Η λατέρνα εμφανίστηκε τον 18ο αι. στην Δ. Ευρώπη και αργότερα (το πρώτο τέταρτο του 19ου αι.) στην Ρωσία. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους πλανόδιους μουσικούς. Λόγω της σχετικά εύκολης μεταφοράς της, περιφερόταν στους δρόμους των πόλεων, αλλά και των χωριών (βλ. «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»), γεγονός που την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στον λαό.

Ως προς την εισαγωγή και καθιέρωση της λατέρνας ως τρόπου διασκέδασης, θα πρέπει βέβαια να εξετάσουμε και ορισμένες πλευρές της καθημερινής ζωής της εποχής. Στις αρχές του ταραγμένου 20ού αιώνα στην Ελλάδα, στα πραγματικά πολύ κρίσιμα χρόνια για την επιβίωση του πληθυσμού, λόγω των πολέμων, αλλά και των εσωτερικών πολιτικών κρίσεων, σημειώνονται αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η πόλη, εν προκειμένω η Αθήνα, αλλάζει και νέες συνήθειες εισβάλλουν στην ζωή των ανθρώπων. Νέοι χώροι δημιουργούνται, κέντρα διασκέδασης, κινηματογράφοι, καφέ και τεϊοποτεία, που θα γίνουν πιο ελκυστικά μετά την ηλεκτροδότηση του κέντρου.

Σημαντική θέση στην ζωή της πόλης κατέχουν πάντα τα καφενεία, σε συνέχεια μιάς σταθερής αθηναϊκής παράδοσης από παλαιότερα χρόνια. Ανδροκρατούμενοι χώροι ανταλλαγής απόψεων (κυρίως πολιτικών), σχολιασμού της επικαιρότητας, καυγάδων, ειδικά τα χρόνια όξυνσης των πολιτικών παθών, αλλά και συναντήσεων των ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, που συνδιαλέγονται μαζί τους.

Γύρω στα 1900 στους δρόμους της Αθήνας κάνει την εμφάνισή της η ρομβία, ενθουσιάζοντας με τα μουσικά μοτίβα από την «Τραβιάτα» και το «Ριγκολέτο» τους Αθηναίους, οι οποίοι πρόθυμα ρίχνουν πενταροδεκάρες. Σύντομα οι ρομβίες έπαιζαν και ελληνικά τραγούδια, επιτυχίες της εποχής. Θα την παραμερίσει όμως η εμφάνιση του φωνόγραφου έως την τελική επικράτησή του.

Την ρομβία ακολούθησε η λατέρνα στους αθηναϊκούς δρόμους και κυρίως στις ταβέρνες τα βράδια, ενώ δεν έλειπαν οι βραδινές καντάδες, συνήθης τρόπος εκδήλωσης ερωτικών αισθημάτων. Στα Ουκρανικά και τα Πολωνικά ονομάζεται «κατερίνκα», ενώ στα Αγγλικά «street organ». Η λατέρνα όμως λέγεται και «ρομβία», από την ιταλική φίρμα που ήταν γραμμένη πάνω στις λατέρνες. Το όνομα της εταιρείας ήταν βέβαια «ΡΟΜΒΙΑ», δηλαδή Pombia, Πομπία, αλλά διαβάζοντας τα κεφαλαία λατινικά γράμματα στην ελληνική, καθιερώθηκε σαν Ρομβία!

1950s_wurlitzer_juke_boxΠολλά χρόνια αργότερα ήρθαν τα τζουκ-μποξ. Στα βιβλία με τους εφευρέτες δεν αναφέρεται το όνομα εκείνου που πρώτος ανακάλυψε τα ηλεκτρόφωνα (τζούκ-μπόξ).

Ως αρχή μπορούμε να θεωρήσουμε το έτος 1906, την χρονιά που η εταιρεία John Gabel παράγει τον «Αυτόματο Διασκεδαστή». Αργότερα, το 1927, ανοίγει η εταιρεία ΑΜΙ, με μηχανήματα αυτόματης επιλογής 30 τραγουδιών, το 1928 η Seeburg με 8 επιλογές, το 1933 η Wurlitzer με τα μοντέλα Ρ10 και Ρ12 και το 1935 η Rock Ola με το μοντέλο Night Club με 12 επιλογές. Έτσι ξεκίνησε η εποχή του σουίνγκ και του τσά-τσά. Ήταν η «χρυσή εποχή των τζούκ-μπόξ» που μαγνήτιζαν με τον ρυθμό και τα πολύχρωμα φώτα τους στα μισοσκόταδα των μπάρ.

Στο τέλος όμως της δεκαετίας του 1940, στο εξωτερικό τα τζούκ-μπόξ σταδιακά εξαφανίζονται. Αντίθετα, στην Ελλάδα τότε αρχίζουν να γίνονται γνωστά, όταν δηλαδή «έξω» ήταν μία ξεπερασμένη μόδα. Ιδιαίτερα στην δεκαετία του 1950 άρχισαν στα ελληνικά κλάμπ, στις ταβέρνες, στα καφενεία να κάνουν αισθητή την εμφάνισή τους τα πρώτα ηλεκτρόφωνα με ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο.

Τα τζούκ-μπόξ στην Ελλάδα είναι σπάνια, η δε τιμή τους εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Οι ειδικοί των τζούκ-μπόξ υποστηρίζουν ότι τα Wurlitzer είναι τα πιο σπάνια στον κόσμο, αλλά μπορεί να δημιουργήσουν στον αγοραστή προβλήματα γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ανταλλακτικά. Στην Αμερική τα πιο δημοφιλή είναι τα Wurlitzer 1015 του ’47 ή του ’48. Το πιο σπάνιο είναι το Wurlitzer 850. Σήμερα η Wurlitzer παράγει το Wurlitzer One More Time CD, το οποίο λειτουργεί με CD και βεβαίως η τιμή του είναι αρκετά… αρμυρή.

 

Πηγή: www.musicpaper.gr

(36)