Του Μου Βαλεντίν Στεφάνωφ

Ήθελα, με αυτή την εισήγηση μου, να θίξω μερικά από τα βασικά προβλήματα της ορθοφωνίας (φωνητικής τεχνικής) πάνω στη χορωδιακή εργασία. Επέλεξα αυτό το θέμα, επειδή διαπίστωσα πως πολλές από τις χορωδίες έχουν προβλήματα ή δεν χρησιμοποιούν καθόλου ορθοφωνία. Όλοι ξέρουμε πως η χορωδιακή μουσική είναι τέχνη και σαν τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίζουμε.

Η ορθοφωνία είναι συνυφασμένη με τον μηχανισμό των φωνητικών χορδών, ο οποίος απαιτεί ειδική εκπαίδευση. Αυτή η εκπαίδευση είναι ακόμη πιο δύσκολο να γίνει στις χορωδίες διότι, ξέρουμε, ότι η φωνητική εκπαίδευση είναι ατομική.
Για να μπορέσουμε να συνδυάσουμε όλα τα φωνητικά προσόντα του κάθε χορωδού σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, χρειάζεται εξειδίκευση και ιδιαίτερες ικανότητες.

Είναι αλήθεια πως αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει καλύτερα από έναν ειδικό καθηγητή φωνητικής, αλλά από την εμπειρία μας βλέπουμε πως αυτό είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί για πολλούς λόγους…
Γι’ αυτό ο καλύτερος τρόπος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κάθε μαέστρος να εμβαθύνει τις γνώσεις του για τη φωνητική εργασία μέσα στη χορωδία και να μπορεί μόνος του να τις εφαρμόζει.

Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η καλύτερη λύση διότι ακόμη και αν κάποιος σύλλογος έχει την οικονομική άνεση να πληρώνει για ειδικό καθηγητή φωνητικής, προκύπτει η δυσκολία να βρεθεί τέτοιος καθηγητής ειδικός για τη χορωδιακή εκπαίδευση, εφ’ όσον ξέρουμε, ότι αυτή η εκπαίδευση είναι ιδιάζουσα και τις περισσότερες φορές διαφέρει από την ατομική εκπαίδευση.

Όμως, ποια είναι τα σημαντικότερα αποτελέσματα που πρέπει να περιμένουμε από τη σωστή και συστηματική εκμάθηση της ορθοφωνίας; ας τ’ απαριθμήσουμε:
– Σωστή και εξομοιωμένη ηχοδημιουργία και σωστή αναπνοή.
– Επίτευξη ευγενικής και στρογγυλής μελωδικότητας των φωνηέντων.
Σημαντική διεύρυνση της έκτασης των φωνών και εξομοίωση της χροιάς των φωνών.
– Κατάργηση, κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, παρασιτικών θορύβων οι οποίοι προέρχονται από την κακή άρθρωση και από την απειρία ή άγνοια προφοράς των συμφώνων.
– Απόκτηση μεγαλύτερης ευκινησίας των φωνών, βασικό στοιχείο της φωνητικής τεχνικής.
Ένα ακόμη πολύ σημαντικό αποτέλεσμα της εφαρμογής της ορθοφωνίας σε χορωδίες είναι, ότι επιλύονται προβλήματα τονικότητας και συνολικής μελωδικότητας.

Όλα αυτά, βέβαια, μπορούν να επιτευχθούν αν υπάρχουν η απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση και ο έλεγχος της ακοής, τόσο από την πλευρά του μαέστρου όσο και από την πλευρά των χορωδών. Κάθε τυποποίηση ή μηχανική επανάληψη της διαδικασίας θα εμποδίσει και, τελικά, θα σταματήσει την πρόοδο των χορωδών ή ακόμη μπορεί και να προκαλέσει ζημιά.

