Κοντά στο χωριό Βάστα Μεγαλόπολης, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία με αιωνόβια πλατάνια, θεόρατες βελανιδιές και τρεχούμενα κρυστάλλινα νερά, βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας, γνωστό σε όλο τον κόσμο για το ανεξήγητο φαινόμενο που λαμβάνει χώρα εκεί. Από τη σκεπασμένη με πλάκες στέγη του ναϊδρίου ξεπετάγονται 17 μεγάλα δέντρα που αγκαλιάζουν κυριολεκτικά το πέτρινο εκκλησάκι κι οι ρίζες τους χάνονται μέσα στους πετρόχτιστους τοίχους, χωρίς να φαίνονται, ούτε από μέσα, ούτε απ’ έξω. Ένα δέντρινο σύμπλεγμα περιβάλλει το μικρό εκκλησάκι αποτελώντας ακλόνητο θώρακα, λες και θέλει να το προστατεύσει από τα στοιχειά της φύσης και τα βέβηλα χέρια.

Κανένας επιστήμονας, μηχανικός ή αρχαιολόγος, δεν μπόρεσε να εξηγήσει τούτο το φαινόμενο που υπερβαίνει κάθε λογική, φυσική κι επιστημονική εξήγηση. Πώς γίνεται το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας να αντέχει στους αιώνες παρά τις μεγάλες δυνάμεις βάρους των 17 δέντρων που πολλαπλασιάζονται από τους ανέμους του χειμώνα. Βάσει των φυσικών νόμων αυτά τα αιωνόβια δέντρα θα έπρεπε να είχαν πέσει και το εκκλησάκι να είχε γκρεμισθεί. Στέκουν όμως αγέρωχα αντιβαίνοντας τους νόμους φυσικής και στατικής. Κάθε 11η Σεπτεμβρίου, ημέρα γιορτής της Αγίας Θεοδώρας, χιλιάδες προσκυνητές κατακλύζουν την απαράμιλλου κάλλους τοποθεσία για να προσκυνήσουν και ν’ ανάψουν κερί στη χάρη της. Μια γλυκιά ψαλμωδία αντηχεί στη μυστηριακή ρεματιά και το πλήθος των πιστών σιγοψιθυρίζει την προσευχή της Οσιομάρτυρας Θεοδώρας: “Χριστέ μου, συγχώρεσε τους εχθρούς μου, κάνε το σώμα μου εκκλησία, τα μαλλιά μου δέντρα και το αίμα μου ποτάμι”.

Σύμφωνα με την παράδοση η Αγία Θεοδώρα έζησε την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο χωριό Βάστα. Καθώς η φτωχή οικογένειά της δεν είχε τη δυνατότητα να καταβάλλει το χρηματικό ποσό που απαιτείτο για την πληρωμή ενός μισθοφόρου και ο άρρωστος πατέρας της ήταν ανήμπορος και να πάρει μέρος σε μάχες, ντύθηκε αυτή με αντρικά ρούχα και παρουσιάστηκε ως στρατιώτης για να πολεμήσει. Γρήγορα διακρίθηκε για το θάρρος και τη γενναιότητα της στη λεγεώνα, προάχθηκε σε βαθμό, μα κανένας δεν κατάλαβε πως αυτός ο θαρραλέος στρατιώτης ήταν γυναίκα. Μια κοπέλα την ερωτεύτηκε και η Θεοδώρα μάταια προσπαθούσε να την αποφύγει λέγοντας της πως είναι αφιερωμένη στον Θεό. Δεν ήθελε ν’ αποκαλύψει πως ήταν γυναίκα. Τότε ο έρωτας της νεαρής κοπέλας που δεν έβρισκε ανταπόκριση μετατράπηκε σε φλόγα εκδίκησης.

Σαν έμεινε έγκυος με κάποιον άλλο στρατιώτη πήγε στον επικεφαλής της λεγεώνας και του είπε πως η Θεοδώρα, δηλαδή ο γενναίος στρατιώτης που είχε ερωτευτεί ήταν εκείνος που την άφησε έγκυο. Η Θεοδώρα που δεν ήθελε ν’ αποκαλυφτεί το μυστικό της αρνήθηκε να την παντρευτεί κι έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της ατίμωσης της νεαρής κοπέλας. Η Θεοδώρα οδηγήθηκε έξω από το χωριό Βάστα και ο δήμιος την αποκεφάλισε. Πριν από τον αποκεφαλισμό της προσευχήθηκε λέγοντας: “Κύριε κάνε το σώμα μου εκκλησία, τα μαλλιά μου δέντρα και το αίμα μου ποτάμι”!

