Από τον Μ° Δημήτρη Παπαδημητρίου

papadimitriouΚάθε φορά που στρώνομαι να σχεδιάσω το πρόγραμμά μιας συναυλίας έρχεται στο νου μου η ίδια πάντα εικόνα. Μια εικόνα που με βασανίζει και με προβληματίζει.
Μιλάω για την πολύ γνώριμη πλέον φιγούρα του ηλικιωμένου κυρίου ή της ηλικιωμένης κυρίας εκεί στα πρώτα καθίσματα της πλατείας. Οι συμπαθέστατοι αυτοί θεατές, κάπου στο τέλος της παράστασης, θα αναφωνήσουν επιτακτικά: “Ένα ελληνικό”. Και μη φανταστείτε ότι αυτό θα συμβεί μόνο κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας με έργα προκλασικά ή μουσική ROCK. Είμαι βέβαιος, ότι δεν το γλιτώνω, ακόμα και τότε που ήδη έχω εκτελέσει ελληνικά κομμάτια.

Τι ζητάει, λοιπόν, ο κύριος και η κυρία και γιατί με προβληματίζουν; Αποτελεί τάχα το αίτημα τους απαίτηση ολόκληρου του ακροατηρίου; Τι εννοούν με τον όρο “ελληνικό”; Ένα έργο με ελληνικό χαρακτήρα και ύφος ή απλώς ένα κομμάτι με ελληνικά λόγια; Μήπως πάλι θέλουν να ακούσουν μια γνωστή λαϊκή μελωδία για να τη σιγοψιθυρίσουν κιόλας;

Με αυτά και άλλα θέματα θα ασχοληθώ στην παρούσα εισήγηση. Δεν έχω πρόθεση να θίξω πρόσωπα και γι’ αυτό θα φροντίσω όσο είναι δυνατό να αποφύγω τις ονομαστικές αναφορές. Τα ελάχιστα πάντως ονόματα που θα ακουστούν είναι ονόματα μεγάλων συνθετών που θεωρούνται πλέον ιστορικές φυσιογνωμίες και δεν έχουν να φοβηθούν την όποια κριτική.

Στον τίτλο της ομιλίας μου μεταχειρίζομαι τον όρο «έντεχνες εναρμονίσεις». Εννοώ, έτσι, τα χορωδιακά τραγούδια που έχουν, ως βάση τους, μια μελωδία παραδοσιακή ή στηρίζονται στο έργο επώνυμου συνθέτη.
Πέφτει, λοιπόν, τυχαία στα χέρια σου μια σχετική παρτιτούρα. Διαβάζεις: “Δημοτικό τραγούδι επεξεργασμένο για μικτή χορωδία”.
Όμορφη και λατρεμένη η μελωδία, γνωστό και το όνομα του διασκευαστή.
Αρκούν, άραγε, αυτά τα δύο στοιχεία για να εντάξεις το κομμάτι στο ρεπερτόριο σου; Πιστεύω, πως όχι. Όχι, δηλαδή, μόνο αυτά. Ας δούμε, επομένως, ποιους άλλους παράγοντες οφείλουμε να συνεξετάσουμε.

Η δημοτική μουσική έχει μπει στην καρδιά και την ψυχή του λαού μας με την παραδοσιακή της μορφή. Στις γιορτές, στα πανηγύρια, στις εθνικές επετείους απολαμβάνουμε τους ήχους εκείνους τους γεμάτους λεβεντιά.
Θαυμάζουμε τα νιάτα που χορεύουν ή καλύτερα πετάνε στον τσάμικο ρυθμό. Μακαρίζουμε τον πρεσβύτερο του χωριού που πρώτος σηκώνεται να σύρει το χορό. Να, τι προσπαθώ να πω. Αν η εναρμόνισή μας απομακρύνεται από τα ελληνοπρεπή στοιχεία, τότε ξενίζει, βαρβαρίζει· μοιάζει με ιεροσυλία.

Αναζητούμε, λοιπόν, στις διασκευές τον οικείο μας χορευτικό ρυθμό. Το ρυθμό που και μέσα από μια χορωδιακή εκτέλεση θα έχει τη δύναμη να μας ξεσηκώσει να χορέψουμε. Αναζητούμε την παραδεδομένη μελωδία, αναλλοίωτη, γνήσια, ει δυνατόν με τα χαρακτηριστικά ποικίλματα.

