του Νίκου Γαργαλιώνη
Αναμφίβολα, υπάρχουν αρκετοί τρόποι διδασκαλίας ενός κομματιού σε μια Χορωδία… εξ’ ου και ο τίτλος μας “… και έτσι διδάσκεται ένα τραγούδι σε μια Χορωδία”… Πρόκειται για τη γνωστή “πορεία διδασκαλίας…”, που, πρέπει να εφαρμόζει ένας Μαέστρος για να διδάξει ένα καινούργιο κομμάτι, η οποία, πορεία διδασκαλίας, από μαέστρο σε μαέστρο, ως είναι φυσικό, ποικίλει, ανάλογα, με τις σπουδές του, τη χώρα φοίτησής του, τη μουσικοπαιδαγωγική κατάρτισή του, τη διδακτική εμπειρία, την έφεσή του για μελέτη των νέων μεθόδων διδασκαλίας, την επιμόρφωσή του σε σεμινάρια κ.λ.π., το μουσικό και, γενικά, μορφωτικό επίπεδο των χορωδών του, την ηλικία τους…

Πορεία διδασκαλίας υποχρεούται ν’ ακολουθεί, πρώτιστα, ο δάσκαλος και ο καθηγητής και, φυσικά, ο πάσης φύσεως εκπαιδευτής (εδώ, γράφε, Μαέστρος) αλλά και ο ιεροκήρυκας, ο δικηγόρος…. Είναι ένας “μίτος Αριάδνης” η πορεία διδασκαλίας, τον οποίο, μίτο, πρέπει ν’ ακολουθεί ο κάθε εκπαιδευτής, αφενός για να μην πελαγοδρομεί και χαθεί κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας και αφετέρου για να μην “καταδυναστεύει” την κλάση του (κλάση = χορωδία) και τον εαυτό του με τις παλινδρομικές ακροβασίες του…· προφανώς, και δεν αφήνουμε απέξω τον παράγοντα “ικανότητα, ευρηματικότητα, πρωτοτυπία…”, που, πρέπει να διαθέτει ο μαέστρος, για μια επιτυχημένη διδασκαλία…

Επιβάλλεται ν’ ασχοληθούμε, μ’ αυτό το θέμα, δηλαδή τη διδασκαλία ενός καινούριου κομματιού σε μια χορωδία αφού, από ελληνικής πλευράς, είναι ανύπαρκτη μια τέτοια βιβλιογραφία «Ειδικής Χορωδιακής Διδακτικής», μ’ επακόλουθο να είναι ελάχιστοι οι διευθυντές χορωδιών, ίσως τρεις τέσσερις, οι οποίοι ακολουθούν μια ορθή πορεία διδασκαλίας στην παρουσίαση και διδασκαλία ενός νέου κομματιού στη χορωδία τους· ένας αριθμός, κάπου πέντ’ έξι, χρησιμοποιούν κάποιο λανθασμένο τρόπο ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μαέστρων βολοδέρνει να διδάσκει το νέο κομμάτι “κατά πώς θα μου ‘ρθει ‘κείνη την ώρα» ξεχνώντας την, προς το καλύτερο, και ασύγκριτη με το παρελθόν, μουσική αγωγή και παιδεία του Έλληνα χορωδού, και αδιαφορώντας για τη γενική μόρφωση του στην Ψυχολογία, την Παιδαγωγική, την Καλλιτεχνία και τις λοιπές επιστήμες…

Η έλλειψη ορθής μεθόδου και πορείας διδασκαλίας από μέρους του μαέστρου έχει ως αποτέλεσμα τον εκνευρισμό και την ψυχοσωματική ταλαιπωρία, τόσο του ίδιου όσο και των χορωδών του· κάτι, που θα μπορούσε να μεταδώσει στους εκτελεστές του σε μια πρόβα, καταλήγει να τους το μάθει σε τρεις τέσσερις και, μάλιστα, μ’ όχι απόλυτη επιτυχία κατά το « πύρρειος νίκη» ή κατά το «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν»! Η ψυχοσωματική φθορά γι’ αυτόν είναι αναπόφευκτη· κι όμως, πίσω έχει οικογένεια, επαγγελματική καριέρα, χορωδιακή συνέχεια…

