ο Mουσείο Mπενάκη παρουσιάζει την ιστορία της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη μέσα από πλούσια έκθεση και με έργα που δεν έχουμε ξαναδεί.

Η γραφή του Γιάννη Τσαρούχη, οι σημειώσεις, οι δημοσιεύσεις και οι συνεντεύξεις του γίνονται η «φωνή» του που σε οδηγεί μέσα στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς, στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης, Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989)». Πλάι σχεδόν σε κάθε έργο ή φωτογραφία έχει επιλεγεί ένα συνοδευτικό κείμενο του ίδιου του δημιουργού για το συγκεκριμένο έργο ή την περίοδο που αφορά. Όσο πιο αδιαμεσολάβητα γίνεται. Άλλωστε, ο Τσαρούχης δεν ήταν ερμητικός, κάθε άλλο. «Ήταν πληθωρικός στην επικοινωνία, την επιδίωκε, ήθελε να μιλάει με τους ανθρώπους» λέει στη LiFO η Νίκη Γρυπάρη, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσαρούχη και ανιψιά του καλλιτέχνη.

Η διαδρομή αρχίζει με τη σκυτάλη που παραδίδει η έκθεση που πραγματοποιήθηκε το 2013, καλύπτοντας τα χρόνια από τη γέννησή του ως το 1939. Η σκυτάλη είναι δύο έργα που είδαμε και τότε: ο νέος αθλητής με μαύρο παντελονάκι και προτομή του Ερμή («ο Τσαρούχης ζωγράφιζε πάντα δίπλα στο μοντέλο για να βλέπει και να συγκρίνει επί τόπου»), αλλά και το περίφημο κεφάλι της Μέδουσας που ήταν γι’ αυτόν κάτι σπουδαιότερο από ένα μυθικό σύμβολο. «Πολλοί νομίζουν ότι στράφηκε στη δυτική, στην αναγεννησιακή ζωγραφική κατά τη διάρκεια των χρόνων που έζησε στο Παρίσι. Κι όμως, ήταν αυτό το κεφάλι που τον οδήγησε στον συγκεκριμένο δρόμο. Το εξηγεί σε ένα κείμενο που θα βάλουμε σε αυτό το σημείο, ένα κείμενο λιγότερο γνωστό», εξηγεί η κ. Γρυπάρη. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλι της Μέδουσας έγινε και το έμβλημα του Ιδρύματος Τσαρούχη.

Στο σημείο αυτό υπάρχει το μοναδικό κείμενο που δεν έγραψε ο Τσαρούχης, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις. Σε αυτό περιγράφει πώς βγήκαν στους δρόμους οι πολίτες με αγγλικές ή αμερικανικές σημαίες για να γιορτάσουν την Απελευθέρωση. Ο Τσαρούχης βγήκε κρατώντας τη σημαία της Κίνας… Γελούσαν γύρω όλοι. Ντράπηκε ο Χατζιδάκις και έκρυψε τη δική του.

Η πορεία στην έκθεση ακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη. Και είναι εξαιρετικά πυκνή. Με καλπασμούς περνάει ο Τσαρούχης από θέματα σε χρώματα, τεχνικές, νέα έργα από χρόνο σε χρόνο – μερικές φορές μέσα στο ίδιο έτος. Στα πρώτα βήματα στην έκθεση θα δούμε τη θρυλική πλέον ιστορία από τα χρόνια που υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Τότε που το όραμα που είδε ένας φαντάρος τον οδήγησε κατόπιν παραγγελίας του διοικητή στη ζωγραφική μιας εικόνας της Παναγίας πάνω σε ξύλο από κουτί με ρέγκες. Η ιστορία, όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος, υπάρχει σε αυτόν τον τοίχο μαζί με τη φωτογραφία από το μέτωπο όπου την κρατά στα χέρια του.

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Και μετά το ταξίδι της επιστροφής, να περπατά και να κοιμάται όρθιος, «ξυπνήστε με όταν φτάσουμε στο γεφύρι της Άρτας, θέλω να το δω», η άφιξη στο σπίτι της μάνας, με το πανωφόρι του γεμάτο ψείρες και τη γενειάδα μακριά και κόκκινη. Πήγε η μάνα του με το που μπήκε σπίτι και φώναξε τον Πικιώνη, και αυτός, μόλις αντίκρισε τον εξαντλημένο φαντάρο, έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο, διαβάζουμε.

