Κάθε ελεύθερη και ανεξάρτητη χώρα, έχει τον Εθνικό Ύμνο της: σύντομο μελοποιημένο ποίημα, που εκφράζει πατριωτικά συναισθήματα και ψάλλεται σε επίσημες εκδηλώσεις. Οι παρευρισκόμενοι, τον παρακολουθούν με κατάνυξη και σε στάση προσοχής.

Η Ελλάδα, μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και τη συγκρότηση αυτόνομου κράτους, δεν είχε Εθνικό Ύμνο. Πέρασαν τριανταπέντε χρόνια για να αποκτήσει. Οι εκάστοτε ιθύνοντες, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους σε άλλα πιο σημαντικά προβλήματα. Στις εορταστικές εκδηλώσεις, κάλυπταν την έλλειψη με διάφορα εμβατήρια.

Σχεδόν, αποκλειστική προτίμηση, είχε ο Κλέφτης του Αλέξανδρου Ραγκαβή. Τον τραγουδούσαν οι μαθητές των σχολείων, οι φαντάροι και τον παιάνιζαν οι ενόργανες φιλαρμονικές, σκορπίζοντας ρίγη πατριωτικής συγκίνησης και ενθουσιασμού. Ακόμη και σήμερα, αποτελεί προσφιλές άκουσμα, σε αρκετές περιπτώσεις.
Εναρκτήριοι στίχοι: «Μαύροι είν’ η νύχτα στα βουνά / στους βράχους πέφτει χιόνι / στα άγρια, στα σκοτεινά / στις τραχές πέτρες, στα στενά / ο Κλέφτης ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει…».

Κατά διαστήματα, άρχισε να γίνεται λόγος για την ανάγκη συγγραφής ποιήματος, που θα ήταν κατάλληλο να καθιερωθεί ως Εθνικός Ύμνος. Ο Τύπος της εποχής, ανακινούσε συχνά το θέμα και μερικοί λογοτέχνες άρχισαν να δημοσιεύουν στίχους προοριζόμενους γι’ αυτόν τον σκοπό. Υπεύθυνη επιτροπή, ουδέποτε συγκροτήθηκε ούτε προκηρύχθηκε σχετικός διαγωνισμός.

Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, παρότι σε στιγμές αυθορμητισμού είχε γράψει στίχους στη δημοτική, στο βάθος ήταν ένθερμος υποστηρικτής και χρήστης της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας. Πολυγραφότατος συγγραφέας, ποιητής, αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, διετύπωσε ως εξής τη γνώμη του, για τη συγγραφή του Ύμνου: «Ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τας ενθερμοτέρας του Έθνους ευχάς, πρέπει και γλώσσης της ευγενεστέρας και υψηλοτέρας, να ποιήται χρήσιν…».

Συνεπής στις γλωσσικές αρχές του έγραψε τους ακόλουθους στίχους, με σκοπό να καλύψουν την επείγουσα ανάγκη: «εις ακτάς, κοιλάδας, όρη/πνεύμα φέρεται ζωής/ και αστράπτον πάλλει δόρυ/ η αρχαία ηρωίς./ Των Ελλήνων άναξ, χαίρε/ στέμμα έχον παμφαές/ εις ευδαίμον μέλλον φέρε/ τον λαόν σου κι ευκλεές…».
Ο βαθμός της καταλληλότητας, στην κρίση των αναγνωστών.

Υπάρχουν και άλλοι, χειρότεροι. Ενδεικτικά αποσπάσματα:
Ο λόγιος αγωνιστής, Γεώργιος Κλεάνθης: «Τι αστραπή στη Δύση! Τι τρομερά / αντιλαλούν Ασίας τα πλευρά…».

Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός: «Προς την πόλιν της Παλλάδος / βλέμμα στρέφε εξ ουρανών / Πλάστα σκέπε της Ελλάδος / βασιλέα γαληνόν…».

Κάποιος πρότεινε τον αγγλικόν Ύμνο «God save the King: ο Θεός να σώζει τον βασιλέα» εξελληνισμένον από τον Σπ. Τρικούπη, εν αγνοία του μεταφραστή: «Γεώργιε αρχηγέ / πολυετής είης / σώζου άναξ / νίκη υψούμενος / δόξη κοσμούμενος / μέχρι γήρως λιπαρού / σώζου αρχηγέ / ανάστα Κύριε ο Θεός / εχθρούς αυτού ο κραταιός, σύντριψον Συ!…».
Λαϊκή παροιμία: από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.

Το 1862 έγινε η εκθρόνιση του μονάρχη Όθωνα. Το επόμενο έτος, τον αντικατέστησε ο Γεώργιος Α’ δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Δ’ της δυναστείας Γκλύξμπουργκ. Το 1864 τα Ιόνια νησιά ενώνονται με την Ελλάδα. Το 1865 πρωθυπουργός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και πρόεδρος του Βουλευτικού ο Βασίλειος Βουδούρης, δημογέροντας από την Ύδρα και εθνικός ευεργέτης.

Ο Βασ. Βουδούρης γνώριζε από παλιότερα και είχε εκτιμήσει το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού «Ύμνος εις την Ελευθερίαν». Με πρότασή του, οι δυο πρώτες στροφές, καθιερώθηκαν ως «Ύμνος του Έθνους και του Βασιλέως», με βασιλικό διάταγμα, τον Ιούλιο του 1865. Όλα τα άλλα στιχουργικά εξαμβλώματα, ετέθησαν εις τον κάλαθον των αχρήστων.

Το πατριωτικό αυτό ποίημα, ο Σολωμός το έγραψε μέσα σε ένα μήνα: τον Μάιο του 1823. Αποτελείται από εκατόν πενηνταοκτώ (158) τετράστιχες στροφές, με ομοιοκατάληκτους τροχαϊκούς στίχους. Μελοποιήθηκε από τον διαπρεπή Κερκυραίο μουσικοσυνθέτη και φίλο του ποιητή, Νικόλαο Μάντζαρο. Από τότε, ψάλλεται αναλλοίωτο.

Πολύ σύντομα, μόλις γράφτηκε, τυπώθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα. Μοιράστηκε σε όλες τις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί. Οι άποροι το έπαιρναν δωρεάν, ενώ οι δυνάμενοι «αντί εκατόν παράδων, δια την ενίσχυσιν του Αγώνος».

Χρυσόστομος Κριμπάς

(161)