Όταν είπαμε, κάποτε, σ’ έναν καταξιωμένο επαγγελματία Μ° στη χώρα μας “μα αυτός είναι καλός μαέστρος, έχει είκοσι χρόνια πείρα” η απάντηση του ήταν “να τη βράσω, εγώ, την πείρα των είκοσι ετών, αν πρόκειται, να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη χωρίς ποτέ να είναι σε θέση να τα διορθώσει”! Τα παραπάνω λόγια είναι μια έμμεση προτροπή προς τους μαέστρους… να πάψουν να είναι εγωιστές και να μορφώνονται, μουσικά και διδακτικά, διαβάζοντας, ρωτώντας, παρακολουθώντας σεμινάρια…

Βέβαια, μία μέθοδος και μία πορεία διδασκαλίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως: χορωδοί ερασιτέχνες, χορωδοί επαγγελματίες, μουσική και χορωδιακή παιδεία των εκτελεστών, παιδιά, μεγάλοι, διάρκεια πρόβας, συχνότητα δοκιμών, εποπτικά μέσα, κατάρτιση μαέστρου, αίθουσα…

Εμείς εδώ, αγαπητοί φίλοι, θ’ ασχοληθούμε, όχι με τις εξαιρέσεις ούτε με τις ακραίες περιπτώσεις των διευθυντών χορωδιών, αλλά με τον γενικό κανόνα, που, διέπει τη συντριπτική πλειοψηφία των μαέστρων μας… Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, θεωρητικά, μια «δειγματική διδασκαλία», που δεν θα είναι καθόλου «υποδειγματική» και που θα μπορέσουνε ν’ ακολουθήσουνε όσοι μαέστροι στερούνται διδακτικού μπούσουλα! Θα είναι «ένα μοντέλο, μια συνταγή προς…» που θα την προσαρμόσουν οι ενδιαφερόμενοι στα δεδομένα της χορωδίας τους, αν κι είμαστε της άποψης, ότι δεν πρέπει να δίνονται «συνταγές», αφού οι άνθρωποι δεν είναι μεταλλικά στρατιωτάκια που, πανομοιότυπα, βγαίνουν από την πρέσα της μηχανής! Οι άνθρωποι και, επομένως, οι μαέστροι κι οι χορωδοί, διαφέρουν μεταξύ τους στο μυαλό και στο σώμα, στον χαρακτήρα και στην ψυχή…, αφού η κληρονομικότητα και το περιβάλλον ποικίλουν… Ακόμη, εδώ, δεν θ’ ασχοληθούμε με τη φωνητική προετοιμασία της χορωδίας ούτε… Υποθέτουμε, ότι έχει γίνει η επιλογή του κομματιού από τον Μαέστρο και την Καλλιτεχνική Επιτροπή και έχει επακολουθήσει και η μελέτη και προετοιμασία του από τον διευθυντή στο γραφείο ή στο σπίτι του και, να, που, “μια ωραία βραδιά” έρχεται στην αίθουσα της χορωδίας να το διδάξει:

Η πορεία διδασκαλίας, την οποία προτείνουμε, είναι η Τριμερής που, αν και είναι σήμερα, λίγο “ντεμοντέ”, εντούτοις είναι πολύ σίγουρη για θεαματικά και θετικά αποτελέσματα! Οι τρεις φάσεις της Τριμερής πορείας είναι οι παρακάτω:
α) Αφόρμηση-Παρουσίαση, β) Επεξεργασία και γ) Εμπέδωση

Α’ ΑΦΟΡΜΗΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώξει, από την αρχή, ο διευθυντής είναι να προετοιμάσει, ψυχολογικά (να δημιουργήσει ψυχική διάθεση με λίγη συζήτηση, ένα ανέκδοτο…), τους χορωδούς του, ώστε να τους βοηθήσει να ξεχάσουν τα οικογενειακά και επαγγελματικά προβλήματα της μέρας και, το δεύτερο, που, πρέπει να κάνει, είναι να κινήσει το ενδιαφέρον τους για την εκμάθηση του κομματιού, που, πρόκειται, να διδάξει, αφού έχει αποδειχθεί, ότι αντιλαμβάνεται κανείς κάτι γρήγορα και εύκολα, όταν αφενός είναι μέσα στο ψυχολογικό “κλίμα του θέματος” και, αφετέρου, όταν του κινηθεί το ενδιαφέρον του γι’ αυτό τούτο το αντικείμενο… Π.χ. μαθαίνουν οι υποψήφιοι της Γ’ δέσμης, αυτολεξεί, την Ιστορία, από ενδιαφέρον να πετύχουν στη Φιλολογία· μαθαίνουν οι εκτελεστές πολύ γρήγορα και εύκολα ένα τραγούδι, όταν ο μαέστρος, τους κινήσει το ενδιαφέρον λέγοντας τους ότι «πρέπει να μάθουμε αυτό τον ύμνο διότι είναι υποχρεωτικό κομμάτι στο φεστιβάλ του Αρέτσο» ή “πρέπει να μάθουμε αυτό το τραγούδι, σε στίχους Κ. Καρυωτάκη διότι, φέτος, θα λάβουμε μέρος στο φεστιβάλ της Τρίπολης που γιορτάζει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή” ή “μαθαίνουμε αυτό το κομμάτι του Σούμπερτ διότι, φέτος, γιορτάζουμε τα 200 χρόνια απ’ τη γέννησή του…”.

Με άλλα λόγια πρέπει, ο διευθυντής, να εξηγήσει με τον πιο πειστικό και δελεαστικό τρόπο, το «γιατί» πρέπει να γίνει η εκμάθηση αυτού του κομματιού και να αφήσει στην πάντα τη συνηθισμένη «συμπεριφορά του μουγκού»… δηλαδή το «αποφασίζω και διατάσσω» και ξεκινώ αμίλητα, άχρωμα και άγευστα να διδάσκω, έτσι αναίτια, ένα τραγούδι! Και δικαιολογημένα αναρωτιούνται οι χορωδοί, ο ένας με τον άλλο, «γιατί μαθαίνουμε αυτό, ειδικά, το τραγούδι και όχι το άλλο…» και το ερώτημα μένει αναπάντητο! Από τη στιγμή, λοιπόν, που, έντεχνα, δεν έχει κινηθεί το ενδιαφέρον της κλάσης (όπως λέγαμε στο στρατό) αρχίζει η ματαιοπονία μαέστρου και χορωδών! Μάλιστα, θα πρέπει, να αποφύγει ο διευθυντής το α’ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ αποφάσισα…» αλλά «εμείς, σαν Καλλιτεχνική Επιτροπή αποφασίσαμε…» ή «η Καλλιτεχνική Επιτροπή αποφάσισε…», και για δημοκρατικούς λόγους, αλλά και για το λόγο, ότι, όταν μια απόφαση εδράζεται στους πολλούς, έχει λιγότερες πιθανότητες αποτυχίας και περισσότερες πιθανότητες να γίνει πιο αποδεχτή!

{Το καλύτερο είναι -για μικρές ηλικίες χορωδών- να ζητήσουν μόνοι τους, οι χορωδοί, να μάθουν το κομμάτι, οπότε και το ενδιαφέρον τους μεγιστοποιείται… Εδώ, χρειάζεται, Μαέστρος-“ηθοποιός”, που, θα μπορέσει δηλ. να εκμαιεύσει, με κατάλληλους χειρισμούς, από τους χορωδούς, την επιθυμία τους για το, υπό εκμάθηση, τραγούδι… Το πώς…, είναι θέμα διαλεκτικής εφευρετικότητας, του μαέστρου, ώστε, μετά από πέντ’ έξι λεπτά συζήτησης, μαζί τους, μόνοι τους να εκφράσουν την επιθυμία, αν όχι το ίδιο, να μάθουν ένα παρόμοιο κομμάτι…
(Υπάρχει η γαλλική μέθοδος πορείας διδασκαλίας, η λεγόμενη “Decroly”, η οποία αναλύει το παραπάνω…)}.

