Οθωμανός στρατιωτικός και χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου, γνωστός από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, η οποία παρ’ ολίγον να αποδειχθεί μοιραία για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Ιμπραήμ Πασάς (Ibrahim Pasha) γεννήθηκε στην Καβάλα το 1789 και ήταν γιος του αλβανικής καταγωγής Βαλή της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη και μιας χριστιανής, που ήταν γνωστή ως χήρα Τουρματζή. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Ιμπραήμ ήταν γιος της χήρας από τον γάμο της με κάποιον Τουρματζή και απλώς ο Μωχάμετ Άλη τον υιοθέτησε.

Ο Ιμπραήμ έλαβε μόρφωση από ευρωπαίους παιδαγωγούς, η οποία δεν απάλυνε τον σκληρό χαρακτήρα του. Έτσι, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον εξορίσει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά σύντομα έδειξε τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον να εξολοθρεύσει τους Μαμελούκους, που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου. Σύμφωνα με την περιγραφή ενός άγγλου αξιωματικού, ο Ιμπραήμ ήταν κοντός, πολύ χοντρός και με σημαδεμένο το πρόσωπο από την ευλογιά.

Το 1818 εκστράτευσε στην Αραβική Χερσόνησο και κατέστειλε την εξέγερη των Βαχαβιτών, μιας μουσουλμανικής αίρεσης, της οποίας ηγείτο η οικογένεια Σαούντ, που μετέπειτα ίδρυσαν το κράτος της Σαουδικής Αραβίας. Συνέλαβε τον αρχηγό τους Αμπντουλάχ και επανέφερε στην Οθωμανική επικράτεια την ιερή πόλη των μουσουλμάνων Μεδίνα. Για τις υπηρεσίες του αυτές, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και μεγάλο Βεζύρη με τρεις ιππουρίδες (αλογοουρές), καθιστώντας τον ισότιμο του πατέρα του.

Η επιτυχία του κατά των Βαχαβιτών τον ώθησε να οργανώσει τον στρατό του σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προσλαμβάνοντας γάλλους αξιωματικούς. Η αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας δεν τον πτόησε και στα τέλη του 1823 ο στρατός της Αιγύπτου έφθανε τους 100.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και οι φιλοδοξίες του μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 1824 ο Σουλτάνος, σε προφανή αδυναμία να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, απευθύνθηκε στον Μωχάμετ Άλη και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ως αντάλλαγμα θα λάμβανε την Κρήτη και την Πελοπόννησο.

Στις 4 Ιουλίου 1824 η αρμάδα του Ιμπραήμ με 17.000 άνδρες απέπλευσε με προορισμό την Κρήτη. Το επιτελείο του αποτελείτο αποκλειστικά από γάλλους αξιωματικούς, με επικεφαλής των συνταγματάρχη Ντε Σεβ, που έλαβε τον τίτλο του Πασά με το όνομα Σολεϊμάν. Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του Τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου στα επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για απόβαση στην Πελοπόννησο. Έτσι, ο τουρκικός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά (20 Ιουνίου 1824), ενώ ο αιγυπτιακός προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο, αφού συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον ελληνικό στόλο στη Ναυμαχία του Γέροντα (28 Αυγούστου 1824). Τότε, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την άνοιξη του 1825. Από την άλλη πλευρά, ο ελληνικός στόλος αδρανούσε, λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά και του αδελφοκτόνου σπαραγμού.

Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη που μαίνονταν στην περιοχή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου (Νεόκαστρο), αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στα Κρεμμύδια (7 Απριλίου 1825). Οι επαναστάτες αφυπνίστηκαν, έστω και καθυστερημένα. Άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και προσπάθησαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση με ηγέτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακιστεί. Μόνο σε κλεφτοπόλεμο μπορούσαν να ελπίζουν, αφού σε κανονική μάχη ο στρατός του Ιμπραήμ προκαλούσε «σοκ και δέος» στους ανοργάνωτους Έλληνες.

Ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (19 Μαΐου 1825) και άνοιξε τον δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε στις 11 Ιουνίου 1825. Την επομένη βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων (12 Ιουνίου 1825). Έκτοτε δεν επεχείρησε άλλη εκστρατεία στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1825 άφησε την Τρίπολη και μετέβη το Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε τη μαρτυρική πόλη. Μετά την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) επέστρεψε δριμύτερος στην Πελοπόννησο, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κλεφτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, που του προκαλούσε σημαντικές φθορές. Τον Ιούλιο του 1826 επιχείρησε να καταλάβει τη Μάνη, αλλά απέτυχε παταγωδώς.

Το καλοκαίρι του 1827, μη μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να εφαρμόζει την τακτική της «καμμένης γης», προκειμένου να κάμψει τους επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, γεγονός που θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα. Τον πρόλαβαν, όμως, οι ναυτικές δυνάμεις Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας, που κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827).

Ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον Ιμπραήμ. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αλλάξει την πολιτική τους και ήταν αποφασισμένες να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828), που υπέγραψε ο Μοχάμετ Άλη με τον Κόδριγκτον, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο στις 10 Οκτωβρίου 1828.

Ο Ιμπραήμ είχε μεγάλες φιλοδοξίες και η αποτυχία του στην Πελοπόννησο τον πείσμωσε. Μετά την επιστροφή του στο Κάιρο στράφηκε μαζί με τον πατέρα του κατά του Σουλτάνου. Γρήγορα έγιναν κύριοι της Παλαιστίνης, της Συρίας και μέρους της Μικράς Ασίας. Δύο φορές εκστράτευσε ο Ιμπραήμ κατά της Κωνσταντινούπολης (1833 και 1839) και τις δύο φορές εμποδίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που δεν ήθελαν αλλαγή του στάτους κβο. Μάλιστα, το 1839 στον συμμαχικό στόλο που βομβάρδισε τη Συρία, συμμετείχαν και δύο ελληνικά πλοία.

Το 1848 ο Ιμπραήμ έγινε για λίγους μήνες αντιβασιλέας της Αιγύπτου στη θέση του πατέρα του, που προσβλήθηκε από γεροντική άνοια. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε αποδείχθηκε ανίκητη και παρά τη θεραπεία που υποβλήθηκε στην Ιταλία, πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848 σε ηλικία 59 ετών. Άφησε πίσω του ένα γιο, τον Ισμαήλ, ο οποίος διοίκησε αργότερα την Αίγυπτο και την κατέστησε σχεδόν ανεξάρτητη από τον Σουλτάνο.

(1)