Αναζητούμε την παραδοσιακή δομή του τραγουδιού, το γνωστό μας στίχο. Ο εναρμονιστής θα πρέπει να προσέξει όλες τις γραμμές και όχι τις δύο πρώτες μόνο. Να δώσει, δηλαδή, δημώδη πλοκή και ύφος και στις τέσσερις φωνές. Αυτό, βέβαια, απαιτεί τέλεια μουσική κατάρτιση ιδιαίτερα στην τεχνική της αντίστιξης. θα μπορούσα να μεταχειριστώ, ως παράδειγμα, ένα κομμάτι του Μανώλη Καλομοίρη “Το Ρηνάκι”. Σ ‘ αυτή την, πραγματικά, αριστοτεχνική επεξεργασία δε θα βρεις στη φωνή του Μπάσσου εκείνα τα άχαρα διαστήματα τετάρτης και πέμπτης. Αντίθετα, ολόκληρη η γραμμή μοιάζει να είναι αυτή η κύρια μελωδία. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες φωνές, πράγμα, βεβαίως, που αποτελεί την αρχή της αντίστιξης.
Αναφέρθηκα, ειδικά, στο μπάσσο επειδή, κατά τη γραφή, αυτή η φωνή υποφέρει ίσως περισσότερο από τις άλλες. Γι αυτό το θέμα όμως θα μου δοθεί ευκαιρία να μιλήσω και αργότερα.

Μέσα από τις θέσεις μου αυτές ίσως να διαφαίνεται η άποψη πως θα ‘ναι καλύτερο να αφήσουμε τη δημοτική μουσική να παίζεται από τους φυσικούς της φορείς. Πρέπει, επομένως, να δώσω ειλικρινή απάντηση, να τοποθετηθώ με ευθύτητα πάνω στο θέμα. Απαντώ, λοιπόν, ότι είμαι έτοιμος να λατρεύσω τη διασκευή εκείνη που θα με κάνει να νοιώθω Έλληνας, που θα μου φέρνει στο νου τους κάμπους, τα βουνά και τα πελάγη μας. Απεναντίας, δεν τη χρειάζομαι εκείνη την επεξεργασία που, κατά την εκτέλεση της, αφήνει την εντύπωση μοτσαρτικής σύνθεσης. Γι’ αυτό και αντιδρώ στο μπιζάρισμα των ανατολικών χορωδιών επειδή, ξέρω, ότι θα κακοποιήσουν τη “νερατζούλα” ή «νεραγιούλα», την “καραγκούνα”, την “κοντούλα λεμονιά” και άλλα δημώδη.

Πολλοί, πάντως, θα υποστηρίξουν, και μέσα σ’ αυτούς και ‘γω, ότι η σωστή ερμηνεία μπορεί να βελτιώσει μια άτεχνη εναρμόνιση και να τη φέρει πιο κοντά στο ζητούμενο. Αυτό είναι αλήθεια και, πραγματικά, μπορεί ν’ ακούσεις το ίδιο κομμάτι με δέκα διαφορετικά πρόσωπα. Νομίζω, όμως, ότι και η πιο φιλότιμη προσπάθεια για ερμηνεία, δεν θα καρποφορούσε, αν δεν είχε ένα σταθερό υπόβαθρο και αυτό είναι, βεβαίως, μια επεξεργασία με συνέπεια.

Μένοντας λίγο στις τελευταίες σκέψεις, θα ήθελα να παρατηρήσω κάτι· σπάνια έχω συναντήσει πάνω στην παρτιτούρα ενός δημοτικού τραγουδιού τονισμούς ή τουλάχιστον τους σωστούς τονισμούς. Το μουσικό κείμενο είναι γεμάτο από ενδείξεις “FORTE, PIANO, CON DOLORE, CON UMORE» κ.τ.τ. Όμως, το χαρακτηριστικό ΤΕΜΠΟ, δεν φαίνεται, πουθενά.

