Aφιέρωμα στα 91 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου συνθέτη (1925 – 2016) με την ευκαιρία της ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ του, στο Μέγαρο Μουσικής, και στην Τρίπολη από τη Χορωδία Τρίπολης…

Του Νίκου Γαργαλιώνη

Τα εφηβικά χρόνια είναι πάντα εφηβικά… γεμάτα χυμούς κι ανεμελιά, έρωτες και τρέλες… Δικαιολογημένα, ο καθένας μας, αυτά τα χρόνια, τα θυμάται περισσότερο και μέχρι να κλείσει τα μάτια του πάντα τα έχει στο νου του και στην ψυχή του…
Κάπως έτσι ή, μάλλον, ακριβώς έτσι, λειτουργούν αυτά τα χρόνια, και για τον «εθνικό Μουσικοσυνθέτη μας», τον αειθαλή, Μίκη Θεοδωράκη… Πάντα, με στοργή και νοσταλγία, αναμνήσκεται των ωραίων αυτών εποχών της νιότης, έστω και αν αυτές συνέπεσαν με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο…

Τα νιάτα, και μέσα στη λαίλαπα του πολέμου, παραμένουν νιάτα γεμάτα ζωή ταυτιζόμενα με κινητικότητα και δράση αλλά και δημιουργία, περιπέτεια… Έτσι, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο το γεγονός, που, ο Συνθέτης, συχνά, στις παντός είδους συνεντεύξεις του, αναφέρεται σ’ αυτά τα χρόνια -παιδικά κι εφηβικά- τα οποία έζησε, από τη γέννησή του στη Χίο (1925) και το πέρασμά του από Μυτιλήνη (1925-28), Σύρο και Αθήνα (1929), Γιάννενα (1930-32), Αργοστόλι (1933-36), Πάτρα (1937-38), Πύργο (1938-39), Τρίπολη (1940-43) και Αθήνα (1943-…).

Οι λόγοι της «περιηγήσεως», του Μίκη, είναι λίγο πολύ γνωστοί… Ο πατέρας του ήταν Νομαρχιακός υπάλληλος και εξελίχθηκε σε Διευθυντή Νομαρχίας… Έτσι, ήταν αναγκασμένος να παίρνει, συχνά, μεταθέσεις ένεκα προαγωγών αλλά κι ένεκα του ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις του ήταν αντίθετες, καθότι Βενιζελικός…, οπότε και δεν μπορούσε να ζεστογωνιάσει, πουθενά…

Το θέμα της Μουσικής, ο Μίκης, το είχε μέσα του· δηλ. ήταν ένα ταλέντο· ένα ταλέντο, που, όμως, θα ‘μενε «εν υπνώσει» εάν και το περιβάλλον δεν βοηθούσε… Ήδη, από 4-5 χρονών είχε, στο σπίτι του, γραμμόφωνο (Μυτιλήνη). Στα Γιάννενα ακούει πίπιζα και νταούλι. Στο Αργοστόλι είδε πιάνο και τον Αττίκ να παίζει και να τραγουδάει· εκεί έψαλε σόλο τα Εγκώμια, και τραγούδησε, μπροστά στον Μητροπολίτη «Τώρα που θα φύγεις και θα πας στα ξένα…»· εδώ ερωτεύθηκε 30άρα ενώ ήταν 11! Περιερχόμενος τις πόλεις (Λέσβο, Ήπειρο, Κεφαλονιά…) γνώρισε και τα διάφορα ιδιόμορφα μουσικά είδη… από τους βυζαντινούς ύμνους και τις καντάδες μέχρι τα δημοτικά τραγούδια και τα λαϊκά… Στο Αργοστόλι άκουσε μπάντες και χορωδίες… Στην Πάτρα, αγόρασε βιολί με τα έσοδα από τα κάλαντα… αλλά και υπήρξε «αυτόπτης μάρτυς…» μουσικών βραδιών στο σπίτι του, όπως και ως «ντιτζέι» χρησιμοποιήθηκε όσον αφορά την εναλλαγή των δίσκων στο γραμμόφωνο… Έπαιζε φυσαρμόνικα… αλλά και αποτέλεσε μέλος της χορωδίας του Γυμνασίου… Μαθαίνει σολφέζ… Στον Πύργο άκουσε καντάδες, έγραφε κι έπαιζε με το βιολί του… κι εδώ εξοικειώνεται με την αρμονία της μουσικής.

symm
Στην Τρίπολη το 1942. Γιώργος Κουλούκης, Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Τάκης Δημητρακόπουλος

