Η ιστορία της Κυρίας με τις Καμέλιες προέρχεται από δύο βασικές πηγές. Πρώτον, από τη νουβέλα του Πρεβόστ «Μανόν Λεσκό» που χρησιμοποιείται συχνά ως σημείο αναφοράς αφού έχει κάποια σχέση με την ιστορία της Μαργκερίτ Γκοτιέ. Η Μανόν, η Μοιραία Γυναίκα, δημιούργησε ένα από τα πιο ισχυρά θηλυκά πρότυπα στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα και ενέπνευσε τους συγγραφείς της Κάρμεν και της Μαργκερίτ. Το θέμα είναι κοινό: ένας άνδρας που μαγεύτηκε από μία γυναίκα ικανή να τον οδηγήσει στην καταστροφή . Μόνο η Μαργκερίτ όμως, είναι ανιδιοτελώς αφοσιωμένη στον έρωτά της και γίνεται σύμβολο αυτοθυσίας.

Δεύτερον, από το γεγονός ότι η Κυρία με τις Καμέλιες είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που έχει υιοθετήσει αρκετά στοιχεία από τη σχέση του Δουμά με μια διάσημη εταίρα της εποχής, την Μαρί Ντυπλεσσί. Ο Δουμάς γνώρισε την Μαρί το 1844 όταν αυτή ήταν ερωμένη του ζάπλουτου κόμη Stackelberg. Η σχέση τους ήταν ταραχώδης και άτυχη. Ο Δουμάς δεν μπορούσε να της προσφέρει την πολυτέλεια στην οποία είχε συνηθίσει και έτσι αυτή δεν απαρνιόταν τους άλλους εραστές της. Η Μαρί έπασχε από φυματίωση. Ήταν λεπτή, χλωμή, μελαγχολική και με μεγάλα μαύρα μάτια: η προσωποποίηση της ρομαντικής ηρωίδας. Η βεβαιότητα πως ο θάνατός της πλησιάζει την κατέτρωγε – όπως και τον Βέρθερο – και έτσι έκανε έκλυτη και εξαντλητική ζωή. Πολλοί χοροί, άφθονο αλκοόλ, δείπνα μέχρι το ξημέρωμα, ερωτικές συνευρέσεις. Η Μαρί ήταν μια γυναικα ελευθέρων ηθών (demi–mondaine) , και παρά την ταπεινή της προέλευση, μπορούσε να ψυχαγωγεί, να διοργανώνει κομψές δεξιώσεις και να προσφέρει έξυπνη παρέα. Η ιστορία όμως των εταίρων παραμένει ίδια σε όλες τις εποχές: όπως και οι γκέισες, το πιο πιθανό είναι ότι αν ζούσε περισσότερο, θα κατέληγε φτωχή και ξεπεσμένη, ίσως μία κοινή πόρνη. Μετά το θάνατό της δημοπρατήθηκαν τα πολυτελή αντικείμενά της για να πληρωθούν τα χρέη στους πιστωτές της.

Η επικαιρότητα της Κυρίας με τις Καμέλιες κίνησε το ενδιαφέρον του Βέρντι που μαζί με τον λιμπρετίστα του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, μετονόμασαν τη Γαλλίδα Μαργκερίτ Γκοτιέ σε Βιολέτα Βαλερύ. Η Βιολέτα απέχει αρκετά από τις υπερβάσεις που συναντάμε στη νουβέλα – για παράδειγμα τη λάγνα γλώσσα – συνθέτοντας έτσι ένα προφίλ που ταιριάζει περισσότερο με τις αντιλήψεις της ρομαντικής όπερας.

 

H Τραβιάτα

Αφίσα από την πρεμιέρα της όπερας, στο θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας (1853)
Η Τραβιάτα (Ιταλικά: La traviata, δηλαδή «η παραστρατημένη») είναι μία από τις πλέον περίφημες ιταλικές όπερες (μελόδραμα). Είναι όπερα σε τρεις πράξεις με κείμενο του Πιάβε και μουσική του Τζουζέπε Βέρντι. Πρωτοπαίχτηκε στη Βενετία το 1853. Το έργο μεταφράσθηκε και στη Γαλλική και ανεβάσθηκε στο «Λυρικό Θέατρο» στις 27 Οκτωβρίου του 1864 με εξαιρετική επιτυχία και υπό τον τίτλο Βιολέττα. Σε αργότερη παρουσίαση του έργου στο Θέατρο «Όπερα Κομίκ» αποδόθηκε με τον ιταλικό του τίτλο Λα Τραβιάτα.
Η υπόθεση του έργου δεν είναι άλλη από μια παράφραση, με αρκετές όμως περικοπές, του κλασσικού παγκοσμίου φήμης δράματος του Αλέξανδρου Δουμά Η Κυρία με τας καμελίας.

Σημαντικότερα μέρη της όπερας

Αν και η ενορχήστρωση γενικά φαίνεται να παραμελείται κάπως σε διάφορα σημεία, το μουσικό αυτό έργο του Βέρντι θεωρείται μεγάλης και πλούσιας έμπνευσης για την οποία και κατατάσσεται μεταξύ των καλύτερών του. Αξιοπρόσεκτα θεωρούνται τα ακόλουθα σημεία:
Πράξη 1η: Ο χορός που εκτελεί τη πρόποση «Ας πιούμε φίλοι», η άρια της Βιολέτας «Διστάζω ακόμα..», το αλέγκρο «Για πάντα» και η διωδία Βιολέτας – Αλφρέντο.
Πράξη 2η: Η άρια του Αλφρέντο «Σε σένα χρυσάφι μου», η διωδία του ντ’ Ορμπέλ πατρός και της Βιολέτας, η σκηνή μεταξύ πατέρα και γιου και οι στίχοι του ντ’ Ορμπέλ «Όταν τρελοί έρωτες».
Πράξη 3η: Η χορωδία των Βοημών καθώς και το φινάλε, και
Πράξη 4η: Η συγκινητική ρομάντζα της Βιολέτας «Αφήνω γεια σ΄ ότι έχω αγαπήσει», ο χορός των μεταμφιεσμένων, και η τελευταία διωδία Αλφρέντο – Βιολέτας που είναι από τις πλέον συμπαθέστερες εμπνεύσεις του Βέρντι.

(746)