Στην κεντρική αίθουσα της Γεωγραφικής Εταιρείας της Λισσαβώνας, το «μεταλλικό» βλέμμα στα πορτρέτα της Μαρίας Κάλλας ξεπρόβαλε ανάμεσα σε κειμήλια Πορτογάλων εξερευνητών από εξορμήσεις στο Μακάο και στο Πράσινο Ακρωτήριο. Το Χρυσόμαλλο Δέρας και οι Αργοναύτες σε ψηφιδωτή μορφή συμπλήρωναν την ελληνική αποστολή.

Δημιουργός της «εκστρατείας» ο Νίκος Φλώρος, ο Ελληνας καλλιτέχνης που ταξιδεύει με τα έργα του. H έκθεση «Μαρία Κάλλας – Μήδεια –Αργοναύτες», που παρουσιάστηκε πρόσφατα, ήρθε να προστεθεί σ’ ένα πλούσιο βιογραφικό που περιλαμβάνει ατομικές εκθέσεις στο Κρατικό Μουσείο Τσαριτσίνο της Μόσχας (με κοστούμια-γλυπτά εμπνευσμένα από τη διεθνή Ελληνίδα υψίφωνο και την Γκρέις Κέλι), στο Μουσείο του Γκρέκο στο Τολέδο (με έργα εμπνευσμένα από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο που στήθηκαν δίπλα σε εκείνα του Ελ Γκρέκο) και στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη (με έργα βασισμένα σε πορτρέτα της τσαρικής οικογένειας των Ρομανόφ), μεταξύ άλλων. Μια ιδιαίτερη πορεία που έχει χαράξει ο 47χρονος καλλιτέχνης, κατά τη διάρκεια της οποίας υπολογίζεται ότι εκατομμύρια επισκέπτες μουσείων έχουν περιεργαστεί τη «ματιά» του.

«Με εκφράζει πολύ περισσότερο κάτι τέτοιο. Οι χώροι που παρουσιάζουν τα έργα μου αποτελούν ιδιαίτερη τιμή για μένα. Είναι μέρη όπου συνήθως δεν παρουσιάζεται η σύγχρονη τέχνη και εγώ έχω την τύχη να γίνεται αποδεκτή η δουλειά μου», λέει ο ίδιος στην «Κ». «Προσωπικά είμαι πλήρης και δεν αναζητώ το δεύτερο κομμάτι, το οποίο είναι το εμπορικό. Αυτά τα μουσεία τα επισκέπτεται πολύς κόσμος. Είχα πάντα έναν στόχο, να μπορώ να εκφράζομαι και να βλέπουν τα έργα μου πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο».

Οι εκθέσεις

Μέσα από αυτή τη διαδρομή, ο Φλώρος προωθεί την έννοια της «πολιτιστικής διπλωματίας», ιδέα που του εμφύσησε ο Δημήτρης Τζανάκης, εμπειρογνώμων πρεσβευτής Σύμβουλος Α΄ του υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος πέθανε πρόσφατα και στον οποίο ο καλλιτέχνης αφιέρωσε την έκθεση στη Πορτογαλία. Στο μεταξύ, η έκθεση «Μαρία Κάλλας – Μήδεια – Αργοναύτες» –που επιμελήθηκαν ο Βίτορ Εσκουδέρο και ο μόνιμος επιμελητής των έργων του Φλώρου, Αριστοτέλης Καραντής και παρουσιάστηκε στη Λισσαβώνα με τη συμβολή του Ινφάντε Μιγκέλ, Δούκα του Βιζέου– είναι η πρώτη από μία σειρά εκθέσεων του καλλιτέχνη που θα φιλοξενηθούν στην πορτογαλική πρωτεύουσα, με επόμενο σταθμό ένα αφιέρωμα στον Ελ Γκρέκο στη Βασιλική των Μαρτύρων. Συγχρόνως, ο Φλώρος εργάζεται πάνω σ’ ένα πρότζεκτ, το οποίο προορίζεται για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ πρόσφατα διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής σε ρωσικό παιδικό διαγωνισμό ζωγραφικής.
Η νέα γενιά δεν φεύγει από το μυαλό του καλλιτέχνη, ο οποίος διατηρεί το «όνειρό» του για έναν χώρο με εκπαιδευτικό χαρακτήρα που θα στεγάσει τα έργα του. «Στο εξωτερικό υπάρχει ενδιαφέρον, γιατί το βλέπουν ως επένδυση, κάτι που θα τους αποφέρει κάποιο κέρδος. Εδώ υπάρχει καχυποψία, ότι κάτι τέτοιο είναι προς όφελος της δόξας του καλλιτέχνη», σημειώνει.

Οσο για την Κάλλας, η κατά καιρούς θλιμμένη ντίβα αποτελεί ένα είδος «εμμονικής» έμπνευσης για τον Φλώρο. «Εχει να κάνει με την κοινή μας καταγωγή από την Πελοπόννησο. Εχει, όμως, να κάνει και με το εξής: Οταν πρωτοπήγα στη Νέα Υόρκη, βρέθηκα τυχαία στη βιβλιοθήκη της Μετροπόλιταν Οπερα, όπου μια φίλη είχε ζητήσει τα ιδιόχειρα γράμματα της Κάλλας», λέει. «Συγκινήθηκα πολύ διαβάζοντάς τα. Είχε μεγάλη έλλειψη αγάπης στη ζωή της και το διαπιστώνεις παντού αυτό. Σε μένα λειτούργησε συναισθηματικά, σε σχέση με αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα και θέλησα, σαν χειρουργός, με “νυστεράκι” την τέχνη μου, να προσπαθήσω να πάω πέρα από την επιφάνεια και να αγγίξω την ψυχή της. Την προσέγγισα “μεταφυσικά”, σε μια άλλη διάσταση, μέσα από ψήγματα».

Στην περίπτωση του Φλώρου, τα «ψήγματα» είναι οι «μινιατούρες», κομμάτια αναλώσιμου αλουμίνιου από κουτιά αναψυκτικών, που μέσα από μια μοναχική, χρονοβόρο διαδικασία συνθέτουν την ιδιαίτερη τεχνική που ο καλλιτέχνης πατεντάρισε το 2003 – συνδυασμός του εφήμερου και της ανακύκλωσης που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Ανάμεσα στον δημιουργικό ιδιωτικό βίο και τη δημόσια εικόνα του, ο Φλώρος παραμένει «πρεσβευτής» μιας χώρας με ασαφή πολιτιστική στρατηγική.

«Εμείς ως Ελληνες την τέχνη τη θεωρούμε είδος πολυτελείας, δεν γνωρίζουμε πώς να την “εξαργυρώσουμε”. Στην Ελλάδα η τέχνη αυτοκαταναλώνεται, όμως μόνο κρατικά μπορούμε να τη δούμε ως βιομηχανία πολιτισμού».

(45)