Το καλοκαίρι του 1940, ο πατέρας, του Μίκη, παίρνει μετάθεση για Τρίπολη, ως Διευθυντής Νομαρχίας με Νομάρχη τον Γιάννη Βουγιουκλάκη, τον πατέρα της Αλίκης! Το ύψος του είχε φθάσει στο 1,95. Νοικιάζουν σπίτι, πίσω από τη Νομαρχία, στην οδό Δεληγιάννη (ιδιοκτησία Χλέπα). Εκεί, όμως, δεν θα καθίσουν παραπάνω από τρεις μήνες διότι, η οικογένεια του ιδιοκτήτη, που κάθεται στο ισόγειο, δεν μπορεί ν’ ανεχθεί την «ταραχή» τον Μίκη -ένα ταβάνι τους χώριζε- να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα κρατώντας τον ρυθμό και να τραγουδάει παίζοντας πιάνο… Έτσι, κάνοντας παράπονα ο ιδιοκτήτης στον πατέρα, του Μίκη, εξαναγκάζεται η οικογένεια Θεοδωράκη να μετακομίσει σε παραδοσιακό δίπατο στην οδό Καλαβρύτων στο οποίο, κάτω έμενε η πατρική οικογένεια του ηθοποιού, Κωστή Λειβαδέα ενώ, παλιότερα, είχε μείνει και ο Χαρίλαος Φλωράκης ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Έτσι, η καλή μοίρα… οδήγησε τον Συνθέτη στην, καθαρά, εφηβική ηλικία των 14-17 ετών, να βρεθεί στην Τρίπολη, που, τότε, ήταν, καθόλα, μια μικρή επαρχιακή -όμως, «μουσική»- πόλη!

Εδώ, κατά πρώτο, ο Συνθέτης, γνώρισε και διδάχθηκε μαθήματα Φιλοσοφίας από τον μεγάλο Ευάγγελο Παπανούτσο, που, ως Δ/ντής της Παιδαγ. Ακαδημίας Τρίπολης, δίδασκε και στο ακροατήριό του αφού, εκτός από τους σπουδαστές, μπορούσε να συμπεριληφθεί και παρακολουθήσει και όποιος άλλος ήθελε… Έκανε φίλους τον Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλο -τον αργότερα διαπρεπή Αρχαιολόγο της Ρόδου και, αργότερα Γ.Γ. του Υπουργείου Πολιτισμού- αλλά και τον «φιλόσοφο» συμμαθητή του και, αργότερα, Λυκειάρχη, Βασίλη Κουτσούγερα, τον ποιητή Γιώργο Κουλούκη…!

Μουσικά, τότε, η Τρίπολη, ήταν μια «χορωδιακή πόλη»! Μια 100άδα, περίπου, χορωδών τραγουδούσαν στις γειτονιές, σε ταβέρνες κι έψαλλαν στις εκκλησίες ενώ δυο τρεις Μαέστροι -πράγμα σπάνιο γι’ άλλες πόλεις- λειτουργούσαν ως «κράχτες»… Όμως, τότε στην Τρίπολη, μεσουρανούσε και ο «υπ’ αριθ. ένα» ψάλτης στην Ελλάδα, ο οποίος είχε κάνει δική του μουσική με δικά του στοιχεία, την περίφημη «Αρκαδική Μουσική», ο αείμνηστος Ιωάννης Παναγιωτόπουλος-Κούρος, παράλληλα, συνθέτης και τραγουδιστής, συγγραφέας και αγιογράφος…!

Ερχόμενος, λοιπόν, ο Μίκης, στην Τρίπολη, έπεσε σε μια «χορωδιακή πόλη» η οποία διέθετε πλήρη και πολυμελή Φιλαρμονική -κάπου 60 μέλη- αλλά και δυο Ευρωπαϊκές Χορωδίες συν μία, αυτή του Κούρου (η Αρκαδική Μουσική ήταν κάτι ανάμεσα σ’ ευρωπαϊκή και βυζαντινή) όπως και το παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου!

Στο δεξί ψαλτήρι του Μητροπολιτικού Ι.Ν. του Αγίου Βασιλείου έψαλλε ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κούρος -περί το ’75, σε συναυλία του, ο Μίκης, στην Τρίπολη, κατά την οποία τραγούδησε το «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς…» σταμάτησε, ενδιάμεσα, το τραγούδι και είπε προς το κοινό, «η Ρωμιοσύνη θέλει φωνή Κούρου»- και αριστερός ψάλτης, ο Κωνσταντινόπουλος ο, κατόπιν, π. Γερβάσιος της Μονής Πετράκη, πατέρας του επιστήθιου φίλου, του Μίκη, Γρηγόρη! Στην Τρίπολη, και στον Άγιο Δημήτριο, έψαλλε ο Σπ. Λαμπρόπουλος -ο, κατόπιν, και για πολλές 10ετίες, ψάλτης του Αη-Γιώργη Καρύτση, στην Αθήνα, και ο Γιάννης Βαρβέρης στην Αγία Βαρβάρα -ο καλύτερος μαθητής, του Κούρου, στην «Αρκαδική Μουσική»…

