Έκλεισαν 189 χρόνια την 26η Μαρτίου ε. ε. αφ’ ότου σφάλισαν τα μάτια ενός μεγάλου μουσουργού, του Λούντβινγκ φον Μπετόβεν, όπου μετά το θάνατό του σ’ όλον τον πολιτισμένο κόσμο, όλων των ηπείρων, όπου κι αν βρεθεί κάθε άνθρωπος, τον νοιώθει ολοζώντανο και θωπεύει τη μορφή του. Ο Μπετόβεν ήταν ο άνθρωπος που αγαπήθηκε και αγάπησε τους συνανθρώπους του όσον ουδείς άλλος, διότι δούλεψε τόσο σκληρά για να τους χαρίσει τη χαρά.

Γεννήθηκε τη 16η Δεκεμβρίου 1770 στη Βόννη της Γερμανίας, φτωχός και ασήμαντος από φτωχούς γονείς, με μεγάλη νεανική απαισιοδοξία όταν ο πατέρας του ήταν μέθυσος και ο Μπετόβεν, από τα παιδικά του χρόνια, αναγκαζόταν να τρέχει στις ταβέρνες να τον περιμαζεύει για να μην τον πιάσει η αστυνομία. Η μητέρα του, από τη μεγάλη φτώχεια και από την πίκρα, έλιωσε στην αρρώστια και τον άφησε μαζί με τους άλλους δύο αδελφούς του. Η πίκρα του εξακολουθούσε να θεριεύει κοντά τους διότι οι αδελφοί του ήσαν κλασικοί τεμπέληδες και «αχαΐρευτοι» όπου συνεχώς είχαν προσκολληθεί παρασιτικά κοντά του και ο φτωχός Μπετόβεν έπρεπε να φροντίζει τώρα και γι’ αυτούς.

Ήθελε να ηρεμήσει και αλλάξει στην ταραχώδη αυτή ζωή, αποκτώντας οικογένεια, αλλά δεν το κατόρθωσε κι έτσι πέρασε όλ’ αυτά τα χρόνια μόνος και έρημος· και το χειρότερο απ’ όλα, ο Μπετόβεν από τα 25 χρόνια του, στην ωραιότερη ακμή της ηλικίας του και του ανήσυχου δημιουργικού του πνεύματος, άρχισε να μην ακούει καλά. Ο άνθρωπος αυτός της μουσικής, που είχε τόση και τόση ανάγκη ακοής για να δημιουργεί με το αφάνταστο σε καθαρότητα πνεύμα του, και να έχει την ευχέρεια της ακοής, κουφάθηκε συν τω χρόνω ολότελα και αισθανόταν φοβερή απελπισία, γιατί είχε καταλάβει οριστικά πλέον, ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να τον σώσει από την ολοκληρωτική του κώφωση.

Έζησε, λοιπόν, ο Μπετόβεν τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς ν’ ακούει, και η μόνη ασχολία του ήταν οι ήχοι και η μουσική. Από δέκα επτά χρονών ασχολήθηκε μ’ αυτήν· όταν πήγε στη Βιέννη και συνάντησε τον περίφημο τότε Μότσαρτ, παίζοντας μπροστά του πιάνο και αυτοσχεδιάζοντας επάνω σ’ ένα θέμα που του δόθηκε εκείνη τη στιγμή, ο Μότσαρτ δεν άργησε να καταλάβει πως είχε απέναντί του μια μεγαλοφυΐα και είπε στους φίλους του ότι “ο κόσμος θα μιλήσει πολύ μια μέρα γι’ αυτό το παιδί”.

Εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στη Βιέννη, μητρόπολη τότε της μουσικής· σπούδασε την τελειότητα της, και εμφανίζεται πολύ συχνά στο κοινό ως πιανίστας όπου όλοι οι αριστοκράτες γοητεύονται για την πιο τέλεια απ’ όλους απόδοση. Συνθέτει ταυτόχρονα τ’ αθάνατα έργα του “ων ουκ έστι αριθμός” και βρίσκεται μεταξύ άσημων περνώντας τη ζωή του μ’ αυτούς. Αρνείται να θεωρήσει τον εαυτό του ανώτερο παντός άλλου, γιατί είχε κάποτε ‘πει πως “μονάχα στην καλοσύνη ξεχωρίζουν οι άνθρωποι σε ανώτερους και κατώτερους”.