Όταν ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες τραγουδάνε: τραγουδάνε στους γάμους, στις κηδείες, στις ταβέρνες, στα ταξίδια. Αν όλοι οι μαέστροι και οι χορωδοί καταλάβουν καλά τον πλούτο και το νόημα της λαϊκής παράδοσης στο τραγούδι, αν καταφέρουν να ακούσουν με μεγαλύτερη προσοχή τις καλύτερες ελληνικές και ξένες χορωδίες, αν εφαρμόσουν με μεγαλύτερη υπευθυνότητα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και αν αρχίσουν να παρακολουθούν με πιο μεγάλο ενδιαφέρον την επιστημονική βιβλιογραφία πάνω στα προβλήματα της φωνητικής, θα καταφέρουν να οργανώσουν και να εφαρμόσουν τη φωνητική εκπαίδευση. Έτσι, τα θετικά αποτελέσματα δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Μπορούμε να χωρίσουμε, υποθετικά, αυτή τη διαδικασία σε τέσσερα βασικά τμήματα:
1. Προεργασία
2. Ορθοφωνία κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης των φωνών.
3. Ορθοφωνία κατά τη διάρκεια της εκμάθησης των κομματιών.
4. Εργασία πάνω στα προβλήματα του χορωδιακού λόγου.
Τα τέσσερα τμήματα που προανέφερα έχουν σημασία για ένα ολοκληρωμένο χορωδιακό έργο· είναι αλληλένδετα· το ένα χωρίς το άλλο δεν μπορεί να έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Θα προσπαθήσω να αναλύσω όσο γίνεται καλύτερα καθένα από τα παραπάνω στάδια:

Ι. Προεργασία
Είναι βέβαιο ότι στοιχειώδης και απαραίτητος όρος για την ολοκληρωμένη οργάνωση της φωνητικής εργασίας είναι να γνωρίσουμε το φωνητικό υλικό του κάθε χορωδού.
Ο καλύτερος τρόπος για την απόκτηση της πραγματικής αντίληψης, σχετικά με τις φωνητικές δυνατότητες των χορωδών σε κάθε χορωδία, είναι η προκαταρκτική προσωπική ακρόαση. Εννοείται, ότι η ακρόαση αυτή δεν είναι αρκετή και ότι θα πρέπει, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, να συμπληρώνουμε την πρώτη εντύπωση ακούγοντας και πάλι έναν έναν χορωδό.
Αυτό επιβάλλεται εκ των περιστάσεων επειδή, για ένα μεγάλο μέρος των χορωδών, αυτές οι ακροάσεις είναι οι μοναδικές της ζωής τους. Θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι, σ’ αυτές τα περιπτώσεις, οι χορωδοί διακατέχονται από υπερβολικό τρακ και, επομένως, δεν μπορούμε να έχουμε σωστή εκτίμηση της φωνής τους.
Οι ατομικές ακροάσεις είναι συνδεδεμένες με πολλά προβλήματα…, γι’ αυτό αρκετοί μαέστροι τις αποφεύγουν. Αν όμως οι χορωδοί συνηθίσουν στη σκέψη, ότι θα υπάρχουν συχνά τέτοιου είδους ακροάσεις, τότε, σιγά σιγά, οι ίδιοι θα ζητούν να γίνονται πιο συχνά. Αυτές οι ακροάσεις των χορωδών πρέπει να ανταποκρίνονται στα παρακάτω:

1. Να γίνονται μπροστά σε όλα τα μέλη της ίδιας φωνής.
2. Να απαιτούμε να τραγουδήσει ο χορωδός, εκτός από τις φωνητικές ασκήσεις, και κάποια μέρη του τρέχοντος ρεπερτορίου.
3.Τα πρόσωπα (μαέστροι ή καθηγητές μουσικής) τα οποία είναι υπεύθυνα γι’ αυτές τις ακροάσεις να μπορούν, παρά το τρακ ή κάποια ασθένεια του χορωδού, να βγάλουν όσο γίνεται καλύτερο συμπέρασμα για το επίπεδο της αξίας της φωνής.

