του +Ηλία Πετρόπουλου*

Στο θαυμάσιο μυθιστόρημα “Μεταμόσχευση νεφρού” του Περικλή Σφυρίδη υπάρχει η φράση: “φίλησε το κεπέγκι κι ύστερα οι υποτακτικοί του σήκωσαν τα ρολά”. Η φράση μας φέρνει αντιμέτωπους με την λησμονημένη λέξη “κεπέγκι” και τη γνωστή λέξη “ρολά”. Τα κεπέγκια και τα ρολά μοιάζουν, αλλά δεν είναι ταυτόσημα. Οι καταστηματάρχες το βράδυ ασφάλιζαν το μαγαζί τους με τα κεπέγκια, και, αργότερα, με τα ρολά. Τα κεπέγκια τα χρησιμοποιούσαν σ’ όλη την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

petropoulosΣτη Θεσσαλονίκη η λέξη κεπέγκι ήτο κοινής χρήσεως, όπως και στην Κρήτη. Ο Πιτυκάκης, στο λεξικό του, γράφει κεπένκι και εξηγεί: πρόσθετο θυρόφυλλο, ιδίως καταστημάτων. Ο ίδιος σημειώνει ότι, κεπένκι λέγεται και το προστέγασμα στην πρόσοψη του μαγαζιού (μαρκίζα).
Παρομοίως, ο λεξικογράφος Βλαστός παρέχει την ερμηνεία: κεπέγκι, σιδερένιο πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού.
Οι άλλοι λεξικογράφοι (Ανδριώτης, Ζώης, Κριαράς, Μπαμπινιώτης) δεν κατέγραψαν τη λέξη κεπέγκι. Ωστόσο, οι παλιοκαιρίσιοι Βλαστός και Πιτυκάκης γνωρίζουν άριστα τι ήσανε τα κεπέγκια.

Τα πρωταρχικά κεπέγκια άλλοτε ήσανε ξύλινα κι άλλοτε σιδερένια. Στις Κυκλάδες φωτογράφισα πάμπολλα σιδερένια κεπέγκια, διακοσμημένα με άπειρες τρυπίτσες. Αυτές οι τρυπίτσες υπήρχαν για να φωτίζεται αμυδρά το εσωτερικό του μαγαζιού, γιατί ενίοτε ο καταστηματάρχης βρισκότανε μέσα για να κάνει τους λογαριασμούς του ή να τακτοποιήσει την πραμάτια του. Τα ξύλινα κεπέγκια ήσανε ένα σύνολο από γερές τάβλες, που τις αναρτούσαν μπρος στις βιτρίνες. Μετά στερέωναν τα κεπέγκια με μια οριζόντια χοντρή σιδερένια μπάρα, όπου περνάγανε στις άκρες της δυο μπουλόνια που τα βίδωναν με παξιμάδια από το εσωτερικό του μαγαζιού. Παράλληλα, εμφανίστηκαν οι στενόμακρες πτυσσόμενες σιδερόπορτες. Και, αργότερα, τα ευρωπαϊκής προέλευσης ρολά από οντουλαρισμένη λαμαρίνα, που στη Θεσσαλονίκη εξακολουθούσαν να ονομάζουν κεπέγκια. Είναι αυτονόητο πως, τα μαγαζιά μέσα στα μπεζεστένια παραμέναν ορθάνοιχτα. Το κάθε μπεζεστένι είχε έναν νυχτοφύλακα που τον κλείδωναν μέσα στην κλειστή αυτή αγορά. Η λέξη κεπέγκι προήλθε από το τούρκικο kepenk. Γι’ αυτό η ορθογραφία κεπένκι είναι πιο σωστή.

Αφότου καταργήθηκαν τα αρχαϊκά κεπέγκια και αντικαταστάθηκαν από τους λαμαρινένιους καταρράχτες που ανεβοκατέβαιναν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη ρολά (από το γαλλικό rouleau). Ο καθαρολόγος Ανδριώτης γράφει: ρολό, βλέπε ρουλό (γαλλικό rouleau). Επίσης ο Ζώης προτιμά τη μορφή ρολό που το εξηγεί: είδος θύρας εξ ελάσματος κυματοειδής. Περίπου τα ίδια λέει και ο Μπαμπινιώτης στο λήμμα ρολό. Βέβαια, στην συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει πάντα ο πληθυντικός ρολά. Και μάλιστα, όταν λέμε για κάποιον έμπορο κατέβασε τα ρολά, εννοούμε πως έριξε κανόνι, δηλαδή κήρυξε πτώχευση.

Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας έγραψε “κατεβαίνουν τα ρολλά” (με διπλό λάμβδα), όπως ο ποιητής Κωστής Νικολάκης στον στίχο του “κατεβάζοντας τα ρολά”.

Σημειωτέον ότι, στην Κεφαλονιά, η λέξη ρολά υποδηλώνει ένα είδος κομμώσεως εκ των τριχών της κεφαλής. Αυτό λέει ο Ζώης, χωρίς να προσδιορίζει αν μιλάει για το μπουμπάρι ή τα καρουλάκια. Η λέξη ρόλος (π.χ. στο θέατρο) δεν σχετίζεται με το σημερινό θέμα μας.

* Γράμμα από το Παρίσι
“Ελευθεροτυπία”

(1817)