Στα χρόνια της Κατοχής βρίσκεται στην Αθήνα. Δεν ήταν γνωστός, ήταν όμως πολυμήχανος και ικανός να ασχοληθεί με κάθε πιθανή εικαστική φόρμα. Εργάζεται στο θέατρο, όπως βλέπουμε στη συνέχεια της έκθεσης, πλάι στην κυρία Κατερίνα, για λόγους βιοποριστικούς. Ζωγραφίζει όμως συνεχώς, επηρεασμένος βαθιά απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του στην Αθήνα της Κατοχής. Σε αυτό το σημείο συναντάμε και ένα μεγάλο ρολόι τοίχου σε μπρούντζινο σκαλιστό πλαίσιο, που σε κάθε γωνία του έχει ζωγραφισμένη μία από τις τέσσερις εποχές. Παραδίπλα μια προθήκη αποκαλυπτική για τον τρόπο που δημιουργούσε ο Γιάννης Τσαρούχης.

Εξαντλητικά ερευνούσε, μελετούσε και κατέγραφε τα δεδομένα του πριν οδηγηθεί στη δημιουργία. Έτσι, σε αυτή την προθήκη βλέπουμε τουλάχιστον δέκα από τα προσχέδια που έκανε για την πρώτη έκδοση του Ήλιος ο Πρώτος του Ελύτη το 1943 (εκτίθεται και η πρώτη έκδοση). «Αυτά; Είναι μόνο μερικά από τα προσχέδια που δημιούργησε για την έκδοση. Έκανε εξαντλητική προετοιμασία και μεγάλη τεκμηρίωση. Έλεγε ότι για να φτάσεις στην ελευθερία να αφαιρείς και να τολμάς, πρέπει πρώτα να έχεις κάνει πιστή μελέτη» επισημαίνει η κ. Γρυπάρη.

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Βρισκόμαστε στο 1942. Ένας συλλέκτης στολών από το εξωτερικό τού ζητά να ζωγραφίσει μερικές ελληνικές, οι οποίες εκτίθενται στη συνέχεια σε ένα παντοπωλείο στο Κολωνάκι. Οι εικόνες αυτές υπάρχουν στην έκθεση κι έχουν μια ακόμα ιστορία να αφηγηθούν: όταν τις είδαν οι μαυραγορίτες ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να του παραγγέλνουν να φτιάξει τις δικές τους στολές. Την ίδια εποχή αρχίζει να βάζει φτερά στους άνδρες που ζωγραφίζει, επηρεασμένος από την παράσταση του Σπαθάρη, με τον οποίο συνεργάστηκε. Φτιάχνει μάλιστα μια καρτ ποστάλ που έχει στο κέντρο τη φωτογραφία του περίφημου Διαμαντή, ο οποίος κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας με φτερά στην πλάτη, και εκτίθεται εδώ.

Το 1947 μένει στο σπίτι της Ειρήνης Καλλιγά στο Σύνταγμα, στο δώμα, εκεί όπου αργότερα έζησε και ο Ταχτσής. Είναι η εποχή που βλέπει από το παράθυρο τις κηδείες και τις ζωγραφίζει, μαζί με μνημόσυνα ή βαφτίσεις. Ζωγραφίζει την Απελευθέρωση, τη σύλληψη των τριών κομμουνιστών, το μοντέλο εσατζή με το σορτς. Μάλιστα, το τελευταίο έργο παρουσιάζεται στην έκθεση μαζί με τη φωτογραφία του μοντέλου και το σημείωμα: «Με τους εσατζήδες, ένα νέο ενδυματολογικό στοιχείο μπήκε στον στρατό μετά τον πόλεμο: το σορτς. Δεν διατηρήθηκε όμως για καιρό, γιατί οι αξιωματικοί το θεώρησαν απρεπές. Και, κατά κάποιον τρόπο, επικίνδυνο λόγω των κουνουπιών».

Στο σημείο αυτό υπάρχει το μοναδικό κείμενο που δεν έγραψε ο Τσαρούχης, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις. Σε αυτό περιγράφει πώς βγήκαν στους δρόμους οι πολίτες με αγγλικές ή αμερικανικές σημαίες για να γιορτάσουν την Απελευθέρωση. Ο Τσαρούχης βγήκε κρατώντας τη σημαία της Κίνας… Γελούσαν γύρω όλοι. Ντράπηκε ο Χατζιδάκις και έκρυψε τη δική του.

Εδώ συναντάμε και το περίφημο έργο του που κατέβηκε από την ομαδική έκθεση στον Αρμό. Ένας γυμνός άνδρας στο κρεβάτι και πλάι ένας ναύτης. «Δεν κατέβηκε το έργο λόγω του ανδρικού γυμνού, αλλά εξαιτίας της παρουσίας του ναύτη δίπλα στον γυμνό. Άλλωστε, στην ίδια έκθεση υπήρχε ένας σάτυρος με στύση και αυτό το έργο δεν το κατέβασαν», εξηγεί η κ. Γρυπάρη καθώς συνεχίζουμε την περιήγηση στην έκθεση.