Προ αμνημονεύτων χρόνων, περίπου τον 12ο αιώνα, στο σημείο του μαρτυρίου της Αγίας φτιάχτηκε ένα εκκλησάκι στη μνήμη της όπου μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν τα λείψανα της. Αίφνης από τη στέγη του ερημοκλησιού φύτρωσαν 17 δέντρα όσα και τα χρόνια της Θεοδώρας όταν θανατώθηκε, και από τα θεμέλια του ανάβλυσε κρυστάλλινο νερό. Έτσι με τούτο το θαύμα που συντελέστηκε πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της Αγίας.

Ήταν ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο όταν ακολουθώντας της Ε.Ο. Μεγαλόπολη – Καλαμάτα στρίψαμε δεξιά στον ανισόπεδο κόμβο προς Ίσαρη και Αγία Θεοδώρα. Η διαδρομή ήταν μαγευτική με φόντο την «Ιερή Κορφή των Αρκάδων» και τις Μονάδες Ηλεκτροπαραγωγής της Μεγαλόπολης που ύψωναν τους ατμούς τους ως θυμιάματα στον ουρανό. Ο στενός ορεινός δρόμος περνούσε από κατάφυτες πλαγιές με αιωνόβιες βελανιδιές, πουρνάρια και πλατάνια.

Γρήγορα φτάσαμε στο παραδοσιακό χωριό Ίσαρη όπου εντυπωσιαστήκαμε από τα πέτρινα σπίτια και την παλιά καμαρωτή βρύση. Στις αυλές με τις κληματαριές έκοβαν ξύλα με τσεκούρια κι αλυσοπρίονα για να προετοιμαστούν για τον σκληρό χειμώνα. Μετά το χωριό ο δρόμος έγινε κατηφορικός και η πυκνή βλάστηση έκρυβε τον ήλιο που πλησίαζε προς τη δύση. Ο καθαρός αέρας της Αρκαδικής φύσης και η υγρασία του δάσους μας έκαναν να ξεχνάμε το άγχος της καθημερινότητας, τους ανταγωνισμούς και την αδιάκοπη πάλη της επιβίωσης. Πήραμε το δρόμο προς Βάστα όπως έδειχνε η ταμπέλα και κατηφορίσαμε προς την περιοχή της Αγίας Θεοδώρας.

Φθάνοντας σ’ ένα ξέφωτο μείναμε έκθαμβοι από το θέαμα που αντικρύσαμε. Δίπλα στα γάργαρα νερά ενός χειμάρρου έστεκε επιβλητική πέτρινη ερημοκλησιά που από τη στέγη της ξεπηδούσαν 17 πελώριες βελανιδιές λες και ήθελαν να φτάσουν στον ουρανό. Πλησιάσαμε στην είσοδο του ναΐσκου και ασπαστήκαμε την εικόνα της Αγίας Θεοδώρας. Αγγίξαμε τους στιβαρούς πέτρινους τοίχους, μα κανένα ίχνος ρίζας, λες και τα δέντρα έστεκαν μετέωρα στην πλακόστρωτη στέγη.

Μια γριούλα από το Βάστα που πότιζε τις γλάστρες στην είσοδο του Ιερού Ναού μάς άνοιξε την πόρτα και μείναμε έκπληκτοι. Κανένα ίχνος ρίζας δεν υπήρχε και οι τοίχοι ήσαν άθικτοι, ενώ λογικά θα έπρεπε να έχουν καταστραφεί από τις ρίζες των δέντρων που είχαν διεισδύσει στο εσωτερικό τους. Μπροστά στο πέτρινο τέμπλο του Ιερού λαμποκοπούσαν οι εικόνες της Αγίας Θεοδώρας και του Χριστού. Μια κορνίζα με έκθεση πολιτικού μηχανικού στον τοίχο, αποδείκνυε το ανεξήγητο και υπερφυσικό φαινόμενο που δεν μπορούσε να ερμηνευτεί από πλευράς στατικής.

Βγήκαμε εκστασιασμένοι και ακολουθώντας το δρομάκι δίπλα στα νερά φτάσαμε σ’ έναν παλιό νερόμυλο που δίπλα του λειτουργούσε μια παραδοσιακή ταβέρνα. Το σκοτάδι είχε απλωθεί για τα καλά κι ένα πούσι σκέπαζε τη ρεματιά. Στο φωτισμένο ταβερνάκι οι ξένοι επισκέπτες και προσκυνητές μάταια αναζητούσαν κάποια λογική εξήγηση για το φαινόμενο του ναΐσκου.

Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής συλλογιστήκαμε πως εκείνο που έχει πιότερη σημασία στη ζωή είναι η δύναμη της Πίστης, της Αγάπης του Μεγάλου Διδασκάλου κι όχι η αναζήτηση θαυμάτων.
Ακόμα κι αν για όλα υπάρχει μια λογική εξήγηση, η μοναδική διδασκαλία της Αγάπης ποτέ δεν θα ξεπεραστεί. Σ’ αυτήν αφοσιώθηκε με πάθος και η Αγία Θεοδώρα η Οσιομάρτυρας.
Π.Ν.Κ.
(από τον “Νέο Ορίζοντα”)

(180)