Η εκκλησιαστική μουσική της Σμύρνης κατά τον ευρύτερο 19ο αιώνα (1800 – 1922) είναι το αντικείμενο του βιβλίου που υπογράφει ο (εξαιρετικός) μουσικός, Νίκος Ανδρίκος και που κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδόσεις “Τόπος”. Το βιβλίο (που έχει ως βάση του τη Διδακτορική Διατριβή του συγγραφέα) παρουσιάζει ενδιαφέρον σε πολλά επίπεδα και όχι μονάχα στην ανάλυση ενός ζητήματος που ελάχιστα έχει αναδειχθεί, δηλαδή την Εκκλησιαστική μουσική της Σμύρνης και τα χαρακτηριστικά της.

Ένα μεγάλο μέρος της έρευνας έχει γίνει στην Τουρκία στα χρόνια που ο Νίκος Ανδρίκος έζησε εκεί (από το 2004 μέχρι το 2007), την Κωνσταντινούπολη (Αρχείο και βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου, βιβλιοθήκη στη Χάλκη, Τουρκική ραδιοφωνία, Ωδεία κ.α.) και τη Σμύρνη, δουλεύοντας κυρίως το ιστορικό μέρος του υλικού, και το υπόλοιπο που έχει να κάνει με την παρουσία του ιδιώματος στον ελλαδικό χώρο, έγινε μέσω ανθρωπολογικής, επιτόπιας έρευνας στο Βορειοανατολικό Αιγαίο, όπου καταγράφηκαν φορείς του ιδιώματος, πρόσφυγες πρώτης – δεύτερης γενιάς ή επίσης και μαθητές προσφύγων Μικρασιατικής και Σμυρναίικης καταγωγής. Καταγραφές έγιναν κυρίως στη Μυτιλήνη, τη Χίο, αλλά και το Βόλο την Καβάλα, και το Άγιο Όρος.

Τί καινούργιο φέρνει, ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα; Ο Νίκος Ανδρικός εξηγεί στο Μusicpaper:

“Στην έρευνα του βιβλίου, η Εκκλησιαστική Μουσική δεν προσεγγίζεται εκ των έσω, ούτε καν σε σχέση με τον ελλαδικό χώρο, αλλά ως ένα επί μέρους ιστορικό και πολιτισμικό μέγεθος που εντάσσεται σε μία γενικότερη διαδικασία στον 19ο αιώνα, ο οποίος άλλωστε ως ιστορική περίοδος είναι πολύ σημαντικός για τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τέλος τις Ρωμαίικες κοινότητες. Το ιδίωμα της Σμύρνης είναι ό,τι πιο νεωτερικό για εκείνη την εποχή και αυτή η επιρροή από το νεωτερισμό ήταν απόλυτα συνειδητή ως διάθεση των Σμυρνιών να εγκολπωθούν όλα αυτά τα στοιχεία, καθώς η Σμύρνη ειδικά προς τα τέλη του 19ου αιώνα γίνεται το έμβλημα του κοσμοπολιτισμού και της νεωτερικότητας στον χώρο των ρωμαίικων κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, γενικότερα. Επίσης, υιοθετεί μία πολύ διαφορετική κοσμοθεωρία, σε σχέση με εκείνη που επικρατεί στην Κωνσταντινούπολη αυτή την εποχή και που έχει σαφείς αναγωγές στο Οθωμανικό Αυτοκρατορικό παρελθόν, το Βυζάντιο κ.λπ.

Η Σμύρνη έχει ένα προφίλ πιο ευρωπαϊκό, δυτικό, ελληνοπρεπές και με αρχαιοελληνικές, μάλιστα, αναφορές. Άρα, δημιουργείται εκ προϊμίου ένας διπολισμός σε σημείο μάλιστα τέτοιο, ώστε αυτή η διαφορετικότητα στην κοσμοθεωρία να αντικατροπτίζεται –μεταξύ άλλων- και στον χώρο της μουσικής και γενικότερα της Τέχνης.

Ειδικότερα, για την Εκκλησιαστική μουσική τα ερωτήματα που τέθηκαν στο βιβλίο αφορούσαν στο εάν το νεωτερικό ιδίωμα της Σμύρνης ήταν μία ειδική περίπτωση με μικρή απήχηση ή ήταν μέρος μίας ευρύτερης διαδικασίας, που δεν αφορούσε μόνο τον συγκεκριμένο χώρο.

Επιπροσθέτως, κατά πόσο σημαντική ήταν η διάδοσή του; Μήπως ήταν μεγαλύτερη από αυτή που έχουμε κατά νου έως σήμερα; Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς ότι η Σμύρνη υιοθετεί την πιο προοδευτική τάση αυτής της εποχής, κατά τα ρομαντικά πρότυπα, σε αντιδιαστολή με το πιο αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον του Πατριαρχείου και εκεί είναι που εντοπίζεται μία διελκυστίνδα. Όλη αυτή η διαδικασία στο χώρο της εκκλησιαστικής μουσικής είναι ολοφάνερη και έχει να κάνει με πρωτογενή συνθετική-θεωρητική παραγωγή, αλλά και με επιμέρους διακριτά προφορικά-ιδιωματικά χαρακτηριστικά κατά την επιτέλεση.

Η παρούσα έρευνα επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο, στην προσπάθεια ανίχνευσης αλλά και αξιολόγησης του τρόπου με τον οποίο το ιδιότυπο στιλιστικά ρεύμα της Σμύρνης εντάχθηκε στην ευρύτερη μουσική πραγματικότητα της εποχής, παίζοντας σύγχρονος ένα ρόλο αναμφίβολα εκσυγχρονιστικό, στα πλαίσια μιας ομάδας διαδικασιών, όπως εκείνων της συνθετικής δημιουργίας, της διδακτικής, της εκδοτικής παραγωγής, του θεωρητικού στοχασμού κ.α.

Η μελέτη των ιστορικών πηγών σε συνδυασμό με τη διάθεση ερμηνείας του ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου της εποχής, βοήθησε στην ανάδειξη των πλέον ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που καθόρισαν την ιδεολογική – αισθητική φυσιογνωμία του εν λόγω κινήματος, και παράλληλα εξασφάλισαν την ιστορική του αυτοδυναμία”

(57)