Όλος ο κόσμος τον ήξερε για τη μουσική του στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», όμως ήταν και άλλα… πολλά. 

Φοβερός ο ήχος του Barbieri. Γλυκός και τραχύς ταυτόχρονα, έλιωνε τους πάντες. Ανεπανάληπτο τενόρο σαξόφωνο, που θα μείνει στη μνήμη όλων – όλων εκείνων που τον άκουσαν στο σάουντρακ της μυθικής ταινίας του Bernardo Bertolucci «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (1972). Και όμως ο ήχος του Barbieri, που πέθανε προχθές στα 84 χρόνια του, δεν ήταν πάντα έτσι. Πριν και μετά…

Ο Leandro “Gato” Barbieri ξεκίνησε να παίζει τζαζ στην πατρίδα του την Αργεντινή και ήδη στα τέλη του ’50 ήταν από τους μουσικούς που ξεχώριζαν στην τοπική σκηνή, αφού συνεργαζόταν με τον άλλο μεγάλο συμπατριώτη του πιανίστα και συνθέτη, τον Lalo Schifrin. Επηρεασμένος από τον Charlie Parker και τον John Coltrane πρόλαβε να γράψει και δίσκους εκεί (πριν την κάνει για Ευρώπη) με το κουαρτέτο του ντράμερ Pichi Mazzei, το γκρουπ του κοντραμπασίστα Jorge López Ruiz κ.ά.

Από ‘κει και κάτω ο Barbieri γίνεται ποπ-σταρ. Μπαίνει στην Impulse! και αρχίζει να ηχογραφεί το ένα άλμπουμ μετά το άλλο σημειώνοντας αξιόλογη επιτυχία – αν και το πράγμα θα τεζάρει με το “Caliente!”, που κυκλοφόρησε το 1976 στην Α&Μ.

Ο Barbieri φθάνει στην Ιταλία, στη Ρώμη, το 1962 και αμέσως μπλέκει με το κύκλωμα των κλαμπ. Κάπως έτσι θα γνωριστεί με ιταλούς και αμερικάνους μουσικούς, και πολύ γρήγορα θα μπει σε μπάντες ηχογραφώντας ωραία… ιταλική τζαζ ή τζαζ σάουντρακ για τον κινηματογράφο. Οι δίσκοι του στην Ιταλία είναι πολύ σπάνιοι στις αυθεντικές εκδόσεις τους, όμως όλο και κάποιες reissues εντοπίζονται σε CD ή σε βινύλια.

Απ’ αυτή την εποχή ν’ αναφέρουμε την παρουσία τού Αργεντινού στο έξοχο hard bop άλμπουμ του μπασίστα Giorgio Azzolini “Tribute To Someone”, που είχε τυπωθεί στην εταιρεία του Adriano Celentano(!), την Ciao! Ragazzi, την εμφάνισή του στο σάουντρακ “3 Notti D’Amore” [CAM, 1964] που είχε γράψει ανάμεσα σε άλλους ο Pierro Piccioni, αλλά και τη συμμετοχή του στην μπάντα του πιανίστα Giorgio Gaslini.

Φοβερός ο ήχος του Barbieri. Γλυκός και τραχύς ταυτόχρονα, έλιωνε τους πάντες. Ανεπανάληπτο τενόρο σαξόφωνο, που θα μείνει στη μνήμη όλων – όλων εκείνων που τον άκουσαν στο σάουντρακ της μυθικής ταινίας του Bernardo Bertolucci «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (1972)...

Φοβερός ο ήχος του Barbieri. Γλυκός και τραχύς ταυτόχρονα, έλιωνε τους πάντες. Ανεπανάληπτο τενόρο σαξόφωνο, που θα μείνει στη μνήμη όλων – όλων εκείνων που τον άκουσαν στο σάουντρακ της μυθικής ταινίας του Bernardo Bertolucci «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (1972)…

Η γνωριμία του Barbieri, πάντα στην Ιταλία, με τον καινοτόμο αμερικανό τρομπετίστα Don Cherry ήταν εκείνη που θα τον στρέψει σε άλλα πεδία, αφού ο Αργεντινός θα αφήσει το bop και θα στραφεί προς την free-jazz, συνοδεύοντας τον Cherry στις περιοδείες του στην βόρεια Ευρώπη και αλλαχού.

Οι Gato Barbieri και Don Cherry θα συνεργαστούν με τον σημαίνοντα Πολωνό Krzysztof Komeda στο OST της ταινίας του Jerzy Skolimowski “Le Depart” [Phillips, 1967], θα ηχογραφήσουν το ιταλικό “Togetherness” [Durium, 1965], θα παίξουν στο Montmartre Jazzhus της Κοπεγχάγης τον Μάρτιο του ’66 (απ’ όπου θα προκύψουν εγγραφές που θα χωρέσουν σε τρία CD), θα συνεργαστούν στα “Complete Communion” [Blue Note, 1965] και “Symphony For Improvisers” [Blue Note, 1966], πριν, τον Μάρτιο του ’67, ο Barbieri μπει σε κάποιο νεοϋορκέζικο στούντιο για να γράψει το “In Search of the Mystery”, πρώτο και τελευταίο άλμπουμ του για την περίφημη ESP-Disk.

Η εποχή τού  Gato Barbieri στην αμερικάνικη εταιρεία Flying Dutchman από το 1970 έως το 1974 είναι εξαιρετική, για τα δικά μου γούστα είναι η σημαντικότερη, και τα άλμπουμ του είναι άφθαστα...

