Ο Νιόνιος Μελίτας είναι φίλος μου από τα παλιά… από τα Χορωδιακά… Είναι ένας άνθρωπος, καθόλα, συμπαθής αλλά και χιουμορίστας, της μόρφωσης και της κουλτούρας “τέκτων”, της Φανερωμένης αγλάισμα και του Λεβάντε φιόρο…· όλ’ αυτά κι άλλα πολλά είναι, ο Νιόνιος μου -τ. Πρόεδρος Χορωδίας Ζακύνθου με οργάνωση ΠΑ.ΣΥ.ΧΟ. στα υπέρ του-, που, μ’ έχει μουρλάνει με την πένα του… κι εκείνο το, τόσο όμορφο και τόσο γνήσιο, ζακυνθινό, τραγουδιστικό γλωσσάρι…!

Τα τελευταία χρόνια, ο Φίλος μου, γράφει στο ένθετο “Επιλογές” του ημερήσιου “Ερμή” της Ζακύνθου, με τον τίτλο “Εκείνος και ο… Άλλος”· τα κείμενα, αυτά, δεν ξεχνά, να μου στέλνει… Έτσι, κι αυτή τη φορά παρέλαβα μία ντουζίνα ολόφρεσκο πράμα… το ένα καλύτερο από το άλλο, σκέτα διαμαντάκια…!

Κάποια, και με το γενικό τίτλο “Χρονο-Ευθυμογράφημα” και με ρυθμό “βολή κατά βολή”, θα δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας… Όπως θα διαπιστώσετε, και μόνο αυτό ν’ απολαμβάνουμε… δηλ. το κάθε κείμενο με το γλωσσάρι του Νιόνιου… θα κλείνουμε το κομπιούτερ μας… νιώθοντας γαλήνη και ικανοποίηση…!

Θα μου ‘πείτε, γιατί μόνο του Νιόνιου και όχι…. “Τιμής ένεκεν” θα ισχυριζόμασταν προς τα Εφτάνησα και τη μουσική τους, που, τόσο αγαπάμε… χωρίς, φυσικά, κατά τη διαδρομή, ν’ αποκλείουμε κι άλλων φίλων -αυτού του στιλ- τα χρονο-ευθυμογραφήματα… Και, τώρα, ας απολαύσουμε το πρώτο:

Αγήνωρ

 

Τη σημεροπρωινή κουβέντα προφτάνει να την ανοίξει ο Άλλος. Και είναι τόσο κατηγορηματικός κι απόλυτος, περίπτωση σπάνια για την ίσαμε τώρα συμπεριφορά του, ώστε να μην επιδέχεται καμία περί τούτου συζήτηση. Ως και εξηγεί περαιτέρω:

  • Άκουσε καλέ μου κολέγα και φίλε παλιέ κι αγαπητέ, εφτά τώρα χρόνια βαρέθηκα να ακούω, ή να λέω για τα σκληρά ‘‘μέτρα’’ που μας έχουν επιβληθεί έχοντάς μας δεμένους πισθάγκωνα. Ή και γι’ άλλα ακόμα σκληρότερα που μας περιμένουν στη γωνία, ως δεν παύει να κοινολογείται. Τη λεγόμενη δηλαδή ‘‘κρίση’’ εννοώ, που ενέσκηψε από το ’09 και ξέχωρα από το ασφυκτικό οικονομικό στρίμωγμα, μας έχει γονατίσει κυρίως ψυχολογικά. Και καθώς δείχνουν τα πράγματα δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα…

Γνωρίζω βέβαια και μάλιστα από την καλή, πως με ετούτη την επιλογή μου ούτε το εισόδημά μου, που η χασούρα έχει ξεπεράσει το 25% της αρχικής του αξίας πρόκειται να αβγατίσει, ούτε η κατρακύλα που έχουνε πάρει τα πράγματα μέλει να σταθεί έστω εδωπά.