Η καλά οργανωμένη και πραγματοποιημένη ακρόαση δίνει στους μαέστρους των χορωδιών δυο σημαντικές ευκαιρίες: να προσδιορίσουν το είδος και τον χαρακτήρα της φωνής του κάθε χορωδού και να απομακρύνουν τις φωνές που, δεν διαθέτουν την απαραίτητη ποιότητα, έτσι, ώστε να μπορέσουν να έρθουν στη χορωδία καινούργια άτομα με καλύτερες φωνές. Ο προσδιορισμός του είδους και του χαρακτήρα της φωνής είναι το πρώτο ενδεικτικό στοιχείο που θα βοηθήσει στην τοποθέτηση του κάθε χορωδού σύμφωνα με τα φωνητικά του χαρακτηριστικά μέσα στη χορωδία. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να διορθώσουμε πιθανά λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της πρώτης ακρόασης.

Η είσοδος νέων χορωδών είναι, επίσης, πολύ σπουδαίο για τη συμπλήρωση της χορωδίας· γι’ αυτό, κάθε μαέστρος πρέπει να επιλέγει με μεγάλη υπευθυνότητα τα καινούργια άτομα που εκδηλώνουν ενδιαφέρον.
Για την επιλογή των καινούργιων φωνών είναι λάθος, να πιστεύουμε, ότι το κυριότερο χαρακτηριστικό πρέπει να είναι η ένταση ή η έκταση της φωνής αλλά πρέπει, να μας ενδιαφέρει, η καθαρότητα και η ποιότητα του χρώματός της –πράγμα που είναι αναντικατάστατο.

ΙΙ. Προθέρμανση
Αφού ο μαέστρος ολοκληρώσει το στάδιο της προεργασίας μπορεί, πλέον, να προχωρήσει στην κυρίως δουλειά για την εκμάθηση της ορθοφωνίας, τόσο κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης όσο και κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας των κομματιών. Την ώρα της προθέρμανσης επιτυγχάνεται ένα μεγάλο μέρος από τη φωνητική εργασία, αλλά συνήθως αυτό δεν πραγματοποιείται για διαφόρους λόγους, όπως είναι η έλλειψη μεθοδικής βιβλιογραφίας με την πρακτική της αξία, από την πλευρά των μαέστρων, ή η μηχανική επανάληψη των φωνητικών ασκήσεων από τους χορωδούς.

Δυστυχώς, μερικές χορωδίες δεν κάνουν καθόλου προθέρμανση κάτι που είναι ακόμη χειρότερο.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι το τραγούδι απαιτεί σωματική και ψυχική συμμετοχή. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι χορωδοί έρχονται στις πρόβες μετά από τη δουλειά τους η οποία, συνήθως, δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική. Έτσι, το ξεκίνημα της πρόβας σημαίνει, γι’ αυτούς, αρχή κάποιας καινούργιας δραστηριότητας, για την οποία καλούνται να προετοιμαστούν και σωματικά και ψυχολογικά.

Για τον λόγο αυτό, στην πράξη η προθέρμανση αποτελείται από δύο βασικές φάσεις:
α) Ζέσταμα· έτσι ώστε ο χορωδός να προετοιμαστεί για τη δραστηριότητα που θα ακολουθήσει, και
β) Δημιουργία των απαραίτητων βάσεων για τη σωστή τοποθέτηση των φωνών.

Ουσιαστικά, αυτή η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει με τον παρακάτω τρόπο:
1. Φτιάξιμο του σωστού ήχου στο μέσον της έκτασης που μπορεί να καλύψει κάθε φωνητική ομάδα.
2. Δουλειά πάνω στη σωστή εκπνοή και στην ατάκα των φωνών.
3. Φτιάξιμο των περασμάτων της φωνής για κάθε ομάδα.
4.Δουλειά πάνω στους βασικούς όρους της φωνητικής π.χ legato, staccato, boushe fermee, piano, forte κ.λ.π.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης πρέπει να προσέχουμε:
α) Τη σωστή στάση των χορωδών όταν κάθονται. Ας μην ξεχνάμε, ότι στη σκηνή οι χορωδοί στέκονται όρθιοι ενώ στις πρόβες είναι καθισμένοι, πράγμα που δυσκολεύει την απόδοση του τραγουδιού. Αρνητικά αποτελέσματα έχουμε όταν το σώμα γέρνει μπροστά ή πέφτει πολύ πίσω καθώς και όταν τα πόδια είναι το ένα πάνω στο άλλο.
β) Τη θέση του κεφαλιού. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, οι κινήσεις του κεφαλιού πρέπει να είναι πολύ μικρές και σχετικές με το κάθε έργο. Οι κινήσεις προς τα επάνω, προς τα κάτω, προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, πρέπει να αποφεύγονται για λόγους αισθητικής.
γ) Τη θέση των χειλιών: Στις χορωδίες, το πιο συνηθισμένο μειονέκτημα, σχετικά με τα χείλη, είναι η έλλειψη εκφραστικότητας και άρθρωσης.
δ) Τη θέση και τις κινήσεις του σαγονιού, το οποίο πρέπει να είναι ελεύθερο και όχι σφιγμένο.

