Αν υπάρχει ένα είδος τραγουδιού, το οποίο έχει περάσει κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου, μέχρι να εξασφαλίσει τη δικαίωση του στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, αυτό δεν είναι άλλο από το Ρεμπέτικο. Προερχόμενο από την ελληνική παράδοση, όπως αυτή διαμορφώθηκε το 19ο αιώνα, με την ενσωμάτωση ανατολίτικων στοιχείων, θεωρήθηκε πολύ σύντομα μουσική του υποκόσμου, των κακοποιών και των χασικλήδων, περιθωριοποιήθηκε και κυνηγήθηκε ως «τουρκοειδές». Το Ρεμπέτικο, ήταν είδος υπό διωγμό, ουσιαστικά μέχρι την απελευθέρωση, την εμφάνιση της εμβληματικής μορφής του Τσιτσάνη και τη δεκαετία του 50, όπου λόγιοι συνθέτες και διανοούμενοι (όπως ο Μάνος Χατζιδάκις κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος) θα προσπαθήσουν να επαναπροσδιορίσουν το είδος και τη θέση του στη μουσική μας παράδοση.
Το “Ρεμπέτικο”
Το 1983 ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης καταπιάνεται με ένα ιστορικό του ρεμπέτικου τραγουδιού, με αφετηρία τη ζωή της Μαρίκας Νίνου, σε μια φιλόδοξη για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγή, η οποία αποτυπώνει με ακρίβεια τα χρόνια από τη γέννηση της μεγάλης Ρεμπέτισσας στη Σμύρνη, την εποχή της μεγάλης δόξας της σε Ελλάδα και Αμερική, ως και το Θάνατό της στην Αθήνα. Παράλληλα, παρακολουθούμε κι ένα πυκνό χρονικό της Ελλάδας σε εποχές δύσκολες και ταραγμένες, από την Καταστροφή της Σμύρνης, μέχρι την προσφυγιά που επακολούθησε καθώς και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η ταινία του Φέρρη κέρδισε τις εντυπώσεις, βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με πέντε σημαντικότατα βραβεία – ανάμεσά τους αυτό της καλύτερης ταινίας και πρώτου γυναικείου ρόλου για την αφοπλιστική Σωτηρία Λεονάρδου, ενώ έφτασε μέχρι και το 34ο Φεστιβάλ Βερολίνου, διεκδικώντας τη Χρυσή Άρκτο, κερδίζοντας όμως τελικά την Αργυρή.
Ένα από τα σημαντικά βραβεία της ταινίας πήγε στο Σταύρο Ξαρχάκο για την πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια που επέλεξε ο σκηνοθέτης της να συμπεριλάβει, και που ανεξάρτητα από το ίδιο το φιλμ ακολούθησαν το δικό τους δρόμο, καταγράφοντας για ξεχωριστή πορεία στην ελληνική δισκογραφία.
Το soundtrack της ταινίας κυκλοφόρησε από τη CBS, σχεδόν ταυτόχρονα με την προβολή της ταινίας και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους, εμπορικότερους και πιο επιδραστικούς δίσκους της τελευταίας 30ετίας.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος βασισμένος σε αυθεντικά μονοπάτια της ρεμπέτικης παράδοσης πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα συνθέτοντας πρωτότυπα τραγούδια, που όμως μέσα τους κυλάει ζεστό το αίμα της λαϊκής μουσικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους μεγάλους δασκάλους του είδους. Το δύσκολο στοίχημα κερδίζεται και το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει και με το παραπάνω: Τα τραγούδια που μας παρέδωσε δεν αναβιώνουν μόνο άριστα την εποχή, αλλά μπορούν και να αναμετρηθούν με πρωτότυπα τραγούδια του παρελθόντος, διεκδικώντας και κερδίζοντας μια θέση ανάμεσά τους. Η γνησιότητά τους μάλιστα οδήγησε αρκετούς να κατηγορήσουν τον Ξαρχάκο για αντιγραφή αυθεντικών κομματιών του τότε.
