Τα παραπάνω απλά λόγια εξηγούν -πιστεύω- με τον καλύτερο τρόπο την πολυετή ενασχόληση του Ηλία Πετρόπουλου με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Αλλά και τον τρόπο που δούλεψε πάνω στο θέμα του. Αυτός ο τρόπος δεν συνάδει βεβαίως με την επίσημη (δηλαδή την ανώδυνη και σε πολλές περιπτώσεις καθεστωτική) επιστήμη της λαογραφίας, ούτε –πολλώ δε μάλλον- με τον τρόπο των σημερινών «ρεμπετολόγων», που εκμεταλλεύονται με τον πιο προσοδοφόρο γι’ αυτούς τρόπο το δρόμο που εκείνος άνοιξε.
Ο Πετρόπουλος ακολούθησε την παρόρμηση που τον έσπρωξε από μικρό παιδί να παρακολουθεί το διαφορετικό, αυτό που στα μάτια των πολλών φάνταζε μηδαμινό. Οπότε, ήταν ηλίου φαεινότερο πως το μουσικό background των ερευνητικών του δραστηριοτήτων θα ήταν τα τραγούδια που άκουγαν και έπαιζαν οι άνθρωποι στους οποίους εστίαζε την προσοχή του. Εκείνοι που σύχναζαν σε ταβέρνες και καρβουνιάρικα (η που τους συνάντησε κάποια από τις φορές που «φιλοξενήθηκε» στις φυλακές) και οι οποίοι διηγούνταν ιστορίες που κέντριζαν τη φαντασία του. Σιγά- σιγά, άρχισε να κατανοεί πως οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων έπρεπε άμεσα να καταγραφούν:

 

«Επιθυμία μου να καταγράψω αυτές τις μνήμες. Να μη σβηστούνε. Σύντομα άρχισα να συλλέγω και αντικείμενα….. Υποχρέωση του λαογράφου είναι βασικά η συγκέντρωση υλικού. Το υλικό! Στη λαογραφία το στέρεο μέρος είναι το υλικό, ποτέ η θεωρία. Η θεωρία θα πεθάνει. Σε δύο χρόνια η σε εξήντα δύο, θα πεθάνει. Το υλικό δεν πεθαίνει ποτέ. …Πάω μια φορά πάνω στον Βύρωνα να βρω τον γερο- Ασίκη. Μου’ πανε  πως ζει αφημένος, χαμένος, τον κοροϊδεύανε τα παιδιά. Εκεί βρίσκω την κόρη του και μου λέει πως πέθανε πριν λίγες μέρες. Μου’ δωσε φωτογραφίες, διαβατήριο, τα χαρτιά του. Τα όργανά του όμως δεν τα πρόλαβα. Τα είχε πουλήσει η κόρη του για ένα πενηντάρικο. Κάτι αριστουργήματα, κάτι ούτια φερμένα από τη Μικρά Ασία». (2)

 

ilias_petropoulos_rebetikoΕκείνο που πριν απ’ όλα θα πρέπει να πιστωθεί στον Πετρόπουλο, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στα γραπτά του (η για την 100% εγκυρότητα των στοιχείων και πληροφοριών που παραθέτει για τραγούδια και δημιουργούς, και εδώ καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε την εποχή που έκανε την έρευνα, όταν δηλαδή η κοινή γνώση πάνω στο αντικείμενο «ρεμπέτικο» ήταν σε εμβρυακό επίπεδο), είναι ότι το σύνολο των ευρημάτων του –όργανα, φωτογραφίες, χειρόγραφα κλπ- είναι εδώ και πολλά χρόνια, όταν ακόμα εκείνος ζούσε, κατατεθειμένα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και μπορεί να τα δει όποιος θέλει.