Αφού, ο διευθυντής, απαντήσει στα τυχόντα ερωτήματα των χορωδών, περνάει στην παρουσίαση του τραγουδιού.
Η «Ψυχολογία της Ολότητας», μας λέει, ότι αντιλαμβάνεται (μαθαίνει) κανείς, γρήγορα και εύκολα, κατιτί, όταν προχωράει από το «όλον προς το μέρος» σε αντίθεση με την «Ψυχολογία του Συνειρμού» (ίσχυε, περίπου, μέχρι το 1955) που διδάσκει το αντίθετο και το οποίο, βέβαια, αποδείχτηκε λάθος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, ο μαέστρος, πρέπει να παρουσιάσει το κομμάτι σε όλους τους χορωδούς (να επιδιωχθεί πλήρης απαρτία καθότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός») και σε πλήρη εκτέλεση -«φωνητικά και με συνοδεία»- αλλά και υποδειγματικά (όσο γίνεται) από κάθε άποψη. Έτσι, ένα DVD ή ένα CD με την καλλίτερη εκτέλεση του τραγουδιού, από μια χορωδία με συνοδεία ορχήστρας ή πιάνου, είναι ιδεώδης περίπτωση! Αν, όμως, δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, δηλαδή δεν υπάρχει «συνοδεία», το κομμάτι παρουσιάζεται a cappella. Αν, ούτε DVD είναι διαθέσιμο ούτε CD…, ο καλός μαέστρος (είναι πολυτέλεια αυτό που θα ζητήσουμε;) έχει δώσει σε τέσσερα «σαΐνια» της χορωδίας του (ένας από κάθε φωνή, όταν πρόκειται για 4φωνο τραγούδι) τις παρτιτούρες από μέρες, έχει προβάρει μαζί τους, μυστικά, το κομμάτι, και, εφόσον έχει πειστεί για την αποτελεσματικότητα τους, αναθέτει την παρουσίαση με παρτενέρ (αν γίνεται) το πιάνο. Αν ούτε αυτό είναι εφικτό, τότε η παρουσίαση γίνεται από τον ίδιο, στο πιάνο, τραγουδώντας «σόλο» τη μελωδία την οποία, αντ’ αυτού, μπορεί να αποδώσει μια καλή σοπράνο όταν πρόκειται για Μικτή ή ένας τενόρος όταν πρόκειται για αντρική.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ο μαέστρος πρέπει να είναι άριστα προετοιμασμένος και να έχει μελετήσει με τις ώρες και τις ημέρες το κομμάτι (ανάλογα το βαθμό δυσκολίας) ανοίγοντας Ιστορίες, Μορφολογίες, Λογοτεχνίες… και εντοπίζοντας «ευαίσθητα» μουσικά, σημασιολογικά, ορθοφωνικά και λοιπά σημεία, ώστε να είναι πανέτοιμος να απαντήσει σε ερωτήματα, αλλά και να θίξει ο ίδιος τα σημεία που έχουν ανάγκη… να δώσει κατευθύνσεις…

Οι εκτελεστές παρακολουθούν με άκρα ησυχία την εκτέλεση του τραγουδιού. Αφού ολοκληρωθεί η παρουσίαση (μπορεί να ακουστεί και δεύτερη φορά αν είναι δύσκολο), ο Μαέστρος αφήνει ένα δύο λεπτά τους χορωδούς στη σιωπή τους, για να μην διαταραχτούν τα τυχόντα συναισθήματα που τους έχει δημιουργήσει η ακρόαση· στη συνέχεια προκαλεί συζήτηση ζητώντας τη γνώμη τους «αν τους άρεσε», παρατηρήσεις… Σε κάποια στιγμή, και για δυο τρία λεπτά, παρουσιάζει τον Συνθέτη (γέννηση, ζωή, θάνατος, έργα…) Η συζήτηση συνεχίζεται και, πάλι, σε ανύποπτο χρόνο, παρουσιάζει τη στιχουργική του τραγουδιού (ελεύθερος στίχος, μέτρο, ομοιοκαταληξία…) και τον Στιχουργό (κατά το πρότυπο του Συνθέτη) αφιερώνοντας δύο τρία λεπτά προκειμένου να γίνει ανάλυση (αν υπάρχει λόγος) σε ένα δυο στίχους νοηματικής δυσκολίας (ένας χορωδός-εκπαιδευτικός είναι ό,τι πρέπει…). Αν το κομμάτι είναι ξενόγλωσσο, αναθέτει σε ένα γλωσσομαθή-χορωδό να διδάξει την ερμηνεία και την προφορά (αν δεν υπάρχει χορωδός, ο διευθυντής, καλεί κάποιον από έξω… εκτός αν ο ίδιος…).

Σε αυτό το σημείο μπορεί να τελειώσει και η ώρα της πρόβας και οι χορωδοί μπορεί να πάνε σπίτια τους αφού, προηγουμένως, ακούσουν μια δυο φορές, και με ησυχία, και πάλι το τραγούδι στην πλήρη μορφή του, ώστε φεύγοντας, ει δυνατόν, να το σιγομουρμουρίζουν.