Αφού τα ‘‘νέα μέτρα’’, που συνεχώς μαστορεύουν οι σωτήρες μας, έχουν ήδη αρχίσει να μας κουρταλούνε την πόρτα. Κι άσε τους κουμανταδόρους μας να μη σταματάνε να λένε για την ‘‘ανάκαμψη’’ που έρχεται, (παρηγοριά παναπεί στον άρρωστο μέχρι να’ βγει η ψυχή του) που κι αν πει ποτέ να κοπιάσει, εμάς τουλάχιστο δεν πρόκειται να μας βρει ζωντανούς. Όπερ σημαίνει, πως από δω και ομπρός με ετούτο το πετσοκομμένο εισόδημα, ή και με λιγότερο ενδεχομένως, θα πρέπει να την τζιράρουμε.

Ανάγκη πάσα λοιπόν να αποδεχτούμε την πενία. Η οποία, αν κάτσουμε και φυλλομετρήσουμε τον Καζαμία από την ανάποδη, θα ιδούμε πως δεν μας είναι και τόσο άγνωστη. Μια και την έχουμε ματασυναντήσει στα δύσκολα μάλιστα χρόνια της νιότης μας. Πενία λοιπόν, μια και δεν γίνεται αλλιώτικα. Οπότε προς τι οι απανωτές διαμαρτυρίες, ή οι κάθε λογίς φωνές και ξεμπροστήματα. Αφού έτσι κι αλλιώς θα την υποστούμε, ας περισώσουμε τουλάχιστο την… αξιοπρέπεια μας’’.

Τον ακούει βέβαια Εκείνος δίχως να σταματήσει το πρωινό του, αλλά και δίχως να του βγάλει μιλιά. Κι αποτελειώνοντας, ασηκώνεται μ’ όλη την άνεσή του, αναλαμβάνει το αλεξιβρόχιό του, καθόσον ο φετινός Οκτώβρης είναι αντάξιος της φήμης του, και ξεπορτίζει για τη σόλικη προμεσημβρινή περατζάδα.

Όπου επ’ ευκαιρία, δεν παραλείπει να σταματήσει έδεκει στο Ίδρυμα για να καταβάλει την ετήσια συνδρομή του, μια και η στενότητα δεν του επέτρεψε φέτος να την εκπληρώσει εμπροθέσμως. Εφ’ ω και η έγγραφη υπόδειξη που του ήλθε προχθές σφουριχτή.

Κι απέ διερχόμενος από το προ-ποτζίδικο σπεύδει να καταθέσει το δελτίο για την αποψινή κλήρωση του ‘‘Τζόκερ’’. Καθόσον σε ετούτη τη φτιάση, έχει εναποθέσει πλέον την πάσα ορπίδα του.

Έτσι από δω και πέρα με το που τακτοποίησε, ως είδαμε, κάποιες από τις τρέχουσες υποχρεώσεις του και ολοκλήρωσε το σημερινό του περίπατο πισωγυρίζοντας για το σπίτι, στρίβει εδεκεί δεξιά στο ψαράδικο του Τραμπούκου, για να ψωνίσει για κάνα ψαράκι (παραγγελία της κυρίας ετούτο) απαραίτητο να συνοδέψουν τα αγριόχορτα που τους κανίσκεψε προχθές η κουμπάρα από το Λαγοπόδο.

Για να τον υποδεχτεί ο Γιάννης, φίλος του από τα παλιά, συνιστώντας του κάτι κουτσομούρες, που ολοζώντανες σπαρταράνε ακόμα μες το τελάρο τους:

  • Αφέντη μου, μόλις μας τις έφερε το καΐκι. Πρώτο πράμα σου λέω! Από τις δικές μας τσι θάλασσες. Πάρε και θα ιδείς’.

Δεν θα του απαντήσει ωστόσο Εκείνος, αλλά γυρίζοντας προς το παιδί που περιμένοντας παραγγελία βαστάει τη χαρτοσακούλα στο χέρι, ορίζει:

  • Βάλε παιδί μου μισό κιλό μαρίδες, τόμου με μαρίδες μ’ αρέσει να συνοδεύω τα χόρτα μου.

Και γυρίζοντας με τρόπο προς τον Άλλο, του κόβει τέτοια ματιά, οπού για κείνους που ξέρουν να συνομιλούν με τα μάτια, δεν τους έρχεται δύσκολο να την ερμηνεύσουν ως ακολούθως:

-‘‘Είπαμε μεν πενία , αλλά και με.. αξιοπρέπεια!’’

(1) Πεισμάτωσε.

Του Νιόνιου Μελίτα

τ. Πρ. Χορωδίας Ζακύνθου

(480)