Σε αντίθεση με την πρακτική άλλων, που έτυχε να βρεθούν στα χέρια τους ανέκδοτοι στίχοι κορυφαίων δημιουργών του ρεμπέτικου, τους οποίους όχι μόνο δεν φρόντισαν να εκδώσουν -ως όφειλαν- όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τους διαχειρίζονται αυθαίρετα, επιλέγοντας τους συνθέτες που θα κληθούν να τους μελοποιήσουν σήμερα, κάτι που μας βάζει σε εύλογες απορίες για το «αζημίωτον» μιας τέτοιας δοσοληψίας, ιδίως όταν ξέρουμε ότι πρόκειται περί εθνικής κληρονομιάς

 

Η σκέψη του Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα βασίζεται σε τρία θεμελιώδη αξιώματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι «… τα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. Αν και κατ’ αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια» (3)

 

Το δεύτερο αξίωμα έχει να κάνει με την ταξική συνείδηση του ρεμπέτικου, την οποία θεωρεί δεδομένη. Με την θεώρησή του μάλιστα επί της πάλης των τάξεων να επεκτείνεται και στα -απολύτως διακριτά μεταξύ τους- μουσικά είδη που αντιστοιχούν στις αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις. Αλλά και στην ηθική, που μας φέρνει στο μυαλό κάποιες πρώιμες μαρξιστικές προσεγγίσεις, των αρχών του αιώνα: «Ο κυριότερος και αποτελεσματικότερος εχθρός του ρεμπέτικου υπήρξε η τρέχουσα ηθική, που συνήθως είναι η ηθική των ηλιθίων. Η ηθική και η εξ αυτής απορρέουσα πειθαρχία της αρχούσης τάξεως απέναντι στα αισθήματα, στις θέσεις, ακόμα και στην αισθητική των ρεμπέτικων τραγουδιών, ήταν γι’ αυτά εκ των προτέρων καταδικαστική Η αστική τάξη χαρακτηρίζει σαν βούρκο, παράνομους, υπόκοσμο, λάσπη και σαπίλα τους ακουσίως πάμφτωχους, υπονοώντας ασφαλώς ότι οι κρατούντες νόμιμοι και είναι έντιμοι, και εν τινι μέτρω μεγαλόκαρδοι. Υπ’ αυτήν την έννοιαν η ζωή του μάγκα είναι αμαρτωλοί, το δε τραγουδάκι Ριρίκα, εσύ’ σαι πράμα παιδί μου γερό είναι ηθικοπλαστικόν» (4)

 

Το τρίτο αξίωμα έχει να κάνει με τη σύνδεση του ρεμπέτικου με τη Φάρα, τη μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που κατά καιρούς έχουν δοσοληψίες με το νόμο. Οι οποίοι έχουν πολλές υποδιαιρέσεις μεταξύ τους μεν, αλλά στο σύνολό τους αποτελούν το συλλογικό υποκείμενο του ρεμπέτικου, με τον ίδιο πάνω- κάτω τρόπο που η παραδοσιακή εργατική τάξη του 19ου αιώνα ήταν εκείνη που θα πραγματοποιούσε τη σοσιαλιστική επανάσταση.

 

Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανένας πως τα αξιώματα αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, τουλάχιστον με τον -αρκετά μηχανιστικό, ομολογουμένως τρόπο που εκείνος τα εννοούσε τότε. Είναι φυσικό, αν αναλογιστούμε την εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πολύχρονη έρευνα του Ηλία Πετρόπουλου ήταν έδωσε το έναυσμα για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η γενικότερη έννοια «ρεμπέτικο». Και αν θα ήθελα να τον παραβάλλω με κάποιον, θα διάλεγα τον Γιάννη Ψυχάρη, τον πρώτο συνειδητό –και συχνότατα ακραίο η άστοχο, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία- πιονιέρο του δημοτικισμού Μ’ αυτή την έννοια, κατανοώ απολύτως τη φράση που του απευθύνει ο Γ. Π. Σαββίδης και που υπάρχει στο οπισθόφυλλο των Ρεμπέτικων Τραγουδιών: «Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελλάδα χωρίς την καύλα σου».

Πηγή: www.musicpaper.gr

(53)