Του Π. Ζαφειράτου
(από τον “Φωνόγραφο”)

Αγαπημένε Διονύση
Πέρασαν δυο χρόνια από τότε που αιφνίδια πέταξες απ’ ανάμεσά μας και σε χάσαμε. Φτερούγισες, απλά κι αθόρυβα, όπως απλά κι αθόρυβα ήλθες, κι όπως πιότερο απλά κι αθόρυβα έζησες.
Κι όμως, όσοι σε γνωρίσαμε, νοιώθουμε, πως όσο πιο πολύ μακραίνει και χάνεται, στου χρόνου τα βάθη, η ημερομηνία που έπεσες πάνω στις επάλξεις του υπέροχου αγώνα σου για το ξαναζωντάνεμα της Κεφαλονίτικης καντάδας με τη διανοητική και καλλιτεχνική σου θέρμη, τόσο πιότερο κοντά μας ζεις κι ακούμε την πλατιά σου ανάσα.
Είναι κι αυτό προνόμιο των διαλεχτών.

Απ’ τα παιδικά χρόνια κουβαλούσες μέσα σου μια φλόγα καλλιτεχνική που κρυφόκαιγε και συντηριόταν με το λιγοστό οξυγόνο ελευθερίας, που επέτρεπε ένα σκληρό χρονοβόρο και τερατώδικα γραφειοκρατικό, βιοποριστικό επάγγελμα, το επάγγελμα του τελωνειακού, που καθημερινά ερχόταν σε σύγκρουση με τον εσώτερο κόσμο σου και που το πιο δύσκολο ήταν να βρεις μια χρυσή τομή εξισορρόπησης. Έτσι, πιστεύω, πως για μια ολόκληρη ζωή, ένα κρυφό δράμα -χωρίς θεατές- παιζόταν μέσα σου, ένα δράμα που τελική και κορυφαία του πράξη, ήταν ο ίδιος ο ηρωικός θάνατος, ένας θάνατος που έφτασε σε μια περίοδο, που λυτρωμένος απ’ τα επαγγελματικά σου δεσμά, ρίχτηκες ορμητικά στη μάχη, για να κερδίσεις το χαμένο χρόνο και να δώσεις αυτό που μπορούσες με το διάβα σου στη ζωή. Δεν το μπόρεσες, όχι γιατί στέρεψε η καλλιτεχνική σου φλέβα, αλλά γιατί σε πρόλαβε ύπουλα ο θάνατος· κι είχες τόσα πολλά να μας δώσεις. Αλλά, μήπως, τάχα γι’ αυτό ήσουν λιγότερο καλλιτέχνης, πολύ δε περισσότερο λιγότερο ήρωας;

Η τελευταία φωτογραφία του Διονύση, λίγες στιγμές πριν πέσει...
Η τελευταία φωτογραφία του Διονύση, λίγες στιγμές πριν πέσει…

Κάποτε, απ’ τα χείλη του Άγιου της παγκόσμιας Ποίησης, του Χαίντερλιν, ειπώθηκαν ετούτα τα λόγια:
«Τα κύματα της καρδιάς, δε θα ορμούσαν με τόσο όμορφους αφρούς, και δε θα γίνονταν πνεύμα, αν κατάντικρυ τους δε στέκονταν ο παλιός βουβός βράχος της μοίρας»

Αγαπημένε Διονύση
Της δικής σου υπέροχης καρδιάς τα κύματα σπώντας στ’ άγρια βράχια μιας σκληρής και ύπουλης μοίρας, αν δεν έγιναν πνεύμα, έγιναν κάτι πιότερο χρειαζούμενο στους καιρούς μας. Στους καιρούς μας που κατακλύζονται απ’ ορμητικές θύελλες σκληρότητας κι απανθρωπιάς, και αέναα κύματα μίσους, από σωρούς ακαταμέτρητους πνευματικών και καλλιτεχνικών υποπροϊόντων, που αφανίζουν την αισθητική μας αντίληψη χάνοντας την αίσθηση του ωραίου.

Έγιναν αγάπη απέραντη και αγνή σαν το νερό που πρωτοβγαίνει απ’ την πηγή του. Έγιναν τραγούδι καθάριο, ελληνικό, βγαλμένο μέσα απ’ τον πόνο και το μόχθο των απλών ανθρώπων, μέσα απ’ τα βογγητά του σκληρού καθημερινού του κάματου.