Εδώ, στην Τρίπολη, ο Μίκης «γνωρίζεται» με τον Σαίξπηρ και τον Καρυωτάκη, τον Πλάτωνα και τον Σοφοκλή, τον Γκαίτε, τον Αισχύλο… Γι’ αυτόν «τα πάντα στο Παν, αποτελούν μια τεράστια αποκρυσταλλωμένη Αρμονία, καθώς στροβιλίζονται γύρω από το Ιερό Κέντρο του Κόσμου… Το Ιερό Κέντρο μας καλεί· μας έλκει σαν τεράστιος μαγνήτης· εμείς, όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, αισθανόμαστε αυτήν την ασυγκράτητη έλξη… Η ψυχή έχει σαν κύρια και σωτήρια ιδιότητα την αντανάκλαση. Όταν ένα φαινόμενο δυναμικό, που όμως να ‘χει άμεση σχέση με τους νόμους που τη διέπουν, τεθεί ζωντανό μπροστά της, τότε αυτή δεν το καθρεφτίζει μονάχα, αλλά το μιμείται δυναμικά, πλαστικά και κινείται σύμφωνα με τη δική του κίνηση… Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να βάζουμε απέναντί μας έναν άλλο κόσμο Αρμονικό…» έλεγε…

Σ’ αυτή την ηλικία, και στην Τρίπολη, ο Μίκης, μετατοπίζεται στον Μαρξισμό αλλά και «στρατεύεται» στην ΕΟΝ! Στην Τρίπολη, συνθέτει το «Ύμνος στο Θεό» για 4φωνη Μικτή Χορωδία, συνοδεία Αρμονίου… αλλά και τη «Συμφωνία αριθ. 1»! Στην Τρίπολη ντεμπουτάρει ο «χορωδιακός Μίκης»! Στην Αυτοβιογραφία του «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» γράφει το παρακάτω:

«Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και τότε μου ήρθε στο μυαλό μια μεγαλοφυής ιδέα. Πρότεινα να οργανώσουμε χορωδία, από μέλη της οργάνωσης, να πούμε τα κάλαντα, να μαζέψουμε χρήματα, να φτιάξουμε δέματα, να τα πάμε στο Λουτράκι (που είχε γίνει πόλη-νοσοκομείο), να τα δώσουμε στους τραυματίες και να τους πούμε και τα κάλαντα. Έτσι άρχισαν οι μουσικές πρόβες, όπου εκτός από τα γνωστά τραγούδια τούς έμαθα κι ένα δικό μου. Για την Τρίπολη αυτή η χορωδία ήταν ένα γεγονός. Ήμαστε πάνω από πενήντα φωνές. Κι όπου σταματάγαμε έρχονταν εκατοντάδες να μας ακούσουν και να μας χειροκροτήσουν. Εγώ στο μέσον διηύθυνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Γύρω γύρω, άλλα παιδιά βαστούσαν κουβέρτες κι ο κόσμος πετούσε χρήματα, τρόφιμα, δώρα. Μετά δουλέψαμε μέρα και νύχτα και φτιάξαμε εκατοντάδες δέματα και παραμονή Πρωτοχρονιάς μπήκαμε σε δυο νοικιασμένα λεωφορεία και πήγαμε στο Λουτράκι. Εκεί, πάλι συναυλίες στις αίθουσες των ξενοδοχείων και μετά κρεβάτι με κρεβάτι μοιράζαμε τα δώρα στους τραυματίες».

Και, παρακάτω, ξαναλέει ο Μίκης «από την Τρίπολη»:

triom
Τρίο του Μίκη Θεοδωράκη στον Πύργο του Μάκη Καρλή έξω από την Τρίπολη το 1943. Στο κέντρο ο Θεοδωράκης παίζει βιολί, δεξιά ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος παίζει μαντολίνο και αριστερά ο Τάκης Δημητρακόπουλος παίζει κιθάρα

Διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης ήταν ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Τότε ο Γρηγόρης σπούδαζε δάσκαλος. Πήρε άδεια να παρακολουθούμε και ‘μεις ορισμένα του μαθήματα. Γνωριστήκαμε. Μελετήσαμε τέχνη. Σε κάθε ευκαιρία, του ζητάγαμε τη γνώμη του. Νομίζω ότι η παρουσία κοντά μας, ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή, μας επηρέαζε ψυχολογικά. Άκουσε και τη μουσική μου και με ενίσχυσε ηθικά στην προσπάθειά μου. Μίλησε για μένα και το έργο μου, όταν οι φίλοι μου οργάνωσαν την πρώτη συναυλία με έργα μου. Όταν ανακαλύψαμε την «ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ» του Γιάννη Ρίτσου, σ’ ένα πρακτορείο εφημερίδων, του τη δώσαμε για να μας ‘πει τη γνώμη του. «’Εχει ψήγματα χρυσού» μας είπε. Από τη νεότερη ποίηση, περιέργως, δεν ξέραμε τότε τίποτα για το Σεφέρη και τον Ελύτη. Είχαμε ακούσει για τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Είχαμε διαβάσει με πάθος την «ΓΚΡΙΜΑΤΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και τώρα ανακαλύπταμε το Γιάννη Ρίτσο. Γνωρίζαμε πολύ καλά και βαθιά τη νεοελληνική ποίηση. Επτανησιακή σχολή, Μαβίλη, Μαλακάση, Εφταλιώτη, Πολέμη, Δροσίνη. Παλαμά, Λάμπρο Πορφύρα, Βάρναλη, Σικελιανό, Καζαντζάκη, Καβάφη, Καρυωτάκη. Εγώ, λ.χ., ήξερα απέξω ολόκληρο το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και τώρα μάθαινα την «ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ». Η συντροφιά μας έπαιρνε όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας πνευματικής-καλλιτεχνικής ομάδας.

