεως» δεν είναι κάτι, που αναπήδησε έτσι τυχαία μίαν ημέραν χάρις στην πρωτοβουλία λιγοστών ενθουσιωδών νέων. Είναι το επιστέγασμα μιας μεγάλης, συστηματικής, μεθοδικής προσπάθειας, που άρχισε χρόνια και χρόνια τώρα στην Τρίπολη. Είναι ένα είδος Διονυσιακής πομπής, ένας Διθύραμβος που αν δεν εβγήκε μέσα από το μυρουδάτο το φιλέρι των αρκαδικών αμπελιών, όμως ξεπήδησε μέσα από το πράσινο φωτοστέφανο που οι Τριπολίτες από καιρό τώρα αγωνίζονται –και το πετύχανε- να φορέσουν στην ωραία πατρίδα τους.

Ο Παν, που το τσεκούρι του άγριου υλοτόμου και η φωτιά του εμπρηστή καταχτητή τον εξωρίσανε στα πρασινοπερίχυτα και ελατοπνιγμένα βουνά της Γορτυνίας, σιγά, σιγά άρχισε να κάνη μικρά στην αρχή, πιο μεγάλα με το πέρασμα των χρόνων, τα πηδήματά του προς την Τρίπολη. Κάθε μια νέα αναδάσωση κι ένα σκίρτημα, κι ένα πήδημα χαράς, κι ένα ροβόλημα του Πάνα προς την Τρίπολι. Ίσαμε που μίαν ημέραν βρέθηκε θρονιασμένος με το καλαμοτό του το σουραύλι, μέσα στην καρδιά της αρκαδικής πρωτεύουσας. Στην πλατεία του Άρεως. Ένα από τα λιγοστά πάρκα της Ελλάδος, που θα ήταν υπερήφανη, αν μπορούσε να το επιδείξη σαν στολίδι της και η Αθήνα αυτή ακόμα.

Έτσι το τραγούδι γίνηκε ανάγκη. Ο Παν δεν αστειεύεται. Έπειτα είχε στείλη τα μηνύματά του εδώ και χρόνια στους αγαπημένους του Τριπολίτες, κι εκείνοι δεν τ’ αγνοήσανε. Η ίδρυσις της Φιλαρμονικής Τριπόλεως είναι μία από τις επιταγές. Όπως επιταγή του είναι η ίδρυσις του «Μουσικού Ομίλου», που τμήμα της είναι η «Χορωδία Τριπόλεως». Θα την ακούσω κι εγώ μαζί με τους περισσότερους από σας για πρώτη φορά σήμερα. Αυτό όμως δεν έχει καμμία σημασία. Είναι ίσως η μοναδική φορά, που η κριτικοί θα έπρεπε να έχουν γραμμένη την κριτική τους, που να πάλλη από ενθουσιασμό, από πριν, όπως και το ακροατήριο να χειροκροτήση προκαταβολικώς κι ανεπιφύλακτα, με την πεποίθηση πως έτσι κάνει μια πράξι δίκαιη, και ηθική. Δεν ήρθαμε εδώ τόσο για να κρίνουμε το έργο της χορωδίας, αλλά να χειροκροτήσουμε την ίδρυσή της! Μία χορωδία σε μίαν επαρχιακή πόλη είναι ό,τι ένα φρούριο με κανόνια των 42 απάνου εκεί στα σύνορα.

Σαν μια εθνική δύναμη, σαν έναν εθνικό εξοπλισμό, σαν απόχτηση μιας μεγάλης ναυτικής μονάδας πρέπει να θεωρήσουμε την «Χορωδία Τριπόλεως». Γιατί οι τραγουδιστάδες της κ’ εκείνοι που χαίρονται το τραγούδι τους θα είναι αυτοί, που θ’ αποτελέσουνε το ζωντανό περιεχόμενο των φρουρίων της ξηράς, και θα γιομίσουνε με ψυχές και νιάτα και λεβέντικα κορμιά τα πολεμικά πλεούμενα της θάλασσας. Και είναι εξησφαλισμένη η νίκη όταν οι πολεμιστές βαδίζουν προς το καθήκον με το τραγούδι στο στόμα.

