Του Αντιστασιακού Δικηγόρου και Προέδρου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Το Θέατρο πέρασε απότομα από μια περίοδο πατριωτικής έξαρσης (καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου) στην περίοδο της τριπλής κατοχής, της βάρβαρης καταπίεσης, της πείνας, των μεγάλων κινδύνων για τον καθένα και για το Έθνος ολόκληρο. Αλλ’ αντιστάθηκε κατά τρόπο θαυμαστό και στήριξε τον ελληνικό λαό στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του. Απόδειξη ότι παρά την πείνα, τις ακατάλληλες ώρες λειτουργίας του, τις δυσκολίες της κυκλοφορίας, παρά τους κάθε λογής κινδύνους, ο αριθμός των θεατών είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στα προπολεμικά χρόνια ήταν άθλος αν κάποιο έργο παιζόταν περισσότερο από 15-20 μέρες. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πρεμιέρα, ακόμα και όταν προβλεπόταν επιτυχία, ξεκινούσαν πρόβες για το καινούργιο έργο.
Η παράδοση αυτή έσπασε στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου, που το ελληνικό θέατρο έλεγε με τον δικό του τρόπο το «ΟΧΙ» και πανηγύριζε τις νίκες του ελληνικού στρατού.

Τα θέατρα της πρωτεύουσας δεν λειτούργησαν μόνο για τρεις μέρες, στις 29, 30 και 31 Οκτωβρίου του 1940, εξαιτίας του ιταλικού αιφνιδιασμού και της επιστράτευσης πολλών ηθοποιών, που δημιούργησε κενά στους θιάσους. Παρ’ όλα αυτά, τα κενά συμπληρώθηκαν και τα θέατρα επαναλειτούργησαν την 1η Νοεμβρίου 1940, εκτός από το «Εθνικό», που πέρα από τις σοβαρές ελλείψεις σε ηθοποιούς, λόγω επιστράτευσης, αντιμετώπισε και γραφειοκρατικές δυσκολίες στην πρόσληψη νέων.

Εκτός όμως από την ανασυγκρότηση των θιάσων, ήταν αναγκαία και η άμεση αλλαγή ρεπερτορίου.
Πρώτη η Μαρίκα Κοτοπούλη, που έπαιζε με θριαμβευτική επιτυχία τη “Μαντάμ Μποβαρύ”, κατέβασε αμέσως το έργο και ανέβασε την επιθεώρηση “Πολεμικά Παναθήναια” του Δημήτρη Γιαννουκάκη σε μουσική Κ. Γιαννίδη. Η ίδια ξεσήκωσε τον κόσμο απαγγέλοντας στο φινάλε, περιτριγυρισμένη από όλο τον θίασο, «Ήρθ’ ο καιρός που θα βροντήξει το κανόνι», ενώ η Ελένη Χαλκούση σατίριζε τα πολεμικά ανακοινωθέντα των Ιταλών, που απέδιδαν τις ήττες τους στην κακοκαιρία.

Στο θέατρο «κεντρικό» ο θίασος Κατερίνας ανέβασε την επιθεώρηση “Πολεμικές καντρίλιες” των Γιαλαμά – Οικονομίδη και Θίσβιου (μουσική Γρηγ. Κωνσταντινίδη) και έπειτα την επιθεώρηση “Νοκ-άουτ” του Γιαλαμά.

Στο θέατρο «Μουσούρη» (τώρα «Αλίκη») ο θίασος Μιράντας – Κ. Μουσούρη ανέβασε την επιθεώρηση “Πρωτοβρόχια” των Αλέκου Σακελλάριου και Δ. Ευαγγελίδη και στη συνέχεια τις επιθεωρήσεις “Φινίτο λα μούζικα” και “Μπράβο Κολονέλο”. Όλες με μουσική Θ. Σακελλαρίδη και συνεργάτες τους Ορέστη Μακρή, Κυριάκο Μαυρέα, Κώστα Δούκα, Περικλή Χριστοφορίδη, Ερρίκο Κονταρίνη και τις κυρίες Μιράντα, Μαρίκα Κρεβατά, Μαλαίνα Ανουσάκη, Μαρίκα Νέζερ και Λιλή Κοντονή.

Στο θέατρο «Μοντιάλ» ένας μεγάλος θίασος ανέβασε την επιθεώρηση “Μπέλλα Γκρέτσια” του Μίμη Τραϊφόρου. Συμμετείχαν οι Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης, Ηρώ Χαντά, Γεωργία Βασιλειάδου, Λίτσα Λαζαρίδου και η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ρένα Βλαχοπούλου. Τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο.