Β’ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Θα ήταν πολυτέλεια, ίσως μας πει κάποιος, τώρα που «μαντρώσαμε» τους χορωδούς να τους ανοίξουμε την πόρτα και να τους πούμε «φύγετε»! γι’ αυτό «επί το εργον»:

Και εδώ η διδασκαλία και εκμάθηση του τραγουδιού ποικίλει και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως: α) Από τον βαθμό μουσικής κατάρτισης των χορωδών, β) από τη διαρρύθμιση του χώρου της πρόβας (αν διαθέτει ένα, δύο ή τρεις μικρότερους χώρους και, μάλιστα, με πλήρη ή σχετική μόνωση), γ) από το αν ο μαέστρος έχει στη διάθεση του έναν, δύο ή τρεις βοηθούς (αν είναι δίφωνη, τρίφωνη…).

Ο διευθυντής επιμένει στο να ενστερνιστούν οι χορωδοί τον ρυθμό του κομματιού με μεγαλύτερη επιμονή στους χορωδούς που είναι άπειροι ή στερούνται καλής μουσικής κατάρτισης. Παράλληλα, μιλάει για το μέτρο και πώς αυτός θα το μετρήσει (κινήσεις χεριών), υπενθυμίζει κάποιες αξίες νοτών, εντοπίζει και εξηγεί τα σημεία δυναμικής ή αλλοιώσεων ή….

Πάντα, ο έξυπνος μαέστρος, επιμένει πολύ, μα πάρα πολύ στον ρυθμό· να μπει, πάση θυσία, στο “πετσί” των χορωδών. Λάθος να επιμένουμε εξαρχής στα λόγια· δεν βοηθάει σε τίποτα. Και για να γίνουμε πιο κατανοητοί: Άνετα -ίσως και από την πρώτη φορά- ένας αδαής περί την «pop» μουσική, μπορεί να χορέψει στην πίστα μιας disco· ο λόγος είναι σαφής· η μπότα του ντράμερ είναι τόσο εκκωφαντική σε ήχο και ρυθμό που και έναν «τσοπάνη» τον κάνει να λικνίζεται κανονικά… σε αντίθεση με ένα «βαλς» που χρειάζεται μια μεγάλη προσπάθεια για να χορέψει ένας αδαής, αφού η μουσική είναι πιο λεπτή και ο ρυθμός αρκετά όχι έντονος… Επιμένουμε στον ρυθμό, λοιπόν, χτυπώντας παλαμάκια, χτυπώντας κάποιες φορές τα πόδια (παρκέ και μόνο από τον Μ°), χτυπώντας μικρά κρουστά (ντέφι, τύμπανα, καστανιέτες…), επαναλαμβάνοντας με το στόμα ένα «πα, πα, πα…» ή ένα «λα, λα. λα…» ή τις νότες σε ρυθμικό σολφέζ…. Επουδενί επιτρέπεται ο διευθυντής να παρασυρθεί από τους χορωδούς (τους αρέσει, αμέσως, να εκφραστούν με λόγια) και να περάσει στη διδασκαλία του κομματιού κατά στίχους, αν δεν διαπιστώσει την τέλεια εκμάθηση του ρυθμού! Όταν, λοιπόν αντιληφθεί, ότι οι χορωδοί είναι κοινωνοί του ρυθμού, τότε περνάει στη διδασκαλία:

1. Αν οι χορωδοί “διαβάζουν” ή “ψευτοδιαβάζουν” όπως λέμε, μουσική, τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα για τον διευθυντή. Παραδίνει την πρώτη στροφή του τραγουδιού διδάσκοντάς την “κατά φωνή” και “κατά μουσική φράση” και, μάλιστα, “κατά μεγάλη μουσική φράση” επιμένοντας, ει δυνατόν, στη νοηματική τελειότητα του λόγου και δίνοντας έμφαση στα δύσκολα μουσικά σημεία του κομματιού και πάλι, και πάλι (όπως κάνει η τηλεόραση στις αμφισβητούμενες ποδοσφαιρικές φράσεις) είτε με το πιάνο είτε με τη φωνή του είτε… Είναι αδιανόητη η τακτική κάποιων μαέστρων, να επιμένουν στην εκμάθηση ενός δύσκολου σημείου της μέσης ή του τέλους (ένα, δύο, τρία… μέτρα) εκτελώντας το τραγούδι από την αρχή, και πάλι από την αρχή… με αποτέλεσμα να κουράζουν τους χορωδούς, να καταπονούν τον εαυτό τους, να σπαταλούν χρόνο, να …