Μετά τα κάλαντα, καθιερώθηκα σαν αυθεντία μουσική! Αυτό με επηρέαζε ακόμα και στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στις συνήθειές μου. Ο ράφτης έκοψε το φθαρμένο πανωφόρι του πατέρα μου και μου το έκανε πατατούκα. Δηλαδή λίγο πιο μακρύ από σακάκι. Το είπαν αμέσως «το μουσικό παλτό». Έτσι, την εποχή ακόμα της Αλβανίας, ο νομάρχης μού παραχώρησε ένα σπίτι για να συνεχιστεί η προσπάθεια με τη Χορωδία. Πρόσθεσα και μια «ορχήστρα» με φυσαρμόνικες. Ο Γρηγόρης, που ήταν ψάλτης στον Προφήτη Ηλία, δίδασκε βυζαντινούς ύμνους. Ο Γιώργος έκανε ιστορία της Τέχνης. Και ούτω καθεξής. Στην Κατοχή προσπαθήσαμε να εκδώσουμε φιλολογικό περιοδικό. Έχω ακόμα τα δοκίμια. Όμως, δεν τα καταφέραμε. Τυπώσαμε μόνο την ποιητική μου συλλογή, «ΣΙΑΟ», σαν «έκδοση των Πέντε», που βγήκε με ψευδώνυμα (γιατί οι Ιταλοί απαγόρευαν τύπωμα έργων χωρίς άδεια) και με πλαστή ημερομηνία, 1939.

Η συναυλία οργανώθηκε στο σπίτι της οικογένειας Μεϊντανή, ενός ελληνοαμερικάνου. Είχα συνδεθεί και με τους τρεις γιους, όμως πιο πολύ με το Γιάννη, το μεγαλύτερο, που βρέθηκε στη συναυλία μου στο Κέννεντυ Σέντερ στην Ουάσιγκτον στα 1980, όταν έπαθα καρδιακό επεισόδιο την ώρα που διηύθυνα, για να μου παράσχει, σαν διαπρεπής καρδιολόγος που είναι, τις πρώτες βοήθειες. Εκτός από την Ντόρα, συμμετείχε και ο Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως, με διευθυντή τον κ. Τσαντήλα, ιδιοκτήτη του γνωστού καφεκοπτηρίου στην πλατεία Αγίου Βασιλείου, που ερμήνευσε την «ΚΑΣΣΙΑΝΗ». Μετά τη συναυλία, ο Παπανούτσος απευθύνθηκε στο μικρό ακροατήριο και μίλησε για τη μουσική που άκουσε, διακινδυνεύοντας και κάποια πρόγνωση για το μέλλον. Όταν, πολύ αργότερα, ήταν καθηγητής στου Δοξιάδη, με κάλεσε για μια δημόσια συζήτηση σχετικά με το έργο μου, με το οποίο είχε δεθεί ψυχικά, από την ηρωική εποχή των πρώτων προσπαθειών…

