Του Μουσουργού – Ακαδημαϊκού
+ Μενέλαου Παλλάντιου*

Δεν θα ήταν νοητό να γίνει συνέδριο στην Αρκαδία, με τόσο πλούσια συμμετοχή πνευματικών ανθρώπων, που οι ανακοινώσεις τους καλύπτουν όλες σχεδόν τις πλευρές των επιστημονικών ενδιαφερόντων, χωρίς να γίνει έστω και απλή μνεία δύο διακεκριμένων Αρκάδων μουσικών της περασμένης γενεάς που η παρουσία τους στη μουσική ζωή του τόπου μας υπήρξε σημαντική και συνετέλεσε κατά πολύ στη στήριξη και την εξέλιξη της τέχνης των ήχων στον τόπο μας. Πρόκειται για τους αειμνήστους συναδέλφους Στέφανο Βαλτετσιώτη και Μάριο Βάρβογλη.

Γεννημένοι και οι δύο τον περασμένο αιώνα, τότε που η μουσική στον τόπο μας είχε δειλά δειλά αρχίσει να γίνεται προσιτή στην Αθήνα, ενώ στα Επτάνησα αποτελούσε κιόλας μια ζηλευτή πραγματικότητα, οι δύο καλλιτέχνες μας θα μπορούσαν δικαιωματικά να κατέχουν μια ζηλευτή θέση στο ελληνικό καλλιτεχνικό μαρτυρολόγιο, μαζί με άλλους διακεκριμένους συναδέλφους της γενιάς τους

Πραγματικά, χρειαζόταν τότε μεγάλο θάρρος για ν’ αποφασίσει ο νέος που ένοιωθε μια κλίση για τη μουσική, να της αφιερωθεί επαγγελματικά. Τίποτα δεν υπήρχε ώστε να του εξασφαλίσει τη σταθερή και συνεχή άσκηση του μουσικού επαγγέλματος και κάποια στιγμή, μια πενιχρή έστω σύνταξη για τα γεράματά του. Ακόμα, η ελληνική κοινωνία δεν ήταν προετοιμασμένη να δεχθεί ένα νέο μιας αστικής οικογένειας να γίνει «μουζικάντης» όπως περιφρονητικά αποκαλούσαν τους οργανοπαίκτες των πανηγυριών και των βλάχικων γάμων. Έχω και προσωπική πείρα του θέματος, παρά τη χρονική διαφορά που χώριζε την εποχή μου με τους δύο αναφερομένους σήμερα μουσικούς. Με συγκατάβαση δέχτηκε «ο εκ Τριπόλεως έμπορος ειδών καγκελαρίας!» το ότι ο ορφανός γιος τού εμπόρου αλεύρων θα μπορούσε να διαλέξει το επάγγελμα του μουσικού. Ίσως για τον λόγο αυτόν έβαλα για προπέτασμα τα Νομικά μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ώστε να καλυφθώ από την ενδεχομένη κοινωνική περιφρόνηση. Και αυτό, όταν ήδη διατρέχαμε το δεύτερο τέταρτο του αιώνα μας. Σκεφθείτε, λοιπόν, τους δύο κατά πολύ αρχαιότερους μου συνάδελφους σε πόσο δυσκολότερη θέση θα βρίσκονταν στην αρχή της ζωής τους.

Ας μιλήσουμε τώρα γι’ αυτούς:

Ο Στέφανος Βαλτετσιώτης γεννήθηκε το 1878 στη Σύρα. Το επώνυμό του όμως και μόνο μας φέρνει να αναζητήσουμε την καταγωγή του στο ηρωικό Βαλτέτσι της Μαντινείας. Όλοι ξέρουμε πως τα επώνυμα βγήκαν συνήθως από τα παρανόμια που κολλούσαν στους ανθρώπους, είτε αναφερόμενα στο επάγγελμά τους ή συνηθέστερα στον τόπο καταγωγής τους. Τα επώνυμα π.χ. Αθηναίος, Κρητικός, Μεσολογγίτης, Κορφιάτης, Πατρινός, Ζακυνθινός και τόσα άλλα, εύκολα μας οδηγούν στο χάρτη της Ελλάδας, για να μας δείξουν την προέλευση εκείνων που τα φέρουν δίπλα στο βαφτιστικό τους όνομα. Κατά σύμπτωση, και αυτός που σας μιλάει τώρα, είναι βέβαιος πως κάποτε, κάποιος μακρινός του πρόγονος, σαλαγώντας ίσως τα πρόβατά του, θα πήρε τον κατήφορο από το Παλλάντιο της Μαντινείας, για να βρει πιθανόν καλύτερη τύχη στο νομό Λακωνίας, όπου και εγκαταστάθηκε, δημιουργώντας απογόνους.