Πάντοτε αρχίζουμε να διδάσκουμε το κομμάτι από τη φωνή που αντιλαμβάνεται πιο γρήγορα, που διαθέτει πιο καταρτισμένους χορωδούς, που η πρόσκτηση των μουσικών γνώσεων από αυτούς γίνεται πιο άνετα· ο λόγος είναι, να μας μείνει περισσότερος χρόνος να δουλέψουμε με την πλέον “απροσάρμοστη” φωνή, αλλά και να δώσουμε την εντύπωση “να, οι μπάσσοι, το μάθανε γρήγορα, άρα το κομμάτι είναι εύκολο”… Κατά την εκτίμηση του μαέστρου, αν οι φωνές είναι ισοδύναμες ή αν πρόκειται η «μελωδία» να βοηθήσει τις άλλες φωνές θέλγοντας, παρασύροντας, παίζοντας ρόλο μπούσουλα… μπορεί να προηγηθεί η φωνή με τη μελωδία, π.χ. οι Soprani ή οι Tenori…

Ο Έλληνας, λόγω του εγωιστικού χαρακτήρα του… και για ν’ αποδείξει πως υπερτερεί των άλλων, από την πρώτη κιόλας φορά, “αγριοφωνάζει” προκειμένου υπερτερεί, δήθεν, των άλλων, άσχετα εάν δεν το ξέρει… Αυτού, του χορωδού, “του κόβουμε τον βήχα” με μία παρατήρηση… ώστε να συμβαδίζει με το σύνολο… Επουδενί, φωνάζουμε… Οι χορωδοί ακούνε το κομμάτι, από το στόμα του μαέστρου ή από το πιάνο, και μετά το σιγομουρμουρίζουν… μέχρι που, η μουρμούρα γίνεται λόγια… Την ώρα, που, το τραγουδάει ο Μος ή το παίζει στο πιάνο ή ακούγεται από CD, ο Μος απαιτεί απόλυτη ησυχία… καθότι “η αρχή είναι ήμισυ του παντός”!

Όταν ο διευθυντής διαπιστώσει ότι όλες οι φωνές γνωρίζουν τη «μικρή ή μεγάλη μουσική φράση», προχωράει στο γκρουπάρισμα των φωνών και, πάντα, κατά την προσωπική του εκτίμηση και κατά το πώς συμφέρει μουσικά…· π.χ. Soprani – Alti· διαπιστώνοντας πως οι δύο φωνές «δένουνε», ρίχνει στο παιγνίδι π.χ. τους Tenori, οπότε προβάρει τις τρεις φωνές και όταν δει ότι όλα βαίνουν καλώς, βάζει στον χορό και τους Bassi. Όλα τα παραπάνω για μια μικρή ή μεγάλη φράση. Κατά τον ίδιο τρόπο διδάσκεται και η δεύτερη που τη δένουμε στο τέλος της πρώτης επαναλαμβάνοντας εξαρχής… για να κολλήσουμε την Τρίτη… την τέταρτη… και να τελειώσει η πρώτη στροφή του τραγουδιού, η οποία επαναλαμβάνεται, και πάλι, και πάλι… μέχρι να γίνει κτήμα του αυτιού και της καρδιάς των χορωδών.

Σε αυτό το σημείο ο διευθυντής ενεργοποιεί τα μέχρι τώρα αδρανή σημεία δυναμικής του κομματιού. Είναι λάθος μερικών διευθυντών, να διδάσκουν το «χρώμα του τραγουδιού, ταυτόχρονα, με την κατά «μουσική φράση» εκμάθηση του τραγουδιού εκτός, εκτός και αν απευθυνόμαστε σε επαγγελματίες ή ημιεπαγγελματίες χορωδούς… Τι θα πρωτοπροσέξει ο Έλληνας «ημιμαθής» χορωδός; το μέτρο, τα χέρια του μαέστρου, τον ρυθμό, τα λόγια, το χρώμα; Όπως, λάθος είναι και ο «κατά πώς μου ‘ρχεται» χρωματισμός… Μάλιστα· μερικοί διευθυντές, επιμένουν σε μια ακαταστασία (σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς) με αποκορύφωμα το «θα προσέχετε τα χέρια μου και το πρόσωπό μου διότι και την τελευταία στιγμή, στην ώρα της Συναυλίας, μπορεί να μου ‘ρθει να κάνω κάτι το διαφορετικό»! “θεός φυλάξει”! Αν είναι δυνατόν ν’ ακροβατούμε και ν’ αυτοσχεδιάζουμε στην «πρόβα τζενεράλε» ή στην «πρεμιέρα»!

