του Φώτη Κόντογλου

Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος. Θέλει ν’ απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση που να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τ’ αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει πιο αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ’ όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του.

… Έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνανε τον ευτυχισμένο, κατάδικους που κάνανε τον ελεύθερο. Αλλά, αν δεν καταγινόντανε με τόσες ψεύτικες χαρές, θα πέφτανε στη βαρεμάδα, στη λεγόμενη ανία. Άδειοι από κάθε ουσία, τρισδυστυχισμένοι. Η ψυχή είναι ανύπαρκτη κι ανύπαρκτη η ευτυχία, η βασιλεία του Θεού. Λοιπόν, όποτε αναγκαζόμουνα να πάγω για λίγο κοντά σε τέτοιους κοσμικούς ανθρώπους, πράγμα που γινότανε σπάνια, για να μην τους προσβάλω, αφού με προσκαλούσανε με ευγένεια, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να αποτραβηχτώ στο καβούκι μου, να γυρίσω στο φτωχό σπίτι μου και στα αγαπημένα μου πράγματα που βρίσκονται γύρω μου. Στο μικρό περιβολάκι μας με τα λίγα δεντράκια και με τα ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζομαι κι ειρηνεύει η ψυχή μου.

… Ευχαριστώ τον Θεό που βρέθηκε αυτό το καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι μοναχιασμένος, που, εδώ που κάθομαι, δεν με ξέρει κανένας, δεν με θυμάται κανένας.

Αναπαύομαι μονάχα με δυο τρεις ανθρώπους απλούς και καλοκάγαθους, που έχουνε αγάπη μέσα τους και ειρήνη στην καρδιά τους. Δεν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδέ δόξες, μηδέ άλλες τέτοιες συμφορές. Θέλω να είμαι ξεχασμένος κι ασήμαντος. Ω λησμονιά, τι μπάλσαμο είσαι για όσους ποθούνε την ειρήνη! Κατάρα είναι η δίψα που έχουνε οι άνθρωποι να κατασταθούνε ξακουσμένοι, να τους δοξάζει ο κόσμος· και να βασανίζουνται μέσα στη ματαιότητα κι εκείνοι που θαυμάζουνται κι εκείνοι που θαυμάζουνε.

… Με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε ευχάριστα. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα.

(7)