«Μην αγοράζετε βιβλία μόνο από τον καναπέ και μην αφήνετε το κέντρο της Αθήνας να μαραζώσει».Αυτές τις συμβουλές δίνει, σοφότερη μετά το «λουκέτο», η Σ.Ελευθερουδάκη

Ποιο ήταν το μεγαλύτερό της λάθος; ««Θα το πω λίγο ακραία: Ημουν στη λάθος χώρα…»

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 θα σημάνει η πρώτη φορά από το 1898 που δεν θα υπάρχει βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης» στην Αθήνα. Η ψυχή του εμβληματικότερου, ίσως, βιβλιοπωλείου της πόλης στο οποίο μπαίνει λουκέτο, Σοφίκα Ελευθερουδάκη, μιλά στο TheTOC για τα συναισθήματα και τις αποφάσεις της, ανασύρει μνήμες, μας προτρέπει να μην αγοράζουμε βιβλία μόνο από τον καναπέ: «Πρέπει να αποφασίσουμε πως ζούμε από εδώ και μπρος. Δεν μπορούμε να ζούμε μόνο από τον καναπέ….»\

– Κυρία Ελευθερουδάκη, το λουκέτο στο βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης» στην Πανεπιστημίου σημαίνει και το κλείσιμο του οίκου; Για το μέλλον δεν μένει κανένα παράθυρο ανοιχτό;

«Αφήνουμε πάρα πολλά παράθυρα ανοιχτά για το μέλλον. Καταρχάς δεν κλείνει ο οίκος. Κλείνει μόνο – αποκλειστικά και μόνο το λέω – το βιβλιοπωλείο επί της Πανεπιστημίου.  Βέβαια είναι το τελευταίο μας βιβλιοπωλείο. Δεν έχουμε άλλο χώρο λιανικής. Όμως θα κρατήσουμε την έδρα της επιχείρησης και θα προχωρήσουμε σιγά- σιγά…»

– Σε ποιους τομείς;

«Εκτός από τη λιανική είχαμε την χονδρική, είχαμε επίσης εξαγωγές, την ιστοσελίδα μας, οργανώναμε βιβλιοθήκες και κάναμε εκδόσεις. Κλείνουμε το βιβλιοπωλείο, λοιπόν, κρατάμε όλα τα υπόλοιπα, τα αναπτύσσουμε περισσότερο κι από εκεί και πέρα ετοιμάζουμε ένα business plan για να κάνουμε το επόμενό μας βήμα αν κι εφόσον το επιχειρηματικό κλίμα το επιτρέπει. Στην κατάσταση που είμαστε σήμερα αυτό δεν μπορεί να γίνει».

–  Ποιο θα μπορούσε να ήταν αυτό το επόμενο βήμα;

«Ένα βιβλιοπωλείο όπως το θέλουμε, όπως το ονειρευόμαστε, όπως το οραματιστήκαμε και πριν και δεν μπορέσαμε να το κάνουμε, Δεν ξέρω αν προλάβατε το βιβλιοπωλείο Πανεπιστημίου 11 κι Αμερικής που ανοίξαμε το 2011. Δεν προλάβαμε να το δουλέψουμε ή να το δείξουμε όμως. Δυστυχώς έπεσε θύμα της εποχής που καιγόταν η Αθήνα, το 2011 και το 2012.  Αυτό είναι το κατάστημα που θα θέλαμε να έχουμε με όλα αυτά που θα μπορούσε να έχει τα οποία κανένας δεν τα είδε, ποτέ».

–  Τι νοσταλγείτε πιο πολύ από τη γενιά του πατέρα σας

«Στη γενιά του Κώστα Ελευθερουδάκη υπήρχαν φοιτητές οι οποίοι έρχονταν στο κατάστημα και χρησιμοποιούσαν το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη σαν ένα είδος βιβλιοθήκης: Κάθονταν σε μια καρέκλα και μελετούσαν διότι δεν είχαν που αλλού να πάνε. Πέρασε αυτή η περίοδος. ΄Ερχονταν επίσης διότι ήξεραν ότι μόνο στον Ελευθερουδάκη θα βρουν τα πάντα: “Αν δεν πάω στον Ελεθερουδάκη που θα πάω;”, έλεγαν. Όμως τώρα – όσο καλός κι αν είναι ο Ελευθερουδάκης – υπάρχουν τα ξενόγλωσσα βιβλία, υπάρχουν τα ελληνικά βιβλία, πάρα πολλά βιβλία. Κι αυτά μέσω του Διαδικτύου μπορεί κανείς να τα βρει, να συγκρίνει τις τιμές. ΄Αρα πρέπει να γυρίσουμε σε μια άλλου είδους ποιότητα, σ’ ένα άλλου είδους concept για το βιβλιοπωλείο. Τα βιβλιοπωλεία θα αλλάξουν. Δεν πιστεύω ότι θα πεθάνει το χαρτί – με Ελευθερουδάκη ή χωρίς – όμως πρέπει όλοι να αναλογιστούμε ότι αν παραγγέλνουμε από τον καναπέ βιβλία, παπούτσια και προϊόντα super market κανένας δεν θα έρχεται ποτέ σε κανένα κατάστημα».