Έτσι, με τη σκέψη αυτή, μπορούμε να θεωρούμε ως βέβαιη την καταγωγή του Βαλτετσιώτη από τα χώματα αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία.

Η οικογένειά του θα έπρεπε να βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση αν σκεφθούμε τι έξοδα χρειάζονταν για να σπουδάσει τον νεαρό βλαστό της Στέφανο στο Κρατικό Ωδείο του Μιλάνου, ταξίδι φανταστικό για την εποχή εκείνη.

Τον θυμάμαι, νεαρός εγώ τότε, σαν έναν άντρα καλοφτιαγμένο και κομψό, με ωραίο παράστημα και, ασφαλώς, πολλές και κάθε είδους επιτυχίες και κατακτήσεις, όχι μόνο στη μουσική. Φημιζόταν για το πνεύμα του, που άρχιζε από χαριτωμένο, για να γίνει, ανάλογα με την περίπτωση, και δηκτικό ακόμα. Δίδαξε το θεωρητικό μέρος της μουσικής στην αρχή στο Ωδείο Αθηνών και αργότερα στο Εθνικό Ωδείο, όπου και διηύθυνε τη Μελοδραματική Σχολή του. Η μεγάλη όμως επαφή του με το κοινό ήταν η ιδιότητά του ως Διευθυντή της Ορχήστρας του Ελληνικού Μελοδράματος.

Για τους περισσότερους σήμερα που ενδιαφέρονται για την ιστορία της σοβαρής μουσικής στον τόπο μας, το Ελληνικό Μελόδραμα, πρόδρομος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ήταν μία ιδιωτική πρωτοβουλία, που ανάγκαζε τα κάθε ειδικότητας στελέχη που το αποτελούν, όπως μονωδούς, χορωδούς, χορευτές, μουσικούς ορχήστρας, σκηνογράφους, μηχανικούς σκηνής κ.τ.λ., να συγκροτούν κάθε τόσο και κατά περίπτωση ένα αυτοσχέδιο σύνολο, προκειμένου να ανεβεί μια όπερα στην Αθήνα, σε κάποιες επαρχιακές πόλεις, στον Ελληνισμό της Αιγύπτου, της Πόλης και της Σμύρνης και όπου αλλού μπορείτε να σκεφθείτε. Εύκολα φαντάζεται κανείς τη δυσκολία τής εκ των ενόντων συγκροτήσεως, κάθε τόσο, θιάσου χωρίς οικονομική κυρίως βάση, με αποτέλεσμα πολλές φορές το σταμάτημα της προσπάθειάς τους και την επιστροφή στη βάση τους με ασήκωτα για τους ώμους τους χρέη.

Και όμως! Μέσα σ’ αυτό τον δύσκολο τρόπο καλλιτεχνικής ζωής, ο Βαλτετσιώτης κατάφερε όχι μόνο να εργάζεται και συνθετικά, γράφοντας τραγούδια, οπερέτες, εμβατήρια και άλλα, αλλά και να συγγράψει σειρά μαθημάτων για τη μουσική μορφολογία και τη διεύθυνση ορχήστρας, καθώς επίσης και να καταρτίσει λεξικό μουσικής ορολογίας. Η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με το βραβείο της.

Η οικογένεια Βάρβογλη είναι ιστορικά άρρηκτα συνδεδεμένη με την Τρίπολη. Ο γενάρχης της, κατά αξιόπιστες μαρτυρίες, ήρθε από τις Σέρρες και οι απόγονοί του άπλωσαν στη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Βενετία και την Αρκαδία. Μια οικογένεια, που διέπρεψε επί τρεις σχεδόν εκατονταετίες με αξιόλογα μέλη της στον εθνικό, στρατιωτικό και επιστημονικό τομέα. Η γέννηση, το 1885 του Μάριου Βάρβογλη, ήταν γραφτό να προσθέσει ένα ακόμα αξιόλογο τομέα στη δραστηριότητα της οικογένειας: τον καλλιτεχνικό.