Η Άννα Καλουτά εμφανιζόταν ντυμένη τσολιάς και με το: «ιέν – δυο – ιέν – δυο, ιγώ ιμ ιγώ, ιβζουνάκι γοργό…» ξεσήκωνε κάθε βράδυ τους θεατές και καθιερώθηκε στο ελληνικό θέατρο ως το «ηρωικό ευζωνάκι», ενώ η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», που έγινε γρήγορα το πιο δημοφιλές τραγούδι. Σε άλλες επιθεωρήσεις τραγούδησε το «Βάζει ο Ντούτσε την καλή του, την πολεμική στολή του», το «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός» και η φήμη της είχε γίνει γνωστή στους Ιταλούς, οι οποίοι όταν «κατέλαβαν» την Αθήνα πίσω από τους Γερμανούς, της απαγόρευσαν να τραγουδά. Αργότερα, φοβήθηκε ότι θα συλληφθεί και διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου τραγουδώντας στα ελληνικά στρατόπεδα, αλλά και σε συναυλίες, απέκτησε τον τίτλο της «Τραγουδίστριας της νίκης».

Την επόμενη επιθεώρηση του «Μοντιάλ» έγραψαν οι Γιαννουκάκης, Γιαννακόπουλος και ο Αλέκος Σακελάριος με τίτλο “Πολεμική Αθήνα”. Στο θέατρο «Κυβέλης» ο θίασος Παρασκευά Οικονόμου ανέβασε στην επιθεώρηση των Σώτου Πετρά – Κώστα Κιούση, με τίτλο “Μπόμπα” και μουσική Μ. Κατριβάνου, και στο θέατρο «Ολύμπια» άλλος μουσικός θίασος ανέβασε την επιθεώρηση “Αθήνα – Ρώμη”.

Η κατοχική λογοκρισία
Όλ’ αυτά όμως άλλαξαν τελείως μετά τη γερμανική εισβολή. Εκτός από το ότι έπρεπε να γίνει πλήρης αλλαγή ρεπερτορίου, οι κατακτητές οργάνωσαν αμέσως υπηρεσίες λογοκρισίας, οι οποίες ασκούσαν ασφυκτικό έλεγχο, εφαρμόζοντας τον μεταξικό νόμο του 1936 «Περί ελέγχου θεατρικών έργων», τον οποίο συμπλήρωσαν με αστυνομικές διατάξεις των κατοχικών κυβερνήσεων. Αργότερα δημοσιεύθηκε ο αναγκαστικός νόμος 108/1942 που ρύθμιζε «πληρέστερα» το θέμα της θεατρικής λογοκρισίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη εγκύκλιος της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως» προς τους θιασάρχες εκδόθηκε στις 12 Μαΐου 1941, έξι μόνον ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή, η δεύτερη στις 30 Ιουνίου 1941 και η τρίτη στις 11 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Στην τελευταία αυτή εγκύκλιο, αφενός μεν γινόταν αναφορά στην «καταφανή απροθυμία των θιασαρχών προς συμμόρφωσιν εις τας μέχρι τούδε υποδείξεις», αφετέρου δε ανακεφαλαιώνονταν οι κανόνες της θεατρικής λογοκρισίας:

1)Τα δια πρώτην φοράν αναβιβαζόμενα έργα είτε πρωτότυπα είτε μεταφρασμένα, ως και τα μεμονωμένα «νούμερα», δέον απαραιτήτως να υποβάλλωνται μετά της σχετικής αποφάσεως αδείας εις διπλούν, και εφόσον δεν είναι δακτυλογραφημένα, ευπρεπώς και ευαναγνώστως επιγεγραμμένα. Το εν των αντιγράφων τούτων θέλει επιστρέφεται μετά των τυχόν διορθώσεων εις τον αιτούντα μετά της σχετικής αδείας, το δε έτερον, με τας αυτάς τυχόν διορθώσεις, θέλει παραμείνει εις τα αρχεία της καθ’ ημάς Υπηρεσίας, δια να δύναται αύτη να ενεργεί ακωλύτως ανά πάσαν στιγμήν τον έλεγχόν της προς τας υποδείξεις της συμμορφώσεως.

