Το Ουκουλέλε ή Ούκε (Ukulele και Uke) ή γιουκαλίλι, όπως συχνά αποκαλείται σύμφωνα με την αγγλική προφορά, είναι έγχορδο μουσικό όργανο στο σχήμα της κιθάρας. Προέρχεται από το πανομοιότυπο όργανο machete da braça, το οποίο μεταφέρθηκε στη Χαβάη (γνωστή τότε με την ονομασία Νήσοι Σάντουϊτς) από μετανάστες από το πορτογαλικό νησί της Μαδέιρα. Ως πρώτοι κατασκευαστές του οργάνου στη Χαβάη αναφέρονται οι Πορτογάλοι Μανουέλ Νούνες, Αουγκούστο Ντίας και Χοσέ ντο Εσπίριτο Σάντο, που έφθασαν στη χώρα το 1879. Κατά την ταξινόμηση Hornbostel-Sachs ανήκει στην οικογένεια των χορδόφωνων. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό της κιθάρας, αλλά τα δύο όργανα έχουν διαφορά στο μέγεθος, καθώς το ουκουλέλε είναι αρκετά μικρότερο από την κιθάρα. Διαφέρουν επίσης στον αριθμό των χορδών, με το ουκουλέλε να έχει τέσσερις αντί των έξι που έχει τυπικά η κιθάρα. Το βασικό κούρδισμά του είναι σολ-ντο-μι-λα, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμα τα λα-ρε-φα δίεση-σι και ρε-σολ-σι-μι.
Στη Χαβαϊκή γλώσσα, η ονομασία ουκουλέλε σημαίνει ψύλλος που αναπηδά και υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με την προέλευσή της. Μία από αυτές σχετίζεται με τον Άγγλο αξιωματούχο Έντουαρντ Πέρβις, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Χαβάη το 1879. Ο Πέρβις ήταν ταλαντούχος μουσικός και συνήθιζε να παίζει προς ευχαρίστηση του βασιλιά της Χαβάης, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, τού έδωσε το χαβανέζικο προσωνύμιο ουκουλέλε, εξαιτίας του ζωηρού χαρακτήρα του και της μικρόσωμης εμφάνισής του. Κατά μία άλλη εκδοχή, η ονομασία περιγράφει τη γρήγορη κίνηση των χεριών του οργανοπαίχτη πάνω στην ταστιέρα του, ενώ κατά την πιο ποιητική ερμηνεία της βασίλισσας της Χαβάης Liliʻuokalani, η χαβανέζικη λέξη uku σημαίνει δώρο και παραπέμπει στη μεταφορά του οργάνου από την Πορτογαλία στις νήσους Σάντουϊτς (το όνομα που έδωσαν οι Ευρωπαίοι στη Χαβάη). Σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του ουκουλέλε στη μουσική της Χαβάης διαδραμάτισε η έντονη ενασχόληση του «πρόσχαρου» μονάρχη Καλάκουα A’ με αυτό. Υπήρξε το αγαπημένο μουσικό όργανό του, ενώ ήταν και ο ίδιος εκτελεστής του, επιχειρώντας να το εισάγει στις μουσικές εκδηλώσεις της χώρας. Σύμφωνα με μία παράδοση, το ουκουλέλε συνόδευσε για πρώτη φορά το χορό χούλα, κατά τον εορτασμό του ιωβηλαίου του βασιλιά το 1886.
Διακρίνονται τέσσερα είδη ουκουλέλε, ανάλογα με το μέγεθος του οργάνου. Το σοπράνο έχει μήκος 46-53 εκατοστά περιλαμβάνοντας περίπου 12-17 τάστα, το κοντσέρτο φθάνει τα 60 εκατοστά και τα 19 τάστα, το τενόρο ουκουλέλε είναι περίπου 70 εκατοστά και αποτελείται από 18 έως 22 τάστα, ενώ το βαρύτονο είναι το μεγαλύτερο σε μήκος, φθάνοντας τα 80 εκατοστά και τα 22 τάστα. Όλοι οι διαφορετικοί τύποι του ουκουλέλε παίζονται συνήθως με χρήση συγχορδιών, αν και το σοπράνο χρησιμοποιείται, ειδικότερα μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και το έργο του Jesse Kalima, και ως σολιστικό μελωδικό όργανο. Μια παραλλαγή του ουκουλέλε είναι το ομώνυμο όργανο της Ταϊτής, το οποίο εμφανίζει αρκετές διαφορές.
Σημαντικοί εκτελεστές του ουκουλέλε, με καταγωγή από τη Χαβάη, ήταν οι Ernest Kaai (1881–1962), Jesse Kalima (1920–80) και Herb Ohta (γεν. 1934). Στην Αμερική, μουσικοί που διακρίθηκαν στο όργανο ήταν οι Κλιφ Έντουαρντς (γνωστός και ως Ukulele Ike, 1895–1971), Ρόι Σμεκ (1900–94), Άρθουρ Γκόντφρι (1903–83) και Tiny Tim (ψευδώνυμο του Herbert Buckingham Khaury, 1925–96). Στην Ευρώπη, το ουκουλέλε χρησιμοποιήθηκε από μουσικούς του βρετανικού music hall, ενώ στους πιο γνωστούς οργανοπαίχτες ανήκει ο Τζορτζ Φόρμπι (George Formby 1904–61), ο οποίος διακρίθηκε επίσης στο όργανο του banjulele, το οποίο συνδυάζει το σώμα του μπάντζου με τα χαρακτηριστικά του ουκουλέλε.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Επιμέλεια Χάρη Ταλούμη Πλοίαρχου

(122)