Ο παράνομος έρωτας που έζησε ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής στα 62 του χρόνια, για μια όμορφη κοπέλα, 20 ετών & η ερωτική τους αλληλογραφία. 1/8/1909, ολοκληρώνει το αριστούργημά του :Η φλογέρα του βασιλιά.- Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

Κωστής Παλαμάς… Σπουδαίος Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μία από τις πιο σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού με ποιητικό έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές. Κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής» που συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στην υπερβολή του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.

Οι ποιητικές συλλογές Οι καημοί της λιμνοθάλασσας,Πολιτεία και Μοναξιά,Οι Βωμοί και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις τουΟ δωδεκάλογος του γύφτουΗ φλογέρα του Βασιλιά τον ανέβασαν στην κορυφή. που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού Παρνασσού. Δεν θεωρείται τυχαία μετά τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.

 Ο Κωστής Παλαμάς έζησε έναν τρυφερό έρωτα για μια νέα κοπέλα. Εκείνος ήταν 62 ετών, ήδη ένας  καταξιωμένος ποιητής, παντρεμένος για 34 χρόνια με τη  Μαρία Βάλβη, με την οποία είχε αποκτήσει και τρία παιδιά. Η όμορφη και μελαγχολική Έλενα Κορτζά, είχε μόλις κλείσει τα 20 της χρόνια. Δυστυχώς, η μοίρα την είχε “χτυπήσει” με φυματίωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ωριμάσει νωρίτερα από την ηλίκία της.

Γνωρίστηκαν στο σπίτι του ανιψιού του Κωστή Παλαμά, Χρήστου Ξανθόπουλου. Η νεαρή κοπέλα εντυπωσιάσε τον ποιητή με το επίπεδό της. Για αρκετό καιρό, συνήθιζαν να συναντιούνται στις λογοτεχνικές βραδιές που οργάνωνε ο Ξανθόπουλος.

Ωστόσο, αργότερα,  η Ελένη άρχισε να επισκέπτεται τον Παλαμά στο σπίτι του και περνούσαν μαζί πολλές ώρες στο γραφείο του.

Η ασθένεια της Ελένης δεν τους επέτρεπε να μπορούν να συναντιούνται για κάποιες περιόδους.  Έτσι, ξεκίνησαν να αλληλογραφούν και από αυτά τα γράμματα γνωρίζουμε για τη γνωριμία του Παλαμά με την κοπέλα που τον είχε συνεπάρει.  Στα γράμματα, δεν έγραφαν σχεδόν ποτέ προσφωνήσεις καθώς εκείνη την εποχή, η αλληλογραφία είχε  συγκεκριμένους κανόνες.

Σε κάποιες προσφωνήσεις προς την αγαπημένη του, αντί για το πραγματικό της όνομα, την αποκαλούσε:   “Ραχήλ” ή  “Chere Clarte”, δηλαδή “αγαπημένη λάμψη”.

Τα γράμματα του ποιητή προς την Ελένη φανερώνουν τα έντονα συναισθήματα που έτρεφε για εκείνη. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο αν η σχέση τους παρέμεινε πλατωνική ή αν υπήρξε και ερωτική σχέση.

Το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε, είναι από τον Αύγουστο του 1935. Η Ελένη αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα της, ο οποίος ήταν Στρατηγός, στην Αίγυπτο και αργότερα στη Νότια Αφρική.

Ο ποιητής έφυγε από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου του 1943.

Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από τα γράμματα του Παλαμά προς τη Ελένη…

“Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο… Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ` ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ` εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου”

“Αν ποτέ γράφοντάς σας σε κάποια σας απουσία, μου ερχόταν έξαφνα η όρεξη να παραβώ τον κανόνα που ακολουθούμε οι δυο, μη προτάσσοντας τίτλους στα γράμματα και προσφωνήσεις, θα σας προσφωνούσα απλούστατα : Chere Clarte. Αξίζει κανείς για τέτοια ωραία, εγκάρδια, εκφραστική φρασούλα, να παραβαίνει τον κανόνα”.

“Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου (…)

Μα πως μου παρουσιάζοσουν εσύ, όνειρο του ονείρου μου, είναι αδύνατο να σου παραστήσω. Δε με βοηθά η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου (…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ (…)

Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου…

Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως.

Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα”.

(21)