Υπήρξα πάντα ευγνώμων προς τους συμπατριώτες μου Τριπολίτας, γιατί με το έργο τους το ανακαινιστικό και προοδευτικό, που όσο πάει και γίνεται πιο μεγάλο και πιο επιβλητικό, μου δώσανε το δικαίωμα να υπερηφανεύωμαι γιατί είμαι κι εγώ Τριπολίτης. Τώρα σφίγγω με συγκίνηση το χέρι των πρωτεργατών –κι είναι πρωτεργάτες όλοι οι Τριπολίτες- του σημερινού θαύματος και με διπλή υπερηφάνεια σας καλώ, κυρίες και κύριοι, ν’ ακούσουμε τα μυστικά που μας στέλνει τραγούδια από τις Αρκαδικές βουνοπλαγές, ο τραγοπόδης Πάνας».

Ο θεατρικός συγγραφέας Θεόδωρος Συναδινός -λέει η Έλλη Αλεξίου- περνούσε μια μέρα μαζί με το παιδάκι του τον Νίκο, εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών, όπου ήσαν μαζεμένοι διάφοροι φτωχοί και τους μοιράζανε βοηθήματα, για το Πάσχα. Ήταν μεγάλη βδομάδα.
Τι είναι αυτοί πατέρα; ρώτησε ο μικρός.
Οι φτωχοί παιδί μου, του απαντάει ο Θ. Συναδινός, που είναι άποροι.
Και οι πλούσιοι, τι είναι;
Οι πλούσιοι είναι πεπωρωμένοι!

Αφήγηση, του παρακάτω, του Θ Συναδινού, δημοσιευμένη σε παλιό έντυπο (η επιμέλεια, κι εδώ, είναι του Χρ. Κρ. όπως και το προηγούμενο της Έλλης και του όλου κειμένου…)

«Η Αλωνίσταινα, ήταν η πατρίδα της μανούλας μου. Μας διηγόταν πως κάποτε (ήταν μικρό κοριτσάκι τότε) την παραμονή των Χριστουγέννων ξέπεσε στο ωραίο Αρχοντοχώρι ένα μπουλουκάκι, που το αποτελούσαν τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Τα τέσσερα διακριτικά ζευγάρια κάνανε έναν μικροθιασάκο και ξεκινήσανε από την Αθήνα για να χαρίσουνε λίγη χαρά στον κόσμο της επαρχίας και να φάνε λίγο ψωμί κι αυτοί.
Από πανηγύρι σε πανηγύρι, βρεθήκανε παραμονή Χριστουγέννων στην Αλωνίσταινα. Όμως, όλο το χωριό εκείνες τις ημέρες, ήταν αναστατωμένο. Στα πρόσωπα των κατοίκων ζωγραφιζόταν η αγωνία και το κακό που θα ‘ρχόταν. Γιατί όλοι, από τον παπά ως τον δάσκαλο κι από τον δήμαρχο ως τον αγωγιάτη, περιμένανε πως κάποιο μεγάλο κακό θα ξέσπαγε.

Κι ο λόγος; Ότι και η ημέρα εκείνη είχε ξημερώσει πλέοντας στο φως του ήλιου. Πολύ κακό σημάδι. Γιατί πώς ήταν μπορετό να νοηθούν Χριστούγεννα χωρίς χιόνι; Κανένας από τους γεροντότερους (και ήσαν άνθρωποι στην Αλωνίσταινα που κρατάγανε στητοί έναν ολόκληρον αιώνα στους ώμους τους) δεν θυμόντουσαν τέτοιο μεγάλο κακό. Χριστούγεννα χωρίς χιόνι!

Η αφορμή του κακού δεν άργησε να βρεθεί. Τη διαλαλήσανε σε λίγο οι καμπάνες της εκκλησίας. «Οι περμαντόνες»! Αυτές φέρανε τη γρουσουζιά! Τι ήσαν οι περμαντόνες; Το δυστυχισμένο μπουλουκάκι που, ανύποπτο για ό,τι γινόταν γύρω του, χαιρόταν ξαπλωμένο στα σκαμνιά του καφενείου, τη ζεστασιά του ήλιου.

Ένα ολόκληρο χωριό σε λίγο φάνηκε να παίρνει τον δρόμο που ‘φερνε στο καφενείο. Όλοι, άντρες και γυναίκες, οπλισμένοι με ξύλα και ρόκες. Φρενιασμένοι από το κακό τους οι χωριάτες και οι χωριάτισσες, χτυπούσαν στα πόδια, στις πλάτες, στο κεφάλι, τους έρμους ηθοποιούς!…
Αναίσθητους, τους πετάξανε ύστερα από λίγο σ’ ένα κάρο. Φορτώσανε πάνω σ’ αυτό και τα μπαούλα τους και τους αδειάσανε μισή ώρα έξω από το χωριό…»!

(174)