Τραγούδια εμβληματικά, όπως το «Μάνα μου Ελλάς», το «Δίχτυ», το «Καίγομαι», η «Μπουρνοβαλιά», έφτασαν να ταυτιστούν τόσο με το πνεύμα και την αλήθεια της εποχής, που υιοθετήθηκαν άμεσα από το περήφανο αυτό είδος τραγουδιού, κέρδισαν τον τίτλο των πραγματικών Ρεμπέτικων (χωρίς επίπλαστες προσμίξεις νεωτερικότητας), και περιλαμβάνονται δίχως δεύτερη σκέψη στην ιστορία του, ως γνήσιοι συνεχιστές μιας παράδοσης που είχε σωπάσει δημιουργικά από το τέλος των μεγάλων Ρεμπετών του παρελθόντος, ενώ είναι σχεδόν αδύνατον να λείπουν από οποιαδήποτε ζωντανή παρουσίαση ρεμπέτικης μουσικής.
Πέρα από τη μουσική του Ξαρχάκου όμως, κυρίαρχη θέση στο «Ρεμπέτικο» κατέχουν οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου, ενός πραγματικού διανοούμενου, που καταφέρνει να αφουγκραστεί τον φλογερό παλμό της λαϊκής ψυχής και να συνθέσει ολοκληρωμένα ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την απλότητα του γνήσιου και λαϊκού θυμόσοφου, με το βάθος, το υπαρξιακό βάρος και την λογοτεχνικότητα ενός χαρισματικού φιλόσοφου. Ο Γκάτσος φτιάχνει άμεσα τραγούδια φλογερού καημού ή διονυσιακού κεφιού, τα οποία όμως με μια προσεκτικότερη ματιά, αποκαλύπτονται ως υπαρξιακά σχόλια ενός οξυδερκή κι αμερόληπτου παρατηρητή, ιστορικού και κοινωνιολόγου.
Ο Γκάτσος καταφέρνει για δεύτερη φορά μετά το Λόρκα, τόσο δυναμικά, να ταυτίσει μια παγιωμένη και φαινομενικά ξένη προς αυτόν και την εποχή του γλώσσα, με τους πιο ενδόμυχους παλμούς του καιρού και του τόπου του. Όπως αφουγκράστηκε τα βουνά της Μάνης στο φως της Γρανάδας του Ισπανού ποιητή και τα έφερε στο παρόν, έτσι και μέσα στο Ρεμπέτικο του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, καταφέρνει να εντοπίσει γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας του τόπου, σαν να πιάνει ένα νήμα που δεν κόπηκε ποτέ. Αρκεί να ακούσει κανείς το εναρκτήριο του δίσκου τραγούδι, το «Μάνα μου Ελλάς», που μέσα σε 3 κουπλέ καταφέρνει να συνοψίσει ποιητικά την πορεία της Ελλάδας μέσα στους αιώνες, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο μέχρι σήμερα, περνώντας μέσα από προδοσίες, προσφυγιές, πολέμους, πίκρες – σχολιάζοντας την ίδια στιγμή γλαφυρά τα γεγονότα του εμφυλίου και της πρόσφατης δικτατορίας.
Το αποκορύφωμα όμως της συνεργασίας Γκάτσου – Ξαρχάκου στον εν λόγω κύκλο, είναι ένα αφηγηματικό τραγούδι, έξω από το ύφος και το είδος του ρεμπέτικου και της ταινίας, κι ίσως ένα από τα πιο ψυχεδελικά τραγούδια της Ελληνικής δισκογραφίας. Το «πρακτορείο», ερμηνευμένο με μια έξοχη αποστασιοποίηση από τον ίδιο το Συνθέτη, σχεδόν μπρεχτικά, στέκεται πάνω από τους ήρωες και την πλοκή και σαν να παγώνει το χρόνο, μοιάζει να κάνει την έξοδο μιας Αρχαίας Τραγωδίας. Το ύφος της τραγωδίας άλλωστε είναι το υπόγειο ρεύμα, που διατρέχει ολόκληρη τη στιχουργική του Γκάτσου στο «Ρεμπέτικο». Τα τραγούδια του, φέρουν έντονα στοιχεία από την ποιητική των τραγικών –κυρίως αυτή του Ευριπίδη- φέρνοντας στο νου, χωρίς ιδιαίτερο κόπο αρχαία χορικά.
Το «Ρεμπέτικο» είναι όλα τα προηγούμενα και κάτι παραπάνω: μια μουσική ταυτότητα. Όχι ενός είδους μουσικής, αλλά μιας ολόκληρης χώρας. Κι όχι το χρονικό μιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά μιας πορείας μέσα σε όλες τις εποχές. Το «Ρεμπέτικο» δεν είναι μόνο ένας ιστορικός δίσκος. Είναι η ίδια η ιστορία μας.
(27)