Μουσική σύνθεση του Τζορτζ Γκέρσουιν για πιάνο και ορχήστρα, το «σήμα-κατατεθέν» της συνθετικής ιδιοφυΐας του σπουδαίου Αμερικανού δημιουργού, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 1937, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Το εισαγωγικό μέρος με το γκλισάντι του κλαρινέτου είναι τόσο οικείο στο αυτί του μέσου ακροατή, όσο οι τρεις εισαγωγικές νότες της Πέμπτης του Μπετόβεν.

Η Γαλάζια Ραψωδία γράφτηκε σε διάστημα τριών εβδομάδων το 1924, κατόπιν παραγγελίας του Πολ Ουάιτμαν, διακεκριμένου μαέστρου τζαζ μπάντας, που του ζήτησε ένα τζαζ κοντσέρτο και ο Γκέρσουιν του παρέδωσε μία ραψωδία, δηλαδή μια μουσική σύνθεση με σχετική δομική και μελωδική ελευθερία. Ο συνθέτης εμπνεύστηκε το έργο μέσα σ’ ένα τραίνο στη διαδρομή Νέα Υόρκη – Βοστώνη. «Μέσα από τους θορύβους ενός τραίνου πάντα ακούω μουσική» έλεγε στον βιογράφο του.

Η πρώτη εκτέλεση του έργου δόθηκε από την μπάντα του Πολ Ουάιτμαν στις 12 Φεβρουαρίου 1924 στη Νέα Υόρκη, με καταπληκτική επιτυχία. Αργότερα, ο συνεργάτης του Γκέρσουιν, Φερντ Γκροφέ (1892-1972), το μετέγραψε για συμφωνική ορχήστρα, όπως είναι σήμερα γνωστό.

Ο Γκέρσουιν στο έργο του συνδυάζει τρία βασικά στοιχεία της βορειοαμερικάνικης μουσικής: τη βασισμένη στο πιάνο λαϊκή παράδοση, τη μουσική για το θέατρο ποικιλιών (βαριετέ) και ό,τι περιλαμβάνεται στην ατμόσφαιρα της αφροαμερικάνικης μουσικής (μπλουζ και τζαζ).

(20)