Δυστυχώς, έτσι συμπεριφέρονται κάποιοι μαέστροι, που έρχονται απροετοίμαστοι, οπότε πελαγοδρομούν ταλαιπωρώντας και ταλαιπωρούμενοι… με αποκορύφωμα να φθάνει η χορωδία ή η μπάντα στη συναυλία, και στην πρόβα “τζενεράλε” να κάνει αλλαγές…!

Γ’ ΕΜΠΕΔΩΣΗ
Η εμπέδωση είναι η τρίτη και τελευταία φάση κατά την οποία, ο Μος, προσπαθεί να σταθεροποιήσει στους χορωδούς του, ό,τι τους έμαθε… Εδώ, φαίνεται, αν δούλεψε σωστά, αν είχε την πρέπουσα μεταδοτικότητα, αν επέμενε εκεί που έπρεπε… Από το άλλο μέρος, εδώ διαπιστώνεται και η επιμέλεια των εκτελεστών· κατά πόσο συνεπείς και πρόσεχαν, αν συμμετείχαν με ερωτήσεις… Όλες οι πρόβες, πλέον, είναι γενικές· τουτέστιν, με όλες τις φωνές… Εδώ, απαιτεί ησυχία, ο Δ/ντής, και κάθε φορά διορθώνει…· διορθώνει όταν διαπιστώνει κάποιο λάθος, όμως και προληπτικά στα επικίνδυνα σημεία, όπως ο επιλοχίας στο στρατό, που, ενώ όλη η διμοιρία βαδίζει κανονικά, αυτός, “το βιολί του”… υπενθυμίζει φωνάζοντας “ένα στ’ αριστερό”… ώστε να τους κρατά “εν εγρηγόρσι”. Στα διαλείμματα -όπως και πριν την έναρξη της πρόβας ή μετά την απόλυση-, ο μαέστρος βάζει, από το μεγάφωνα και ακούγεται το κομμάτι σε πλήρη εκτέλεση… όπως ακούγεται και η ηχογράφηση που έχει κάνει της χορωδίας, οπότε γίνεται συνακρόαση, σύγκριση, διόρθωση λαθών…· κι όλα αυτά, ώστε το διδαχθέν να γίνει κτήμα των χορωδών· ό,τι κάνει και ο προπονητής του ποδοσφαίρου, μετά από κάθε αγώνα, με τους ποδοσφαιριστές του να βλέπουν, από κοινού, των αγώνα και να εντοπίζουν τα καλά και άσχημα, ατομικά και συνολικά… Δεν είναι υπερβολή, να δοθεί στους χορωδούς ένα CD προκειμένου το ακούνε στο σπίτι, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο… ώστε να το εμπεδώνουν καλύτερα…
Δείγμα της σωστής δουλειάς που έγινε είναι: φεύγοντας οι χορωδοί να μουρμουρίζουν ή τραγουδούν το κομμάτι…!
(Εάν έχει κατά νου, ο Μος, να διδάξει, κατά τη φετινή χρονιά, ένα δυο κομμάτια, ακόμη, του ίδιου συνθέτη, αυτό πρέπει να γίνει αυτήν την περίοδο, που, οι χορωδοί είναι μέσα στο πνεύμα και στο ύφος του συνθέτη και έχουν νωπά τα όσα τους έχει διδάξει ο Μος… Τα δυο τρία κομμάτια, από κοινού, αποτελούν ενότητα… κάτι που επιδιώκουμε να έχουμε, ακόμη, και στις συναυλίες μας κι όχι “τουρλού τουρλού”· αυτό το “σκόρπια και ασύνδετα”, που, παρουσιάζουν οι χορωδίες σε συναυλιακά προγράμματά τους, είναι εντελώς λάθος…!).

(1919)