του Γιώργου Σεφέρη

Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τι θάτανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλειά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μητέ η φωνή των άγουρων.

Κ’ ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κ’ ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μες απ’ τα δέντρα γλύστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Ανθολόγος
Εύη

(27)