Αντιπαράθεσες στις κραυγές του μίσους και της βαρβαρότητας τη γλυκιά εγκαρτέρηση ενός ομορφότερου αύριο.
Στ’ άγρια ουρλιαχτά του ξενόφερτου κανιβαλισμού, πάσκισες να ζωντανέψεις το γνήσιο τραγούδι, την καντάδα της αγαπημένης μας Κεφαλονιάς. Δεν ολοκλήρωσες την ευγενική σου προσπάθεια κι έπεσες πάνω στη μάχη πριν προλάβεις να μας πεις το στερνό σου τραγούδι που υπεραγαπούσες, το: «Νύχτα βγαίνει το φεγγάρι».

Ναι, αξέχαστε Διονύση, αλλάζω το τραγούδι σου και λέω:
«νύχτα βγήκε το φεγγάρι
σιγαλά στον ουρανό,
μα δεν του ‘κανες τη χάρη
το τραγούδι του ν’ αρχίσεις,
τι αχ! στο πλάι εκεί τριγύρα
σου έστησε καρτέρι η μοίρα.
Κι έμειναν χωρίς τραγούδι
Το πικρό εκείνο δείλι
ο χλωμός ουράνιος φάρος,
οι δικοί σου κι όλοι οι φίλοι,
τι αχ! σε άρπαξεν ο χάρος»

Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό που τον προόρισε κάποιο πεπρωμένο, κάποια εσώτερη παρόρμηση. Αργά ή γρήγορα θα βγει στο φως για υλοποίηση. Κι ο παλιός, Γερμανός ποιητής, μας το λέει:
«Άνθρωπε κείνο που ποθείς,
κείνο κι εσύ θα γένεις.
Θεός, αν αγαπάς Θεό,
και γη, τη γη αν λατρεύεις».

Το τραγούδι λάτρεψες από μικρός, για το τραγούδι μόχθησες, και νότα τραγουδιού βγήκε από τη στερνή πνοή σου.
Συμπυκνώνοντας το νόημα της ζωής σου, θα μπορούσες και συ να πεις με δυο στίχους:
«Κι αν έφτασε του Ήλιου μου το γέρμα
κι οι πρόγονοι με κράξανε στον Άδη,
καλωσορίζω της ζωής το τέρμα
άξιο του ανθρώπου, αν άφησα στη γη σημάδι».

Κι ακόμα το μήνυμα της, πως η αγνή ψυχή και η καθάρια συνείδηση, μένουν αμόλυντες απ’ το ρύπο του σύγχρονου βάρβαρου πολιτισμού, που αδιάκοπα μαίνεται και μουγκρίζει ολόγυρα μας.

Υ.Γ.: του Ν.Γ.: Τον αείμνηστο, Διονύση, τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ήτανε Τελώνης στην Καλαμάτα και, παράλληλα, Πρόεδρος του Ροταριανού Ομίλου Καλαμάτας. Εγώ, ήμουνα Πρόεδρος του Ροταριανού Ομίλου Τρίπολης και έβγαζα ένα Ροταριανό περιοδικό το οποίο του έστελνα. Οι δύο όμιλοι κάναμε μία συνεστίαση στην Καλαμάτα και μία στην Τρίπολη… Από τότε εκτίμησα τον χαρακτήρα του, τις γνώσεις του, την κουλτούρα του και, κυρίως, τη μουσική του κατάρτιση… Ήτανε Μαέστρος της χορωδίας “Ορφέας” Καλαμάτας και έπαιζε και κιθάρα· μάλιστα, στις δύο συνεστιάσεις, αλλά και στις άλλες ανεπίσημες συναντήσεις, δεν ξεχνούσε να φέρνει την κιθάρα και να μας διασκεδάζει…
Πριν ιδρύσω (1979) τη Χορωδία-Μαντολινάτα “Ορφέας” Τρίπολης, το φθινόπωρο του 1978 κατέβηκα δυο τρεις φορές στην Καλαμάτα και συζήτησα το θέμα… ζητώντας του βοήθεια… “Προχώρησε κι εγώ είμαι εδώ” ήτανε η απάντησή του… Όπως κι έγινε…: Του το ζήτησα και, μετέτρεψε την “Κασσιανή” του Πολυκράτη, από Αντρική για Μικτή, και μου την έστειλε, τη Λειτουργία, επίσης, αλλά και κάπου δέκα κομμάτια, ειδικά για τη Μαντολινάτα…, δηλ. σύμφωνα με τα όργανα, τότε, που διαθέταμε και τη δυνατότητα των πρωτάρηδων μουσικών μας…
Ήτανε ένας πολύ φιλότιμος άνθρωπος, γλυκύτατος στην όψη και τους τρόπους… ένας από τους δυο τρεις πιο καλούς μαθητές του άλλου μεγάλου δάσκαλου, του Αινιάν!
Πάντα τον θυμάμαι…· ας είναι καλά εκεί που είναι…· μας λείπει…
Ν.Γ. – 17/6/2016

(18)