Ωραίος είναι ο Τιμολέων… -Τίμο μου και, Τίμο μου, το πάει η συμβία του, η Πολυξένη…· όστις, Τιμολέων, σημειωτέον, είναι και κάποιων ετών… σίγουρα των προτελευταίων…ήντα… Όμως, δεν αρκεί αυτό δηλ. το, της ηλικίας· ο Τιμολέων το παρακάνει…· πού το παρακάνει; το παρακάνει στη συντηρητικούρα… καθότι είναι και “Σκρουντζ”… Έχει παραμείνει ακόμη στην προπολεμική και μεταπολεμική εποχή… μέχρι τ’ 80… τότε, που, το χαρτομάντιλο ήτανε, ή ανύπαρκτο ή δυσεύρετο…
(Για τους μη γνωρίζοντες το έτος της “πρώτης” εμφάνισης του χαρτομάντιλου στην πασαρέλα της μπουρζουαζίας… -για τ’ αρσενικά και θηλυκά “πιπίνια” το λέμε αυτό…- γράφε περί το ’60, ταυτόχρονα, με το χαρτί υγείας…)…

Ο Τίμος, λοιπόν, έχει μείνει στο πάνινο μαντίλι… εξ’ ού και “Τιμολέων ο πάνινος” όπως -εν αγνοία του- τον αποκαλούν οι συνάδελφοί του στην Μπάντα…· έχει παραμείνει στο μαντίλι, το ουδόλως “καλαματιανό” αλλά το πετσετώδες… Ιδροκοπάει παίζοντας την γκρανκάσα του…· ναι, ιδροκοπάει, ο Τιμολέων, καθότι είναι και ευτραφής, οπότε, με το που κατεβάζει, ο Μαέστρος, την μπαγκέτα, ο Τίμος, που το περιμένει πώς και πώς αυτό, τραβάει την πετσέτα -παρντόν, την πάνινη μαντίλα, ήθελα, να ‘πω· τραβάει την πάνα απ’ την κωλότσεπη, την ξετυλίγει μ’ ένα χραπ στον αέρα, και αρχίζει να σκουπίζει μούτρα και φαλάκρα που είναι “κουλιούμπι” στον ιδρώτα… Και η αλήθεια είναι, ότι, αυτό, δεν είναι μαντίλι· αυτό είναι “μίνι” τραπεζομάντιλο και, μάλιστα, κατάλευκο!

Το ερώτημα είναι, πώς θα κόψει το “πάνινο τραπεζομάντιλο”, ο Τίμος, και πώς θα πάψει να εξευτελίζεται, ο ίδιος, και μαζί μ’ αυτόν, το σύνολο της Μπάντας… Απλούστατα· κάποιος πρέπει να το σφυρίξει στη συμβία του, την αγαθή Πολυξένη, ότι, “τι κάθεσαι και πλένεις τα μαντίλια, του Τίμου σου, και δεν του λες να πάρει χαρτομάντιλα όπως όλος, ο κοσμάκης, σήμερα”; Ναι· του χρειάζεται του παλιο-Τιμολέοντα… του “φραγκοπνίχτη”…

ΠΑΝ

Υ.Γ.:
Υπήρχε ένας Μαέστρος, παλιά -μακαρίτης, ‘δω και χρόνια-, κάπου στον Αργοσαρωνικό, που, ομολογουμένως, αν κι “εμπειροτέχνης”, ήταν εξαιρετικός για ‘κείνες τις εποχές…· ο οποίος, έτσι και περάτωνε το κομμάτι, γυρίζοντας προς τον κόσμο -θύμιζε ολίγον Αυλωνίτη…- έβγαζε απ’ την κωλότσεπη το “τραπεζομάντιλο”… και σκούπιζε, σκούπιζε… με τον κόσμο να χειροκροτάει…: τάχατες, να χειροκρόταγε την απόδοση ή το σφουγγάρισμα…

(19)