2)Τα έργα άτινα προτίθεται έκαστος θίασος ή μεμονωμένοι ηθοποιοί να αναβιβάσουν από σκηνής, δέον προ οιασδήποτε ενεργείας (αγγελίας εις εφημερίδας, διαφημίσεως, μελέτης υπό των ηθοποιών, κατασκευής σκηνικών και αμφιέσεων κλπ.) να υποβάλλωνται εις την Επιτροπήν Ελέγχου Θεατρικών Έργων προς έγκρισιν.

3) Διά τα έργα άτινα έτυχον κατά τα ανωτέρω της ημετέρας εγκρίσεως και κατά πρώτον αναβιβαζόμενα από σκηνής, δέον να καλείται η Επιτροπή τρεις το βραδύτερον ημέρας προ της πρώτης παραστάσεως, να παραστεί εις γενικήν δοκιμήν με αρτίαν εμφάνισιν, ήτοι σκηνικά, ενδυμασίας κλπ. και με πλήρη εκτέλεσιν του κειμένου, μετά της μουσικής, εφόσον θα πρόκειται περί μουσικού έργου, ως εάν επρόκειτο περί κανονικής παραστάσεως, ίνα εξ όλων τούτων των στοιχείων δυνηθή να μορφώση η Επιτροπή πλήρη γνώμην και να χορηγήση την οριστικήν άδειαν δια τας παραστάσεις.
Τονίζεται ιδιαιτέρως ότι βαρείαι κυρώσεις θέλουσιν επιβληθή και ότι ουδεμία επιείκεια δι’ οιονδήποτε λόγον θέλει επιδειχθή εις τους αιτούντας και μη τυχόν συμμορφουμένους εφεξής εις τας ανωτέρω ημών υποδείξεις.

Υπήρχε όμως κι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εγκυκλίων και ειδικών διατάξεων που όριζαν τι συγκεκριμένα απαγορευόταν στα θέατρα
Ειδικότερα:
1)Απαγορευόταν το ανέβασμα θεατρικών έργων που αναφέρονταν σε συμμαχικές χώρες, ή περιείχαν έστω και μνεία των λέξεων Άγγλος, Αμερικανός, Αμερική, Ρώσος κλπ.
2) Η υπ’ αριθμ. 1861/383 της 12ης Ιουλίου 1941 εγκύκλιος της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως», ανέφερε μεταξύ άλλων:
Τέλος, αποφάσει της Επιτροπής ελέγχου θεατρικών έργων και μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται όπως εκτελούνται «Κρητικαί μαντινάδες» οιουδήποτε περιεχομένου. Επίσης η εμφάνιση φουστανελλοφόρων και ενδυμασιών Κρήτης, Ηπείρου, Μακεδονίας και Κερκύρας.
3) Γίνονταν συστάσεις στους θιάσους και καμιά φορά τους υποχρέωναν ν’ ανεβάζουν γερμανικά έργα.
4) Με εγκύκλιο της 30ής – 12-1941, η Επιτροπή απαγόρευε να γίνεται στα έργα μνεία της πείνας και της έλλειψης τροφίμων.
5) Απαγορευόταν να γίνονται στις παραστάσεις χειρονομίες και αυτοσχεδιασμοί που δεν υπήρχαν στη γενική πρόβα.
6)Απαγορεύονταν τα σκηνικά που παρίσταναν βουνό, πλαγιές κλπ. γιατί θύμιζαν στο κοινό τον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα και προκαλούσαν θύελλα ενθουσιασμού.

Παρ’ όλα αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι άνθρωποι του θεάτρου έβρισκαν τρόπους να εκδηλώσουν την αντίσταση τους και να δημιουργούν προβλήματα στην Επιτροπή Λογοκρισίας. Στην εγκύκλιο της 11ης -8-1942 η κατοχική λογοκρισία ομολογεί με λεπτομέρειες τον τρόπο αντιδράσεως του θεάτρου μας, μ’ αυτά τα λόγια:
Παρά τας επανειλημμένας συστάσεις, ένιοι ηθοποιοί, ιδίως των θιάσων Επιθεωρήσεων και Ποικιλιών, εξακολουθούν να αυτοσχεδιάζουν από σκηνής, είτε να προσθέτουν φράσεις ή λέξεις πέραν των εγκεκριμένων, ακόμη και να εκτελούν ενίοτε και κατόπιν ελέγχου διαγραφέντα σημεία αυτών, είτε και δια χειρονομιών ή κινήσεων να αλλοιώνουν την έννοια των κειμένων.
Σε μεταγενέστερη εγκύκλιο ομολογούσε ότι:
Ελάχιστα των θεάτρων συνεμορφώθησαν προς τους καθιερωμένους τύπους 919-10-1942).

(909)