– Συμφωνείτε, δηλαδή, ότι πρόκειται για ένα τέλος εποχής;

«Ναι, είναι ένα τέλος εποχής αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι κακό. Δεν πιστεύω ότι θα μείνει μόνο το hi teck και το “σούπερ ντούπερ”. Αντίθετα, επειδή η κρίση μας κάνει να αποζητάμε περισσότερο την ανθρώπινη επαφή, γίνονται πάρα πολλά πράγματα μέσω των social media πρέπει να σκεφτούμε και τι άλλα πράγματα θέλουμε – πως πρέπει να ζούμε από εδώ και μπρος. Δεν μπορούμε να ζούμε μόνο από τον καναπέ. Και κάτι άλλο: Πρέπει να ερχόμαστε πιο συχνά στην Αθήνα: Εχουμε αφήσει το κέντρο να εγκαταλείπεται. Κάνω μια μεγάλη προσπάθεια και με συναδέλφους σας να τραβήξουμε κόσμο στο κέντρο διότι μια πόλη χωρίς κέντρο πεθαίνει».

– Ο Ελευθερουδάκης τελικά είναι θύμα της κρίσης ή του ανταγωνισμού;

«Ξεκάθαρα της κρίσης. Μας βρήκε η κρίση σε μια εποχή που ήμασταν πάρα πολύ “ανοιγμένοι” με πολλά καταστήματα, πολύ προσωπικό, πολλά βιβλία. Πως είναι όταν κατεβαίνεις με μεγάλη ταχύτητα κάνοντας ποδήλατο την κατηφόρα; Θα σου σπάσουν τα φρένα. Δεν προλαβαίνεις να σταματήσεις. Αυτό πάθαμε εμείς. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε».

– Ποιο θα θέλατε ότι ήταν το μεγαλύτερό σας λάθος;

«Θα το πω λίγο ακραία: Ημουν στη λάθος χώρα. Γιατί όταν μου ζητούν να συμμετάσχω σε συνέδρια στο εξωτερικό για να μιλήσω, όταν με δέχονται σαν μέλος στο UΚ Book Sellers Association, σημαίνει ότι έχω κάτι να πω. Κι είχα κάτι να πω. Απλώς όποιος θέλει τ’ ακούει…Και για να το πω αλλιώς, αν  η οικογένειά μου με τη νοοτροπία που έχει σε σχέση με τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου βρισκόμασταν σε κάποια άλλη χώρα δεν θα είχαμε το σημερινό πρόβλημα».

– Τα συναισθήματά σας σήμερα ποια είναι;

«Ανάμεικτα. Λύπη γι’ αυτό που συμβαίνει αλλά και χαρά για την ανταπόκριση του κόσμου – δεν μπορώ να σας περιγράψω τα μηνύματα, τις επισκέψεις ανθρώπων διαφορετικών γενεών στο βιβλιοπωλείο με δάκρυα στα μάτια («ξέρετε ερχόμουν όταν ήμουν παιδί και τώρα έρχεται η κόρη μου, ο γιος μου», ακούσαμε τόσες φορές) και βέβαια υπάρχει μια λύτρωση. Προσωπικά χρειάζομαι μια ανασύνταξη και να δούμε τι κάνουμε και που πάμε με τους συνεργάτες μου χωρίς να έχουμε τον καθημερινό αγώνα. Βεβαίως και δεν έχουμε εξασφαλίσει τίποτα, δεν έχουμε λεφτά στην άκρη…»

–   Λέτε, δηλαδή, ότι δεν πλουτίσατε από την οικογενειακή επιχείρηση…

«Τι λέτε; Ξέρετε τι χρήματα έχουμε δώσει σε εκδότες, νοίκια κατασκευαστές (πάντοτε δίναμε προτεραιότητα σε μεγάλα κι ωραία καταστήματα και τα πληρώναμε). Τώρα είναι μια άλλη εποχή. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Θα αλλάξουμε κι εμείς…»

Για να θυμόμαστε

Εάν κάποιος μπορεί να ταυτιστεί με την ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας και την πορεία του βιβλίου στην Ελλάδα, είναι και ο οίκος Ελευθερουδάκη. Ο πρώτος που λειτούργησε μεγάλο βιβλιοπωλείο με διεθνείς τίτλους στην Αθήνα ήταν ο παππούς της οικογένειας, Κώστας Ελευθερουδάκης ο οποίος συνεταιρίστηκε με τους Γερμανούς βιβλιοπώλες Κάρολο Μπεκ και Γουλιέλμο Μπαρτ το 1901.

Ο οίκος Ελευθερουδάκη μπήκε στις εκδόσεις το 1924 με τη δημιουργία του εκδοτικού οίκου αλλά και εργοστασίου γραφικών τεχνών.

Το 1930 ο Ελευθερουδάκης γνωρίζει σημαντική άνθηση και εγκαινιάζει τη σειρά «Επιστήμαι, Γράμματα, Τέχναι», φιλοξενώντας βιογραφίες, δοκίμια και μυθιστορήματα, φέρνοντας την Ελλάδα του Μεσοπολέμου σε επαφή με τη διεθνή διανόηση. Την ίδια περίοδο περίοδο κυριαρχεί στα ελληνικά γράμματα η γενιά του τριάντα. Εκπρόσωποί της ήταν ονόματα όπως ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος και ο Καββαδίας, αλλά και πεζογράφοι όπως ο Κόντογλου, ο Βενέζης, ο Καραγάτσης, ο Τερζάκης, ο Θεοτοκάς. Η κινητικότητα που εμφανίζεται επιβεβαιώνει ότι η ποίηση και η πεζογραφία διανύουν περίοδο αναζήτησης και εξελίξεων που έρχονταν να καθορίσουν το τοπίο στην ελληνική και διεθνή λογοτεχνία.

(34)