Ο κ. Παπασταθόπουλος, καθηγητής της μουσικής στο γυμνάσιο, δίδασκε πιάνο και θεωρητικά. Πήγαινα σπίτι του δυο φορές τη βδομάδα. Μελετούσα -επί πληρωμή- μια ώρα πιάνο, πριν από κάθε μάθημα. Μετά τα πρώτα θεωρητικά αρχίσαμε αρμονία. Για συμπλήρωμα, παρακάλεσα την οικογένεια Μεϊντανή, που μου επέτρεπε κάθε Κυριακή πρωί, την ώρα που θα λείπανε στη Λειτουργία, να μελετώ πιάνο στο σπίτι τους. Όλες τις άλλες ώρες, χωρίς πιάνο, ασφυκτιούσα. Το βιολί δε με ικανοποιούσε πια. Άρχισα να έχω ήχους στο κεφάλι μου χωρίς την ευχέρεια, που απόκτησα αργότερα, να τους αποτυπώνω στο χαρτί. Όμως και πάλι το πιάνο είναι απαραίτητο βοήθημα, γιατί υπάρχουν χίλιες δυο λεπτομέρειες, κυρίως αρμονικές, που σου ξεφεύγουν ή που θα πρέπει να τις ελέγξεις. Έβγαινα από το σπίτι οργισμένος. Εξέθετα το σώμα μου στην παγωμένη βροχή. Συντροφιά με την Άλμπα πήγαινα καθημερινά, ιδιαίτερα το σούρουπο με τις πάχνες, στο δάσος στον Αι-Γιώργη, για να βραχώ ως το κόκαλο και μετά να νιώθω το χιονισμένο αέρα να περνά το παλτό, τα ρούχα, το δέρμα, τις σάρκες και να φτάνει στο μεδούλι. Γιατί αυτό θα έπρεπε να τιμωρηθεί, να πονέσει που υπάρχω σ’ αυτήν την πόλη, χωρίς να μπορώ να πλησιάσω τα τρία τέσσερα πιάνα που μαράζωναν από ανία και μοναξιά στα πλούσια σπίτια. Ένα πρωτόγονο μίσος γέμιζε την ψυχή μου για την κοινωνική αδικία. Γελάτε. Όμως για μένα το πιάνο ήταν ίσως κάτι παραπάνω από ό,τι είναι το μεροκάματο για τον προλετάριο. Όταν ανακαλύψαμε και νοικιάσαμε ένα μικρό αρμόνιο, κάλμαρα κάπως… Το πιο σπουδαίο, για κείνη την εποχή, είχε γίνει. Μπορούσα πια να φτιάχνω και ν’ ακούω όποιες αρμονίες ήθελα…».

Όμως, το ρεπερτόριο εκείνων των προπολεμικών Χορωδιών αλλά και των, αμέσως μετά μέχρι το 1980 περίπου, ήταν εκκλησιαστικό ρεπερτόριο, κυρίως, επάνω στις 4φωνες συνθέσεις του Πολυκράτη αλλά και στις 3φωνες του Σακελλαρίδη… Κοσμικές εκδηλώσεις, σπάνια γίνονταν, από τις Χορωδίες… άντε άπαξ του έτους εντός της πόλης τους και μέχρι τη διπλανή όμορη πρωτεύουσα Νομού… Έτσι, και ο Μίκης, δεν μπόρεσε να γλυτώσει από το εκκλησιαστικό ρεπερτόριο και να ξεκινήσει, με τι άλλο, από την ΚΑΣΣΙΑΝΗ!

Η πολυφωνική ΚΑΣΣΙΑΝΗ ήταν και παραμένει ένα μικρό Ορατόριο! Δίνεται μια μεγαλειώδης ιδιαιτερότητα στους Ναούς που διαθέτουν 4φωνη Χορωδία -τότε μόνο Αντρική αλλά και μέχρι τελευταία…- που, πολύ πριν την έναρξη της πρώτης καμπάνας, κατά το εσπέρας της Μ. Τρίτης, ο Ναός έχει πληρωθεί από κόσμο! Κατά την εκτέλεση, με ή άνευ συνοδείας Αρμονίου, σβήνουν τα φώτα, επικρατεί απόλυτη ησυχία και πλήρης μυσταγωγία, που, προδιαθέτει τον ορθόδοξο χριστιανό ότι κάτι το πολύ μεγάλο θ’ ακούσει! Από την άλλη μεριά, είναι λίαν τιμητικό, για το Χορωδό, να λαβαίνει μέρος στις εκτελέσεις του Τροπαρίου της ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ όταν, αυτή, αποδίδεται, ευρωπαϊκά και πολυφωνικά!

Στην Τρίπολη, όπως προπολεμικά, έτσι και κατά τα χρόνια του Μίκη αλλά και τα σημερινά, κατά την εκτέλεση του Τροπαρίου της ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ, ο κόσμος, πανστρατιά, από το απόγευμα, ξεκινάει από τις ρούγες -και τις πολυκατοικίες σήμερα- και με σκαμνάκια ή όχι -μπας και δε βρουν θέση…- προστρέχουν στον περί ου ο λόγος ναό…

Μέσα σε τέτοιο, λοιπόν, κατανυκτικό κλίμα, ο Μίκης, ως νεο-Συνθέτης και νεο-Μαέστρος, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά παρά ν’ ακολουθήσει την παράδοση… όμως, διαφοροποιούμενος και πρωτοτυπώντας, ήτοι με δική του σύνθεση και δική του Χορωδία… Όμως, ας παρακολουθήσουμε, πώς, ο Μίκης, περιγράφει κι εξιστορεί στην Αυτοβιογραφία του τα περί ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ του 1942…:

«… Στα 1942, τη Μεγάλη Τρίτη, η Τριπολιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, που προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών κατοχής και ο αφορισμός από το δεσπότη του Γιάννη Κούρου με την απαγόρευση να δοθεί η «Κασσιανή» του στη μητρόπολη, προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Κασσιανή», που θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ τη δική μου, που θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα. Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι. Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. Ο ίδιος ήταν καθηγητής ιχνογραφίας στο γυμνάσιο, δεξιός ψάλτης στον Αι-Βασίλη, τη μητρόπολη, και κυρίως μέγας τραγουδιστής, με ειδικότητα τα επιτραπέζια «κολοκοτρωναίικα», όπως είναι γνωστά. Πολύ ψηλός, ξερακιανός, θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και γερό ποτήρι, αποτελούσε ένα ζωντανό θρύλο. Στην «Κασσιανή» του, στη φράση «ως εν τω Παραδείσω», είχε βάλει φωνές που έκαναν «τσίου-τσίου», δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα… και ίσως γι’ αυτήν την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε. Δεδομένου ότι η βυζαντινή τέχνη θα πρέπει να παραμένει απογυμνωμένη από ειδωλολατρικά τερτίπια, όπως είναι τα «πουλάκια» ή τα μουσικά όργανα ή μια νέα αντίληψη για τη μελοποίηση, που να ξεφεύγει από τα ιερά πρότυπα και την παράδοση της εκκλησίας.

Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα, για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα «Χερουβικά», «Σε υμνούμεν» και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις ώρες μόνο για τις φωνές. Ανακάλυψα και ένα θαυμάσιο βαρύτονο -ήταν μόνιμος επιλοχίας- για τον οποίον έγραψα ένα μεγάλο σόλο. Στη δική μας εκτέλεση, στην Αγία Βαρβάρα, χάρη στον πατέρα μου, ήρθαν οι αρχές της πόλης. Ο Παπανούτσος μας έφερε την ιντελιγκέντζια. Ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Ψάλαμε από το γυναικωνίτη με μεγάλο τρακ και συγκίνηση. Ακόμα θυμάμαι το φάλτσο που έκανε ο Τάκης, που ως συνήθως τραγουδούσε πάντα λίγο χαμηλά. Τον είδα να τεντώνει το λαιμό του και είπα: «Τώρα θα το κάνει», και το έκανε. Αυτό έσπασε τη μαγεία της στιγμής. Ο Παπανούτσος, όλος χαρά, μας έσφιγγε τα χέρια στο προαύλιο της αυλής. Μετά και οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις «Κασσιανές».

Η συναυλία Μεϊντανή επαναλήφθηκε σε λίγο καιρό, σε κεντρικό κινηματογράφο. Εκτός από το ελληνικό κοινό ήρθαν σχεδόν όλοι οι Ιταλοί αξιωματικοί, από τους οποίους ένας μουσικός-μαέστρος θέλησε να με γνωρίσει καλύτερα και παρακολουθούσε τις πρόβες της εκκλησιαστικής χορωδίας. Στον ίδιο κινηματογράφο, εκείνη την εποχή, παίχτηκε ένα γερμανικό φιλμ με φόντο την εκτέλεση της «Ενάτης» του Μπετόβεν. Θυμάμαι ακόμα το σκηνικό. Ένα μεγάλο χολ, με άσπρες μαρμάρινες σκάλες, γεμάτες γυναίκες και άντρες τραγουδιστές. Έχασα τα μυαλά μου.

Από την άλλη μέρα κιόλας σηκώθηκα στην τάξη και δήλωσα στον κ. Λυκάκη, το μαθηματικό, που με εκτιμούσε ξεχωριστά, γιατί ως τότε παρακολουθούσα με πάθος την άλγεβρα και την τριγωνομετρία (ως και για τη θεωρία της Σχετικότητας κουβεντιάζαμε μαζί) και του λέω: «Επειδή δε θέλω να σας κοροϊδέψω, σας δηλώνω ότι από δω και στο εξής μ’ ενδιαφέρει μόνο η Μουσική. Αυτό το βιβλίο που κρατώ είναι βιβλίο Μουσικής. Κι εδώ θα διαβάζω τέτοια βιβλία. Τα μαθήματα του σχολείου δε μ’ ενδιαφέρουν. Ούτε τα μαθηματικά. Έρχομαι υποχρεωτικά. Αν θέλετε, μπορείτε να με αποβάλετε…». Ήταν βλακεία. Κι αυτό μου το είπαν όλοι οι συμμαθητές μου. Το ‘ξερα κι εγώ. Όμως γιατί το ‘κανα; Μήπως για να «ρίξω μάγια» στη Μουσική;…».

Σε μια ευθεία ερώτησή μου, προς το Μίκη, όταν προ 25ετίας εκδίδαμε το ΦΩΝΟΓΡΑΦΟ «αν δεν περνούσατε από την Τρίπολη, θα ήσασταν αυτός που είστε σήμερα;»· ο Μ. Θεοδωράκης απαντά ορθά κοφτά, «όχι»!