Κοιτάξτε, για παράδειγμα, πόσο διαφοροποιείται η αίσθηση του ρυθμού από τα 2/4 στα 8/8. Το γνωστό μας τραγούδι “σε καινούργια βάρκα μπήκα” αποκτά το χαρακτηριστικό λίκνισμα του μπάλου, όταν μετρηθεί στα 8/8.
repertorio

Ας περάσουμε τώρα στα έργα επώνυμων συνθετών που διασκευάζονται για χορωδία. Κατ’ αρχήν, δεν ξέρω αν, ο ίδιος ο συνθέτης, είχε φανταστεί ποτέ, ότι το κομμάτι του θα γινόταν χορωδιακό τραγούδι, και δεν ξέρω αν θα το ήθελε κιόλας.
Ανεξάρτητα, όμως, απ’ αυτό, μπορούμε με μια απλή παρατήρηση να διαπιστώσουμε, ότι μερικά τραγούδια δεν αφήνουν περιθώριο για χορωδιακή επεξεργασία, ενώ άλλα πάλι έχουν την κλασσική δομή της καντάτας και έρχονται εύκολα στα χείλη της παρέας που ξεφαντώνει το βραδάκι στην ταβέρνα. Συνάγεται έτσι, πιθανόν, το συμπέρασμα, ότι ο χαρακτήρας της ομαδικότητας είναι το βασικό κριτήριο της επιλογής μας. Το πράγμα όμως δεν είναι τόσο απλό.

Ερώτημα πρώτο: Ποια, από τα χιλιάδες κομμάτια, να διαλέξουμε για να εναρμονίσουμε ή, αν θέλετε, ποιες εναρμονίσεις να εκτελέσουμε με τη χορωδία μας;
Εγώ, τουλάχιστον, θα απέκλεια αυτά τα τραγούδια που τα αποκαλώ “πολυφορεμένα”, δηλαδή, πολύ γνωστές μελωδίες που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν κατά κόρον, όμως πάλιωσαν πια, έχασαν την αρχική τους φρεσκάδα, ξεπεράστηκαν, τις βαρεθήκαμε λίγο ή πολύ. Πιστεύω, πως ο κόσμος δεν αισθάνεται την ανάγκη να ακούσει για μια ακόμα φορά το “στρώσε το στρώμα σου για δυο”, ας πούμε. Θα απέφευγα, επίσης, τα τραγούδια που έχουν σφραγιστεί από την ανεπανάληπτη ερμηνεία ενός μεγάλου τραγουδιστή, γιατί τότε αναπόφευκτα ο ακροατής θα αναζητά, στην κύρια μελωδία τουλάχιστον, την ποιότητα της αρχικής εκτέλεσης. Εκτός βέβαια, αν νομίζω, ότι οι SOPRANI μου θα φτάσουν ή και θα ξεπεράσουν την ερμηνεία του επώνυμου καλλιτέχνη.

Τι θα διάλεγα; Θα διάλεγα κομμάτι τέτοιο που, όταν τ’ ακούσει το κοινό θα ‘πει: Για κοίτα, το είχα ξεχάσει. Αχ! τι όμορφο που είναι!
Έτσι, θα το χαρεί και θα το απολαύσει πραγματικά. Θα διάλεγα, επίσης, τραγούδια που, πιστεύω, ότι αδικήθηκαν από κάποιο κακό ή μέτριο ερμηνευτή και κατά κάποιο τρόπο, εγώ, τα αποκαθιστώ.

Ερώτημα δεύτερο: Ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία και το ύφος της επεξεργασίας; Ίσως αυτή η παράμετρος να είναι πιο σημαντική από την προηγούμενη.
Παρ’ όλο που μ’ αρέσει να μένω πιστός στην αρχική ιδέα, εν τούτοις δεν θα απέρριπτα μια πρωτοποριακή εναρμόνιση, μια καινούργια πρόταση.
Απλά και μόνο η καινοτόμος αυτή προσέγγιση θα ήθελα να έφερνε την υπογραφή ενός μεγάλου μουσικού ειδικευμένου και δοκιμασμένου σ’ αυτή τη δουλειά και όχι κάποιου πρωτόπειρου που κάνει πρακτική εξάσκηση στο τελευταίο μάθημα αρμονίας που διδάχτηκε στο ωδείο.

