Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσίας τη λαύρα,
Το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σάραγδο, τρέμοντας όλο ανάβρα.
Γαλάζα τριήρη στο βυθόν, αν΄μεσα σ’ εαρινούς αφρούς η Σαλαμίνα
Και της Κινέτας μέσα μου καταβάθος ανασασμός, πεύκα και σκοίνα.
Το πέλαγο εσκαγ΄όλο αφρός και τιναχτό σαν άνεμο ασπροβόλα,
Την ώρα που τα’ αρίφνητο κοπάδι των σιδερικών γιδιών ροβόλα.
Με δυο σουρίγμτα τραχιά, που κάτουθε το δάχτυλο απ΄τη γλώσσα βάνοντας βουιξ ο μοιστικός, τα μαζωξ’ όλα στο γιαλό, κι ας ήταν πεντακόσα!
Κι όλ εσταλιάσανε σφιχτά τριγυρ απ τα κοντόθαμνα κι απ το θυμάρι, κι ως εσταλιάσανε, γοργά τα γίδια και τον άνθρωπο το κάρωμα είχε παει.
Και πια, στις πέτρες του γυαλού κι απάνου απ’ των σιδέρικων γιδιών τη λαύρα,
Σιγή κι ως από στρίποδα, μες απ΄ τα κερατα γοργός ο ήλιος καπνός ανάβρα.
Τότε είδαμε – άρχος και ταγός – ο τράγος να σηκώνεται μονάχος, βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίζει κόβοντας, και κει όπου βράχος,
Σφήνα στο κύμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρό για ξάγνατο ακρωτήρι, στην άκρη απάνου να σταθεί, που η άχνη διασκορπά τα’ αφρου, κι ασάλευτος να γύρει,
Μ ανασκωμένο, αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του τα’ απάνω χείλι, μέγας και ορτος, μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο, ως το δείλι!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Στίχοι, Αθηνα 1921
Ανθολόγος του μήνα: Νάσος ΒΑΓΕΝΑΣ

(78)