Όμως, ο Μίκης, συνεχίζει στην Αυτοβιογραφία του:

«… Το δυστύχημα για μένα ήταν ότι η σκέψη μου προχωρούσε πολύ πιο γρήγορα από τις μουσικές μου δυνατότητες. Σίγουρα το μουσικό υλικό ήταν φτωχότερο από τη σημασία που του έδινα. Ασχολήθηκα, όπως είπα, με έργα για πιάνο. Όμως, πώς ήταν δυνατό να μην παραμείνουν στην κατηγορία του πρωτόλειου; Μακρινοί απόηχοι από τα αριστουργήματα των μεγάλων συνθετών, που με ζήλο απέδιδε στο πιάνο η δεσποινίς Αποστολάτου. Οι γνώσεις μου στην Αρμονία προχωρούσαν, όχι τόσο χάρη στα σχολαστικά μαθήματα του δασκάλου μου, όσο στις αναλύσεις των ίδιων των έργων και σε δύο βοηθήματα. Ένα βιβλίο του Καλομοίρη και αργότερα του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Τα χορωδιακά μου έργα, αντίθετα, εκείνης της εποχής, είχαν καλύτερη τύχη. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο γεγονός ότι διέθετα την τετράφωνη αντρική χορωδία, ενώ παράλληλα υπήρχε μια ζωντανή δική μας παράδοση, τόσο σε εκκλησιαστικά όσο και χορωδιακά έργα. Ο Πολυκράτης ήταν ένα υπόδειγμα για τους ύμνους της Λειτουργίας, Χερουβικό, Σε υμνούμεν, κ.λ.π. -κι εγώ τον είχα άλλωστε σαν πρότυπο. Έτσι θεωρώ την «ΚΑΣΣΙΑΝΗ» μου σαν κάτι, θα έλεγα, το ανεξήγητο, όταν σκέφτομαι τα λίγα τεχνικά μέσα και τα ελάχιστα ακούσματα εκείνου του καιρού. Είναι εξάλλου το μόνο έργο εκείνης της εποχής που το θεωρώ άξιο να σταθεί πλάι στις μεταγενέστερες δημιουργίες μου. Έχω στο αρχείο μου όλα τα σχέδια, για να πιστοποιήσω, για άλλη μια φορά, τις απεγνωσμένες μου προσπάθειες για την τελική διαμόρφωση μιας μελωδίας ή ενός συνόλου. Εκατοντάδες φορές βρίσκω το ίδιο μοτίβο, ωσότου πάρει την τελική του μορφή. Μετά τα έργα για πιάνο-βιολί και τα χορωδιακά, έρχονται τα τραγούδια..».

Ο Μίκης Θεοδωράκης στην Τρίπολη εντρυφίζει στην Κλασσική Μουσική…:

«… Και τότε πιάστηκα από τη Μουσική. Όμως, ποια μουσική; Την Αρμονία, που ήταν μια ξένη κατάκτηση, ένα ξένο δώρο από μέρους κάποιων μεγάλων μουσικών, που είχαν ζήσει σε χώρες μακρινές, υγρές, με παραμυθένια σπίτια, ζεστά δωμάτια, γεμάτα μουσικά όργανα και πρόσωπα ζωηρά και έξυπνα, ικανά να λάβουν το μήνυμα και να το εκτιμήσουν. Νομίζω ότι η επιλογή της συμφωνικής (κλασικής) μουσικής εκείνη την εποχή -στο μέσον της πολιτιστικής ερημιάς της ελληνικής επαρχίας- ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια, που περιέκλειε το στοιχείο της άρνησης στην ελληνική πραγματικότητα, με το αποκρουστικό της για μένα πρόσωπο. Ούτε λαϊκά ούτε δημοτικά ούτε ελαφρά: ΚΛΑΣΙΚΑ. Πού; Στον Πύργο του 1939 και στην Τρίπολη του 1940!…».

Ο Μίκης μελοποίησε εξαιρετικούς στίχους του συμμαθητών του, των μακαριτών, Γρ. Κωνσταντινόπουλου και Γ. Κουλούκη… και στην Τρίπολη εκδίδει το «ΣΙΑΟ» με το ψευδώνυμο «Ντίνος Μάης»!

Αυτή την ΚΑΣΣΙΑΝΗ, του Μ.Θ. (1942), ανέσυρε η ΧΟΡΩΔΙΑ ΤΡΙΠΟΛΗΣ και σε διασκευή, του Μαέστρου της Μιχ. Γαργαλιώνη, μετά 60 χρόνια ερμήνευσε στον ίδιο Ναό, την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, στην Αγία Βαρβάρα της Τρίπολης (Μ. Τρίτη του 2002)!