Νομίζω, πως όλοι μας, κατά καιρούς, έχουμε ακούσει κακοποιήσεις ελληνικών τραγουδιών. Έχουμε ακούσει Χατζιδάκι να μοιάζει με Θεοδωράκη. Έχουμε ακούσει Τσιτσάνη να μοιάζει με HANDEL, Χατζηνάσιο να μοιάζει με WAGNER. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο χωράνε τα στοιχεία της πολυφωνίας μέσα σε απλές μελωδίες καμωμένες να τέρπουν και παράλληλα να ξεκουράζουν το αυτί του ακροατή αλλά και να αναδεικνύουν το στίχο πάνω στον οποίο γράφτηκαν… Πώς είναι δυνατόν να γίνει η γοργόνα του Λοΐζου ορατόριο, δεν το καταλαβαίνω.

Αν, τελικά, οφείλω να πάρω μια θέση, θα πω ότι κλίνω περισσότερο προς την απλή κάθετη εναρμόνιση των ελαφρών τραγουδιών κατά την οποία θα αναδεικνύεται η κύρια μελωδία. Οι συγχορδίες, όσο είναι δυνατό, να παραμένουν οι ίδιες με αυτές του συνθέτη ή, τουλάχιστον, να μην απομακρύνονται από τη βασική ιδέα. Οπωσδήποτε, όμως, η όποια απομάκρυνση να μην οφείλεται στην ανικανότητα του διασκευαστή να αντιγράψει ένα μουσικό έργο.

Το κεφάλαιο αυτό θα το τελειώσω με μια υπόδειξη, και ας κινδυνεύω να θεωρηθώ κακός. Πιστεύω, πως δεν είναι υποχρεωτικό να γεμίσει ένας μαέστρος τη συναυλία του αποκλειστικά με έργα δικά του. Και αυτό διότι οι εναρμονίσεις τού ενός διατηρούν, συνήθως, ένα συγκεκριμένο ύφος, που μετά από λίγη ώρα θα κουράσει τον ακροατή.

Στο δεύτερο μέρος της εισήγησης μου θα καταπιαστώ με τα έργα Ελλήνων συνθετών που, εξ αρχής, γράφτηκαν για χορωδία. Τολμώ, να ‘πω, πως τέτοια έργα δεν ακούμε συχνά στις συναυλίες μας μολονότι υπάρχουν πολλά. Ιδιαίτερα, αποφεύγουν οι χορωδίες μας επιμελώς τους σύγχρονους συνθέτες.
Έχω συζητήσει το θέμα με πολλούς συναδέλφους και πήρα από πολλές πλευρές την ίδια περίπου απάντηση. Ότι, δηλαδή, οι σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες γράφουν δύσκολα και στρυφνά κομμάτια. Κατά ένα μέρος θα συνηγορήσω σ’ αυτή την άποψη. Πραγματικά, πολλές φορές έχουν φτάσει στα χέρια μου έργα που θα τα χαρακτήριζα, τουλάχιστον, περίεργα. Αξιόλογα ή μη δεν μου επιτρέπεται να αποφανθώ. Κριτήριο είναι πάντοτε η αποδοχή τους από το ευρύ κοινό. Όμως, στέκομαι στο στοιχείο αυτό του ιδιάζοντος. Αντιμετωπίζεις μια πολύπλοκη γραφή. Βρίσκεις δύσκολες αρμονίες, πολύ υψηλές ή πολύ χαμηλές νότες, άφθονα DIVISI, έτσι που να αναρωτιέσαι για ποιες χορωδίες γράφτηκαν. Δεν θέλω να εννοήσω μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, ότι θα είμαστε εμείς οι ερμηνευτές που θα κατευθύνουμε τις ανησυχίες ενός συνθέτη. Πολύ φυσικό είναι ο μουσουργός να γράφει και ο ερμηνευτής να δοκιμάζει.

Σε τελευταία ανάλυση, ας καταπιανόμαστε με ό,τι μας ταιριάζει και μπορούμε να το φτάσουμε. Θα επιμείνω όμως κάνοντας έκκληση στους αξιολογότατους συνθέτες μας να γράφουν κάτι πιο απλό.
Προσοχή, όχι απλοϊκό. Εννοώ κάτι πιο βατό. Άλλωστε, στις Ελληνικές χορωδίες απευθύνονται και αυτές έχουν την πιθανότητα να εκτελέσουν κάποτε τα έργα τους.