Η κουφαμάρα του όμως προχωρούσε και δεν ήθελε να τη φανερώσει και η απελπισία του κορυφώνεται. Τη συμφορά του την κρατάει μυστική και δεν θέλει να την καταλάβουν οι φίλοι του, γι’ αυτό και στο τέλος με πολύ μελαγχολία τους αποφεύγει και τραβιέται στην εξοχή και στα δάση σαν ερημίτης. Στην απελπισία του, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει και γράφει τη διαθήκη του, που είναι ένας τρομερός σπαραγμός, αλλ’ εν τέλει με αυτοσυγκράτηση και επιμονή νικάει τον θάνατο και εξακολουθεί να ζει πολλά ακόμη χρόνια για να μας χαρίσει, αν και κωφός, τις αθάνατες μελωδίες του. Να, τι έγραφε στην απελπισία του πριν αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του, την οποία νίκησε με σθένος και ψυχραιμία εξ’ αιτίας της κουφαμάρας του!

«Ω άνθρωποι, που με θεωρείτε μισάνθρωπο. Πόσο με αδικείτε!Δεν ξέρετε την κρυφή αιτία… Αλίμονο! Πώς μπορώ να ομολογήσω… πως δεν μπορώ ν’ ακούσω τον ήχο μιας φλογέρας ή το τραγούδι του βοσκού;… Χαίρετε! Και μη με ξεχάσετε σαν πεθάνω, γιατί εγώ ήθελα να σας κάνω ευτυχισμένους…».

Ευτυχώς, ο Μπετόβεν πάλεψε μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου με την επιμονή του, με πίστη προς τον Θεό και συναίσθηση προς το καθήκον άλλαξε την ιδέα της αυτοκτονίας του και έζησε πολλά ακόμη χρόνια για να χαρίσει στον κόσμο τις αθάνατες μελωδίες του.
Η τραγική μοίρα νικήθηκε από τη θέληση του τρομερού αυτού γίγαντα των ήχων που σκοπός του ήταν η θέληση και η επιμονή να χαρίσει στους ανθρώπους τη χαρά και την ευτυχία, ώστε με τον ακατάπαυστο της μουσικής ιερό αγώνα, να στεφανωθεί την αιώνια νίκη. Προς τη νίκη, τη χαρά, την ευτυχία και την ελευθερία στρέφονται τα έργα του Μπετόβεν, χωρίς να τον βοηθεί το μουσικό του αυτί και ευφρανθεί τα πολύτιμα έργα του. Αισθανόταν χαρά για την ελευθερία ώστε, καθώς έλεγε, δεν τη θυσίαζε ούτε στα πόδια ενός θρόνου.

Θαύμαζε τον Ναπολέοντα όσον ήταν στρατηγός και του είχε αφιερώσει την 3η συμφωνία του, αλλά όταν έμαθε πως ο Ναπολέων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας φώναξε οργισμένος: “Κι αυτός είναι όπως όλοι οι άλλοι, τσαλαπατώντας κάθε ανθρώπινο δικαίωμα για να βάλει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους γενόμενος τύραννος”! Ξέσχισε την αφιέρωση, και τη συμφωνία εκείνη την ονόμασε πια «ηρωική».

Για δώδεκα χρόνια ήταν επίσημος μουσικός στην αυλή της Ρηνανίας μα ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τους αυλικούς ούτε ήθελε και τη συντροφιά τους από υπερηφάνεια. Τα έργα του με την αχαλίνωτη φαντασία ξεχειλίζουν από δραματικότητα, αγάπη και δύναμη συναισθηματικής έκφρασης. Η αρρώστια, η φτώχεια και η μοναξιά δεν μπόρεσαν να λυγίσουν την ισχυρή ηθική δύναμή του και τη δύναμη της φαντασίας του γιατί πάλεψε τόσο σκληρά στη ζωή, αν και είχε τόση υπομονή και τόσο τρομερό πνεύμα διότι ο μεγάλος αυτός μουσουργός την ώρα που συνέθετε τα έργα του δεν τα άκουγε, καθόλου!