Η εποχή τού Gato Barbieri στην αμερικάνικη εταιρεία Flying Dutchman από το 1970 έως το 1974 είναι εξαιρετική, για τα δικά μου γούστα είναι η σημαντικότερη, και τα άλμπουμ του είναι άφθαστα…

Η ηχογράφηση είναι από ’κείνες που θα λέγαμε «μια κι έξω». Είναι σίγουρο πως έγινε μέσα σε ελάχιστες ώρες και, το κυριότερο, είναι σίγουρο πως έγινε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο. Για ν’ αποσαφηνιστεί, με λίγα λόγια, η σχέση του Barbieri με τον τελευταίον ήχο του John Coltrane και κυρίως με τον ήχο του Albert Ayler. Το υλικό είναι «ελεύθερο» κι εκείνο που αξίζει να ειπωθεί είναι πως, εδώ, υπάρχει, διακρίνεται και ενίοτε κυριαρχεί –απογυμνωμένος βεβαίως– ο trippy-space και πάντα θρασύς ήχος του, εκείνος που έφθασε στο αποκορύφωμά του με τις δισκάρες του στην Flying Dutchman, λίγο καιρό αργότερα. (Σημείωση: το “Michelle”, που είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ, δεν σχετίζεται με τους Beatles, αλλά με τ’ όνομα της συζύγου του).

Ο Barbieri είναι ήδη μεγάλο όνομα (αν και δεν έχει φθάσει ακόμη στο εμπορικό ζενίθ του) και γι’ αυτό τον συναντάμε σε δύο εκπληκτικά άλμπουμ της περιόδου late sixties-early seventies, στο “Liberation Music Orchestra” [Impulse!, 1969/70] του Charlie Haden και στο opus “Escalator Over the Hills” [JCOA, 1971] της Carla Bley και του Paul Haines.

Η εποχή τού Gato Barbieri στην αμερικάνικη εταιρεία Flying Dutchman από το 1970 έως το 1974 είναι εξαιρετική, για τα δικά μου γούστα είναι η σημαντικότερη, και τα άλμπουμ του είναι άφθαστα. Αγοράζεις και ακούς με κλειστά μάτια (στην κυριολεξία) τις υπερβατικές δισκάρες “The Third World”, “Fenix”, “El Pampero”, “Under Fire” κ.λπ. Ο Barbieri έχει βάλει πολύ latin στοιχείο στις μουσικές του, επηρεασμένος από τους Santana βασικά, αλλά και από τους ήχους της πατρίδας του, και με το απίστευτο τενόρο του σε τελειώνει. Απίθανες μελωδίες, τρομεροί ethnic ρυθμοί, παιξίματα άφθαστα από top παίκτες (Airto Moreira, Lonnie Liston Smith, John Abercrombie, Ron Carter κ.ά.).

Γιατί ο μεγάλος αργεντινός τενόρο σαξοφωνίστας Gato Barbieri, που πέθανε προχθές,  ήταν όντως μεγάλος

 

Στο ίδιο μοτίβο, των παραπάνω δίσκων, και το soundtrack του “Last Tango in Paris” (βγήκε στο τέλος του 1972 στην Ιταλία και την επόμενη χρονιά παντού) με τις ενορχηστρώσεις του Oliver Nelson και τις θεσπέσιες, μελαγχολικές ή μη μελωδίες τού Barbieri ν’ αναποδογυρίζουν το σύμπαν. Τι να πούμε παραπάνω, γι’ αυτά τα αριστουργήματα;

Από ’κει και κάτω ο Barbieri γίνεται ποπ-σταρ. Μπαίνει στην Impulse! και αρχίζει να ηχογραφεί το ένα άλμπουμ μετά το άλλο σημειώνοντας αξιόλογη επιτυχία – αν και το πράγμα θα τεζάρει με το “Caliente!”, που κυκλοφόρησε το 1976 στην Α&Μ. Latin-jazz, jazz-funk και pop-jazz στο προσκήνιο… κι ένα “Europa” (του Santana), που θ’ αφήσει εποχή.

Θ’ ακολουθήσουν κι άλλοι δίσκοι, όπως το “Ruby, Ruby” [A&M, 1977] σε παραγωγή και ενορχήστρωση Herb Alpert, όμως το πράγμα σιγά-σιγά κάπου αρχίζει να μπάζει, με την smooth jazz να παίρνει κεφάλι, αφήνοντας ένα κάτι μόνο από τον ήχο και τις μεγάλες συνθέσεις των early seventies.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά ο Barbieri χάνεται από το προσκήνιο και οι λόγοι ήταν οικογενειακοί. Η γυναίκα του και συνεργάτιδά του Michelle αρρωσταίνει και ο αργεντινός τενορίστας ξεκόβει από τα καλλιτεχνικά μένοντας δίπλα της, βουβός, μέχρι το θάνατό της το 1995.

Ο δρόμος τής επιστροφής θ’ ανοίξει το 1996 μ’ ένα soundtrack, ενώ το 1997 θα ηχογραφηθεί, πάντα μέσα στα smooth πλαίσια, το “Qué Pasa” [Columbia].

Αν και ο Gato Barbieri θα δώσει κι άλλα άλμπουμ στην πορεία, κανένα απ’ αυτά δεν θα μπορέσει να γυρίσει το χρόνο πίσω – σ’ εκείνα τα «θαύματα» των sixties και των seventies, που ακούγονται ακόμη και σήμερα… σημερινά και με την ίδια λαχτάρα.

(4)