Αναφέρθηκα, λοιπόν, σε ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά την επιλογή του ελληνικού ρεπερτορίου. Υπάρχει και άλλο εξ ίσου σημαντικό ζήτημα.
Οι περισσότεροι από μας, πιστεύω, ότι διαλέγουμε ένα κομμάτι με βασικό κριτήριο την όμορφη μελωδία του. Καλή η δομή, η πλοκή, το CONTRAPUNTO, τα FUGATA, οι μιμήσεις, οι αρμονίες ένατης έκτης, το μεγαλείο της όλης σύνθεσης γενικά, μετά όμως από την καλή μελωδία.

Ποια είναι η πραγματικότητα; Στα έργα των νεότερων συνθετών μας, σε αντίθεση με αυτά των παλαιότερων, δύσκολα βρίσκεις εκείνη τη μελωδία που θα αγαπηθεί, που θα εντυπωσιάσει, που θα μείνει. Και να πώς το ερμηνεύω.
Νομίζω πως, αν ένας σημερινός μουσικός συνελάμβανε ένα τέτοιο κομμάτι, θα προτιμούσε να το κάνει ελαφρό ή λαϊκό τραγούδι, που με τη βοήθεια ενός γνωστού τροβαδούρου θα γινόταν σουξέ. Και όλα αυτά, βέβαια, για να καταξιωθεί και να πουλήσει. Σήμερα, βλέπετε, η δισκογραφία αποτελεί ύψιστο αγαθό και το αγαθό των μουσικών μας.

Τι μένει λοιπόν για τη χορωδία; Μια σύλληψη αβέβαιης ποιότητας με την καύχηση πως βασίζεται στους μεγαλόπνοους στίχους ενός σπουδαίου ποιητή. Μα, είναι γνωστό, πως στις χορωδιακές συνθέσεις, δεν είναι ο στίχος αυτό που μετράει. Έχουν γραφτεί έργα θαυμάσια ακόμα και σε αστείους στίχους. Σας θυμίζω το προκλασικό αριστούργημα TOURDION που μιλάει για λιπαρά ζαμπόν, κρέατα και φαγοπότια. Και πάλι οφείλω να πάρω μια θέση.

Ναι, έχω όλη την καλή διάθεση και την επιθυμία να εντάξω στο ρεπερτόριό μου ελληνικά κομμάτια. Θέλω, όμως, αυτά τα κομμάτια να μπορούν να αντιπαρατεθούν σε εκείνα του ξένου ρεπερτορίου. Όπως και να το κάνουμε, η Ευρώπη είναι η κοιτίδα της χορωδιακής μουσικής με μακραίωνη παράδοση. Αντλείς από την ατελείωτη βιβλιογραφία ό,τι ποθήσει η ψυχή σου. Ναι, στο ελληνικό αλλά προηγουμένως να με συγκινήσει, που σημαίνει ότι κατ’ επέκταση θα συγκινήσει και το κοινό. Στις συναυλίες η μουσική λειτουργεί ως ιμπρεσιονιστικό είδος. Ο ακροατής θα συλλάβει την πρώτη εντύπωση, η οποία πρέπει να είναι καταλυτική. Δεν έχει τη δυνατότητα ο πολύς κόσμος να κάνει τις απαιτούμενες αναλύσεις ούτε ίσως έχει ξανακούσει το κομμάτι που του παρουσιάζουμε. Τι θα προσέξει λοιπόν; Κατά την πρώτη ακρόαση θα αναζητήσει το CANTO, την κύρια μελωδία δηλαδή. Τα άλλα είναι για τους μυημένους μόνο. Αν με ρωτήσετε πόσο υπάρχουν τέτοια έργα με τις προδιαγραφές που ζήτησα, θα απαντήσω, ότι υπάρχουν λίγα.

Και εδώ θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα στους συνθέτες ελαφράς μουσικής, των οποίων την ικανότητα και το γούστο εμπιστεύομαι. Γιατί δεν γράφουν χορωδιακή μουσική; Ελάχιστοι μόνον το κάνουν. Προσωπικά, έχω ζητήσει, σε γνωστό συνθέτη, να γράψει κάτι για χορωδία και έμεινα με μια αόριστη υπόσχεση.