Στο στήσιμο της έκθεσης. Διακρίνεται ο πίνακας που απεικονίζει τον νέο αθλητή με μαύρο παντελονάκι και προτομή του Ερμή. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Παραδίπλα, οι δύο από τις τρεις πόρτες που ζωγράφισε όσο τον φιλοξενούσε ο Ανδρέας Βουρλούμης σπίτι του. Η τρίτη αγνοείται… Τη μία από αυτές, την πόρτα με ζωγραφισμένη τη γυναίκα με στολή από την Ελευσίνα, την κουβαλούσε στην πλάτη του στους δρόμους του Παρισιού για να την πάει στην γκαλερί. Πλάι στα έργα, φωτογραφίες του Τσαρούχη στο σπίτι του Βουρλούμη με τις τοιχογραφίες που ζωγράφισε για να του κάνει έκπληξη στη γιορτή του…

Ακολουθεί η ενότητα του θεάτρου, με ενδεικτικές θρυλικές παραστάσεις – υπάρχει η σκέψη να γίνει στο μέλλον ειδική έκθεση για τον Τσαρούχη στο θέατρο, με όλο το υλικό. Το σχέδιο για ένα μεγάλο χαλί, το οποίο υλοποιήθηκε, αλλά δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται, και μεταξωτά υφάσματα με ένα μοτίβο από αγάλματα θεών, που δημιούργησε κατόπιν παραγγελίας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή της έκθεσης που αφορά την εποχή από το 1953 ως το 1957, οπότε είχε συμβόλαιο με την γκαλερί του Ιόλα. «Κάποιοι λένε ότι τον εκμεταλλεύτηκε τον Τσαρούχη. Ο ίδιος έλεγε πως του έδωσε την οικονομική ελευθερία να ζωγραφίζει ό,τι ήθελε». Σταμάτησε, μάλιστα, να δουλεύει στο θέατρο. «Του είχε τάξει ο Ιόλας ότι με το τέλος του συμβολαίου του το 1957 θα του έκανε έκθεση στη Νέα Υόρκη. Είχε ανακοινωθεί, είχε βγάλει και εισιτήριο ο Τσαρούχης. Και ο Ιόλας πήγε κι έκανε έκθεση στον Γκίκα. Έκτοτε, ο Τσαρούχης δεν ξανάκανε αποκλειστικό συμβόλαιο με καμία γκαλερί» λέει η κ. Γρυπάρη.

Η φωτογραφία και το έργο της γυναίκας με στολή Αταλάντης φανερώνει την αγάπη του για τις συγκεκριμένες ενδυμασίες αλλά και την κόμμωσή τους, «σαν τις αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης». Ακολουθούν τα σχέδια και φωτογραφίες από τη συμμετοχή στην Μπιενάλε και μια περιορισμένης έκτασης αναφορά με αφίσες, φωτογραφίες και έγγραφα για τη Μήδεια που έκανε στο εξωτερικό με τη Μαρία Κάλλας. Ξεχωρίζει το τηλεγράφημα του Τζεφιρέλι, που επειδή δεν μπορούσε να του πει «καλή επιτυχία» με το κλασικό γαλλικό merde (σκατά), για να μην κοπεί στη λογοκρισία, του έγραψε πως του εύχεται τη λέξη με τα πέντε γράμματα. Στη συνέχεια της έκθεσης, τα μεγάλης κλίμακας έργα ορθώνονται όλο και πιο πυκνά, σαν δάσος. Τα έργα που πουλήθηκαν στην γκαλερί Μέρλιν κυριαρχούν, μαζί με τον μεγάλο Θεόφιλο σαν αγιογραφία, πλάι το έργο που έφτιαξε για το κτίριο Δοξιάδη στο Κολωνάκι και το οποίο συναντάμε πλέον στο ψηφιδωτό στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη. Απεικονίζεται ο έρωτας να μετρά τις αναλογίες της αρχιτεκτονικής.

Ο Διονύσης Φωτόπουλος στην προθήκη με τις ζωγραφισμένες φωτογραφίες από τον Τσαρούχη που πρόσφερε στην έκθεση. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Σε μία από τις προθήκες εδώ συναντάμε φωτογραφίες ζωγραφισμένες από τον Γιάννη Τσαρούχη που πρόσφερε στην έκθεση ο Διονύσης Φωτόπουλος. Συνεχίζοντας, βλέπουμε τα τελευταία έργα που έκανε στην Ελλάδα πριν φύγει τον Σεπτέμβριο του 1966, τον Βράχο της Ακρόπολης, ένα έργο του που εκτίθεται πρώτη φορά και που βρέθηκε τυλιγμένο σε ρολό.