Γιος του αξιωματικού του πυροβολικού Νικολάου Βάρβογλη, ανδρός προικισμένου με επιστημονικά εφόδια γύρω από θέματα στρατού, ο Μάριος σε ηλικία 17 ετών, το 1902, στέλνεται στο Παρίσι και εγγράφεται στο εκεί φημισμένο Κονσερβατσοάρ στις τάξεις διασήμων Γάλλων συνθετών.

Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια έζησε εκεί ο Μάριος και συναναστράφηκε τη διεθνή καλλιτεχνική κοινωνία, που συγκεντρωνόταν τότε στην «Πόλη του Φωτός», όπως λεγόταν το Παρίσι. Εκτός από τις σπουδές του, ο Μάριος έζησε, με όλη τη σημασία που έχει η λέξη, το Παρίσι του Quartier Latin και της Belle Epoque, μέσα από τις γνωριμίες του και συναναστροφές με επιφανείς ανθρώπους και καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένους, που συνέρρεαν τότε στη Γαλλική πρωτεύουσα.

Εκτός των άλλων γνωριμιών του, ο Βάρβογλης συνδέθηκε φιλικά και με τον άγνωστο σχεδόν τότε, ανύποπτο για τη μεγάλη του φήμη που θα ακολουθούσε στα μετά τον θάνατό του χρόνια, τον μεγάλο ζωγράφο Modigliani. Μέσα στο έργο του συγκαταλέγεται και το θαυμάσιο πορτρέτο του Βάρβογλη, με τον τίτλο «il Mario» γνωστό από τις άπειρες reproductions που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο. O Modigliani εκεί έχει αποθανατίσει έξοχα τη λεπτότατη και ευγενική μορφή του Μάριου Βάρβογλη. Μια μορφή, καθρέφτη της αγνής και άδολης ψυχής του, που παρά τις δυσκολίες της ζωής του, κράτησε άκακη και αμόλυντη σε όλο τον μακρό του βίο.

Με τον Μάριο Βάρβογλη συνεργάστηκα στενά όταν το 1957 με πρωτοβουλία μου αποσχισθήκαμε είκοσι συνθέτες από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών και ιδρύσαμε τον Σύνδεσμο Ελλήνων Συνθετών, όπου εκείνος υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος και εγώ ο Γενικός Γραμματέας του.

Σε όλο το έργο του Βάρβογλη κυριαρχεί η λεπτότητα στην έμπνευση, στο ύφος και στην τεχνική επεξεργασία. Έγραψε δυο μελοδράματα, συμφωνικά ποιήματα, υποκρούσεις σε αρχαίες τραγωδίες, Καπρίτσιο για βιολοντσέλλο και ορχήστρα, κουαρτέτο για έγχορδα, έργα για πιάνο, τραγούδια και άλλα. Υπήρξε καθηγητής στη Μ. Εκπαίδευση, συνδιευθυντής και καθηγητής στο Ελληνικό Ωδείο και μουσικοκριτικός στην εφημερίδα «Τα Νέα». Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Αυτή είναι με πολύ λίγα λόγια η αναφορά μου στους δυο εκλεκτούς καλλιτέχνες, τον Στέφανο Βαλτετσιώτη και τον Μάριο Βάρβογλη.
Έφυγαν και οι δυο από τη ζωή γύρω στη δεκαετία του ’60, σε προχωρημένη ηλικία, άξιοι καλύτερης τύχης αν βρίσκονταν σε άλλη χώρα. Όσοι τους γνωρίσαμε και τους ζήσαμε, δεν τους ξεχνούμε ποτέ!

(Από το Β’ Τοπικό Συνέδριο Αρκαδικών Σπουδών – 1988)

* Ο Μενέλαος Παλλάντιος γεννήθηκε το 1914 στον Πειραιά και απεβίωσε το 2012 στην Αθήνα. Ο ίδιος ομολογεί, ανωτέρω, περί της Μαντινειακής καταγωγής του, και από το χωριό, Παλλάντιο, δίπλα στην Τρίπολη…· από το Παλλάντιο, από το οποίο, κατά την αρχαιότητα, ξεκίνησε ο Εύανδρος και οι Αρκάδες, για να περάσουν στην Ιταλία, και να γίνουν οι πρώτοι οικιστές της Ρώμης (Παλλατίνος λόφος”!). Μήπως αυτή είναι η αιτία, λοιπόν, που, καταπιάστηκε με το ανωτέρω θέμα αφού, τόσον ο Βάρβογλης όσον και ο Βαλτετσιώτης, είναι Τριπολιτσιώτες;

(182)