Σε ξεχωριστή παράγραφο, θα μπορούσε να μας απασχολήσει το θέμα των ξένων έργων που αποδίδονται όμως, με ελληνικό στίχο. Δηλώνω, κατηγορηματικά, ότι είμαι ενάντιος σ’ αυτή την ιδέα. Δεν πιστεύω, ότι ντύνοντας μια σύνθεση με ελληνικά λόγια, τις δίνεις και ελληνική ταυτότητα. Δεν θα ήθελα να εξαπατήσω το κοινό που με παρακολουθεί και μου ζητά ίσως ένα τραγούδι του τόπου μας παρουσιάζοντάς του ένα τέτοιο κομμάτι. Είμαι οπαδός της γνησιότητας και αν, το συγκεκριμένο τραγούδι μου αρέσει, θα το αναζητήσω στην αυθεντική του γραφή.

Τελειώνοντας θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στο ακανθώδες εκείνο πρόβλημα που λέγεται σχεδιασμός προγράμματος. Ο προβληματισμός μου στέκεται στο ερώτημα, πού θα τοποθετήσω τα ελληνικά μου κομμάτια. Στην αρχή, στη μέση, στο τέλος του προγράμματος; Στο θέμα υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες, όπως το είδος των τραγουδιών, η σχέση τους με το όλο πρόγραμμα, το ύφος του κάθε ενός έργου, ο ρυθμός του και άλλες πολλές βέβαια συνιστώσες.

Μερικοί υποστηρίζουν, ότι ένα πρόγραμμα πρέπει να είναι αμιγές. Μουσική δηλαδή μιας ορισμένης εποχής ή τουλάχιστον ενιαίου ύφους. Εκ των πραγμάτων, πάντως, οι χορωδίες μας είναι αναγκασμένες να συμπλέξουν ελληνική με ξένη μουσική, εκτός των άλλων, και για να δείξουν σε μια συναυλία το εύρος του ρεπερτορίου τους. Προσωπικά, αυτό που δεν δέχομαι είναι να τοποθετήσω κάποιο φτηνό κομματάκι στο τέλος της εκδήλωσης μόνο και μόνο για να κερδίσω τις εντυπώσεις με κάτι τρα, λα λα και ουμ, παμ παμ, ουμ, παμ παμ.
Είναι σα να διαγράφω έτσι, ό,τι αξιόλογο έχω εκτελέσει προηγουμένως. Ίσως όμως να έχει και αυτό τη λογική του. Να λειτουργεί δηλαδή σύμφωνα με την πρακτική των αρχαίων θεατρικών παραστάσεων όταν, μετά από τρεις συνεχόμενες τραγωδίες, παρακολουθούσαν οι θεατές και ένα σατυρικό δράμα για να ξεσκάσουν.

Τελικά, θα κλίνω προς την άποψη εκείνη που υποστηρίζει, ότι αν παρουσιάζουμε ένα αναπόφευκτα σύμμεικτο πρόγραμμα, μπορούμε να εντάξουμε σ’ αυτό ελληνικά τραγούδια, τα οποία, όμως, να έχουν ποιότητα αντίστοιχη με των ξένων κομματιών.

Οφείλω, πάντως, να διαβεβαιώσω, ότι δεν θα έβαζα ποτέ ελληνικό κομμάτι από υποχρέωση και μόνον. Νοιώθω, ότι έχω χρέος μόνο απέναντι στην τέχνη και σε κανέναν άλλο. Οι διοργανωτές μιας εκδήλωσης, ας καλούν τις χορωδίες για αυτό που είναι. Δε θα προσαρμόσουμε δηλαδή το πρόγραμμά μας στο γούστο κάποιου κοινού με ειδικές απαιτήσεις. Ας κάνουμε εξαίρεση μόνον όταν ο κανονισμός ενός φεστιβάλ απαιτεί ελληνική μουσική ή μερικά υποχρεωτικά κομμάτια. Σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε ελεύθεροι να δεχτούμε ή να αρνηθούμε την πρόκληση για τη συμμετοχή μας.

Υ.Γ. του R.:
Το ανωτέρω κείμενο είναι γραμμένο, ακριβώς, προ 20ετίας (22-3-96), από τον Μ° Δημήτρη Παπαδημητρίου, στο σπίτι του, στην Ανάβυσσο, και είναι εισήγησή του από ΠΑ.ΣΥ.ΧΟ.

(649)