Όλο το τεράστιο έργο του Μπετόβεν, οι συνταρακτικές και λυρικές του συμφωνίες, ο μαγεμένος κόσμος “της μουσικής του δωματίου”, οι παθητικές και στοχαστικές “σονάτες” του, ο “Φεντέλιον” και η “Ποιμενική”, ο “Ύμνος προς τη χαρά”, η “Ενάτη” του… όλα σχεδόν τα έργα και οι δημιουργίες ενός αλάνθαστου της μουσικής ανθρώπου που δεν άκουσε ποτέ, τις άκουγε μονάχα με το εγκεφαλικό αυτί του και αισθανόταν να υψώνεται μπροστά του ένα τείχος σιωπής, απαισιοδοξίας και απελπισίας για να σβήνει ένα αιώνιο μεγαλειώδες λαμπύρισμα της αθάνατης αυτής μουσικής· της 9ης συμφωνίας, η οποία ήταν τόσο γεμάτη από δραματικότητα και πίστη στην τελική νίκη της δόξας, όταν την ακούσει κανείς να παρουσιάζεται, αυτός ο γίγας της μουσικής και με τους αλάνθαστους ήχους της φαντασίας του να βροντοκοπάει συνεχώς την πόρτα της δικαιοσύνης, κι αυτή να μένει πάντα κλειστή… Και όμως! όταν πρωτοπαίχτηκε η 9η αυτή συμφωνία, ο Μπετόβεν ήταν τελείως κωφός και δεν άκουσε ούτε μια νότα της μεγάλης αυτής δημιουργίας!

Το πλήθος των μουσικών εκτελεστών συνωθείται (στις 7 Μαΐου 1824) και ο Μπετόβεν δεν δύναται να ακούσει ούτε ένα ακουστικό τμήμα από τους κόσμους της δημιουργίας του. Στο στόμα του στάζει μια φοβερή πίκρα, μια διαμαρτυρία και μια αγιάτρευτη λύπη· το πλατύ πρόσωπό του έχει ένα χλωμό ασθενικό χρώμα αλλά γεμάτο εγκαρτέρηση· το μέτωπό του με τα γκρίζα μαλλιά του αχτένιστα και άγρια ανασηκωμένα μαρτυρούν την εσωτερική του πίκρα· το σαγόνι του τρέμει σαν ένα ρύγχος λιονταριού και μοιάζει (όπως γράφει η Σοφία Σπανούδη) σαν ένας μάγος νικημένος από τις δαιμόνιες δυνάμεις που έχει επικαλεσθεί… Ο κόσμος τον αποθεώνει κι αυτός είναι ένας άνθρωπος πολύ δυστυχισμένος· όλοι τον χειροκροτούν, κουνάνε τα μαντήλια, πετάνε τα καπέλα, σηκώνουνε τα χέρια στον αέρα με ουρανόστομες ζητωκραυγές, μα ο Μπετόβεν δεν ακούει ούτε ένα φωνητικό τμήμα της μουσικής από τη δοξασμένη αποθέωση που του κάνουνε τα πλήθη.

Τα έργα του Μπετόβεν είναι τόσα πολλά γι’ αυτό και δεν δύναμαι να καταχωρίσω· είναι όμως αθάνατα, γραμμένα με μεγάλη επιμονή και ακρίβεια, τα οποία έγραφε με τόση μανία όσο έχανε την ακοή του.

Ο Μπετόβεν υπήρξε μία σπάνια και πρωτοφανής προσωπικότητα της μουσικής, ένας μεγάλος γίγας του πενταγράμμου, όστις περνώντας απ’ τον κόσμο αυτόν αφήκε έργα αμύθητης αξίας και πολύτιμα σε κάθε άνθρωπο της μουσικής την οποία τόσο πολύ αγάπησε.

Έκλεισε τα μάτια στις 26 Μαρτίου 1827 στις 6 το βράδυ, μα δεν μπορούμε να πούμε πως ο άνθρωπος αυτός πέθανε, διότι ζει μέσα σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα σπίτια, σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο όλων των ηπείρων, διότι υπήρξε ένας μεγάλος μουσουργός, ένας μεγάλος καλλιτέχνης κι ένας μεγάλος άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Υπήρξε όμως και ένας άνθρωπος που πάλεψε τόσο σκληρά στο διάβα της ζωής του όσον ουδείς άλλος.
Δ.Δ.

(21)