Φυσικά, από την εικονογραφική αυτοβιογραφία δεν λείπει μια αναφορά στο ζεϊμπέκικο. Άνδρες που χορεύουν ζεϊμπέκικο (αλλά και τσάμικο), σημειώματα του Τσαρούχη, φωτογραφίες του ίδιου, ζωγραφισμένο ένα στέκι στο Πέραμα, όπου άκουγαν μουσική από τζουκ-μποξ. Οι ποδοσφαιριστές με φτερά που εμπνεύστηκε από ένα πρωτοσέλιδο αθλητικής εφημερίδας αλλά και οι άνδρες με φτερά πεταλούδας και όχι αγγέλου.

Και, εννοείται, ο Γάλλος Ντομινίκ, από τα αγαπημένα του μοντέλα, ο πρώτος άνδρας που ζωγράφισε με μακριά μαλλιά. Ήταν η μόδα της εποχής και αυτό του επέτρεψε να ζωγραφίσει κεφαλές σαν κι αυτές που θαύμαζε στα έργα της Αναγέννησης. Ο Ντομινίκ πρωταγωνιστεί στις τρεις εποχές στο βάθος της αίθουσας – η Άνοιξη δεν έγινε ποτέ, γιατί δεν άρεσε το έργο στον πελάτη που το είχε παραγγείλει…

Φτάνουμε στο τέλος του βίου του. Ο Τσαρούχης σε ένα τεράστιο έργο ως Πατριάρχης. Η Αγία Παρασκευή λίγο πριν την αποκεφαλίσουν (έργο σε φυσικό μέγεθος). Ήταν παραγγελία του Tériade για το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που υπήρχε μεταξύ του Μουσείου Θεόφιλου και του σπιτιού του. Ζωγράφισε όλα τα πάθη της αγίας ο Τσαρούχης, όμως το έργο δεν έγινε ποτέ. Και στο τέλος, με ημερομηνία Φεβρουάριος 1989, ένα από τα τελευταία του έργα, το «Έρως Εσταυρωμένος/Στέλλα Βιολάντη». Υπάρχει, μάλιστα, ένα έργο από την πρώιμη περίοδο του Τσαρούχη που συγγενεύει πολύ με αυτό το έργο. Ο δημιουργός επανήλθε, σαν για να κλείσει τον κύκλο.

Και αυτό το έργο, όπως και η Ερωφίλη με τον Πανάρετο παραδίπλα, είναι ζωγραφισμένο σε μεγάλες επιφάνειες. Παρά την ηλικία και την αρρώστια του, ο Τσαρούχης δεν έκανε εκπτώσεις, η σωματική αδυναμία δεν τον απομάκρυνε από αυτό που επέλεξε να είναι δημιουργικά ως το τέλος της ζωής του. Και κυρίως έκανε αυτό που διαβάζουμε σε κάποια γωνία της έκθεσης: «Επηρεάζομαι πάντα από αυτό που βλέπω». Στην έκθεση αυτή θα δούμε όσα είδε, την κοινωνία και το τοπίο της Ελλάδας –και όχι μόνο– από το 1939 ως το 1989, μέσα από τα μάτια και τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη.

Ο Τσαρούχης άρχισε να βάζει φτερά στους άντρες που ζωγράφιζε επηρεασμένος από την παράσταση του Σπαθάρη, με τον οποίο συνεργάστηκε. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO. Δεξιά: Σπουδή ΕΣΑτζή, 1950, Λάδι σε πανί, Μουσείο Μπενάκη- Δωρεά Θάνου και Ελένης Κωνσταντινίδη

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

ΙNFO
Γιάννης Τσαρούχης, Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας.
Δεύτερο Μέρος
(1940-1989)

16/12/16-26/2/17 (Εγκαίνια: 15/12, 20:00)

Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο Οδού Πειραιώς

Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των θεματικών παρουσιάσεων του υλικού της συλλογής του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, το οποίο φιλοξενείται από το Μουσείο Μπενάκη από τον Νοέμβριο του 2012 στο κτίριο της οδού Πειραιώς.

Επιμέλεια έκθεσης: Νίκη Γρυπάρη

Σχεδιασμός: Λίλη Πεζανού.

Είσοδος: €7, €3,50

Πηγή: www.lifo.gr

(484)