Την επόμενη χρονιά, ενώπιον χιλιάδων ακροατών, η ΚΑΣΣΙΑΝΗ επαναλήφθηκε στον κατάμεστο Ι.Ν. του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών· η Χ.Τ. σε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία απέδωσε το Τροπάριο για το Αθηναϊκό κοινό και τους χιλιάδες φίλους, της Μουσικής, του Μίκη! Συνθέτες, Τραγουδιστές, Ηθοποιοί, χορωδοί, επώνυμοι κι ανώνυμοι…, Υπουργοί… ήταν παρόντες… Δεν διακινδυνεύουμε «πόσες χιλιάδες ήταν» γ’ αυτό και τοποθετούμε αποσιωπητικά… Πάντως, σε περίπτωση που ο Ναός γεμίσει ασφυκτικά -με τους δύο ορόφους γυναικωνίτη και κατ’ αναλογία με τα τετραγωνικά μέτρα του- χωράει 13.000 κόσμο! Κατά το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο η χωρητικότητα είναι 9.000 άτομα! Όχι· οι γυναικωνίτες δεν χρησιμοποιήθηκαν αφού γίνονταν εργασίες· όμως, έμεινε μια χιλιάδα εκτός Ναού! Μετά από αυτά, ο καθείς, ας βγάλει τα συμπεράσματά του για το «πόσοι ήταν»! Όμως, ας δούμε, τι έγραφε τότε, η εφημ. Ο.Α….:

«… Αν και, εκ προοιμίου, το αποτέλεσμα προδιεγράφετο επιτυχέστατο, ναι, το εγχείρημα της ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ν’ ανεβεί στην Αθήνα και ν’ αποδώσει το «Τροπάριο της Κασσιανής» στον μεγαλύτερο Ορθόδοξο Ναό των Βαλκανίων, στον Άγιο Παντελεήμονα της οδού Αχαρνών -Πατήσια- ναι, σηματοδοτεί ένα θρίαμβο, σίγουρα του Καλλιτεχνικού Σωματείου, ένα θρίαμβο της Τρίπολης τη βραδιά της Μ. Τρίτης, του 2003, στην Πρωτεύουσα της Ελλάδας, μοναδικό μουσικοθρησκευτικό θέμα, εκείνης της μέρας, εκείνης της βραδιάς, για όλη την Ελλάδα! Αποθεώθηκε ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ -δεν παρευρέθηκε αφού έλειπε στο Παρίσι για λόγους υγείας- που σύνθεσε τούτο το αριστούργημα, εν έτει 1942, στην Τρίπολη όντας μαθητής του Αου Γυμνασίου και το απέδωσε, πριν 61 χρόνια, με τη Μαθητική Αντρική Χορωδία του, στον Ι.Ν. της Αγίας Βαρβάρας Σεχίου! Όλες τις προηγούμενες μέρες, ο Τύπος και τα Μ.Μ.Ε. της Αθήνας, έκαναν εκτενή σχόλια στο μουσικοθρησκευτικό γεγονός της Μ. Τρίτης, δείγμα του μεγέθους του θρησκευτικοπολιτιστικού γεγονότος! Τα «Νέα», η «Ελευθεροτυπία»… επανειλημμένα αφιέρωσαν εκτενή σχόλια της μιας σελίδας και του ενός δίστηλου! Τα Ραδιόφωνα -με το Γιάννη Καλαμίτση σε καθημερινή βάση- αλλά και η Τηλεόραση… στα πολιτιστικά τους και στις ειδήσεις τους ανήγγειλαν το γεγονός το οποίο και κάλυψαν, η μεν Τηλεόραση της ΝΕΤ μ’ απευθείας σύνδεση, οι δε λοιπές με στιγμιότυπα! Εκείνη τη βραδιά, δεν υπήρξε «πρωτόκολλο θέσεων»· δεν μπορούσε να υπάρξει σε μια τέτοια κοσμοπλημμύρα! «Επώνυμοι» κι «Ανώνυμοι», ο ένας δίπλα στον άλλο στριμωγμένοι σαν σαρδέλες…, Υπουργοί κι απλοί άνθρωποι, Βουλευτές και λάτρες του πολυφωνικού ακούσματος… απ’ όλα τα σημεία της Αθήνας, Ηγεσίες Αρκαδικών και Τριπολίτικων Συλλόγων, Άνθρωποι της Τέχνης -της Μουσικής, της Λογοτεχνίας, των Εικαστικών…- Ηθοποιοί, Βιομήχανοι…».

Τις επόμενες χρονιές η Χ.Τ. ερμήνευσε το Τροπάριο σε διαφορετικούς Ναούς της πόλης ενώ, το 2012, μετά 70 χρόνια, και πάλι στην Αγία Βαρβάρα, τιμώντας, με πλακέτες, τους δύο ζώντες χορωδούς του Μίκη, τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Τάκη Δημητρακόπουλο.

Δικαιολογημένα, η Τρίπολη και η Αρκαδία, θεωρεί, το Μίκη, δικό της άνθρωπο… αφού, εκτός των χρόνων της εφηβείας του, τον “φιλοξένησε” και αργότερα στη Ζάτουνα όπου, εκεί, έγραψε την περίφημη σειρά τραγουδιών “Αρκαδίες”! Όμως, αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο… όπως άλλο κεφάλαιο είναι και ο πλατωνικός έρωτας, του Μίκη, αλλά κι άλλα, κι άλλα που θα τα δούμε σε μελλοντικά κείμενά μας…!

(319)