ΙΙΙ. Ορθοφωνία κατά την διάρκεια της εκμάθησης των κομματιών.
Συνήθως, αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται σε δύο στάδια:
Κατά την αρχική εκμάθηση του μουσικού κειμένου και στη συνέχεια κατά την καλλιτεχνική έκφραση και απόδοσή του.
Η βασική δυσκολία της φωνητικής εργασίας, όταν πρωτομαθαίνουμε το κομμάτι είναι, ότι θα πρέπει να οργανώσουμε με τέτοιο τρόπο την πρόβα, ώστε παράλληλα με την εκμάθηση των νοτών, να γίνεται και η διδασκαλία της φωνητικής.
Απαραίτητη θεωρείται, σ’ αυτό το σημείο, η εκ των προτέρων γνώση των συγκεκριμένων φωνητικών δυσκολιών του κάθε κομματιού από τον μαέστρο.

Το ανώτατο στάδιο της φωνητικής εργασίας στη χορωδία είναι συνυφασμένο με την καλλιτεχνική απόδοση του έργου. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει οριστικά να έχουμε απαλλαγεί από τα προβλήματα της κάθε φωνητικής ομάδας και να φτιάξουμε όσο γίνεται καλύτερα τον τελικό ήχο του συνόλου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του μαέστρου, με τους μουσικούς όρους έκφρασης και με το ύφος του συγκεκριμένου κομματιού.

ΙV. Εργασία πάνω στα προβλήματα του χορωδιακού λόγου.
Μπορούμε, να πούμε, ότι είναι το πιο παραμελημένο μέρος της φωνητικής εκπαίδευσης της χορωδίας.
Ο λόγος θεωρείται το πιο σημαντικό χάρισμα της χορωδιακής τέχνης που τη διαφοροποιεί από την οργανική ή ορχηστρική τέχνη. Γι’ αυτό απαιτείται η χορωδιακή παιδεία να παρέχεται πολύπλευρα, με ιδιαίτερη έμφαση στα προβλήματα του λόγου. Οι πρέπουσες αναλογίες μουσικής και λόγου, εγγυώνται την ορθή λειτουργία των εκφραστικών αυτών μέσων.

Παράλληλα, με την εκμάθηση του μουσικού κειμένου, ο χορωδός πρέπει να διδαχθεί και τη σωστή άρθρωση του ποιητικού λόγου.
Η τέλεια απόδοσή του δεν συνίσταται μόνο στην εκμάθηση της τεχνικής της άρθρωσης ή του συλλαβισμού αλλά και στη δυνατότητά του να αποδώσει, μέσα από τον λόγο, το περιεχόμενο του μουσικού έργου.
Ο ρυθμός και το μέτρο του λόγου μεταβάλλονται και υποτάσσονται στον ρυθμό του μουσικού κομματιού.
Κατά την απόδοση, λόγος και μουσική επηρεάζονται αμοιβαία στο δέσιμό τους. Μέσα από τις μουσικές εικόνες ο λόγος γεμίζει, ενώ ο λόγος από τη μεριά του βοηθάει το κοινό να διαμορφώσει ξεκάθαρα μια μουσική εικόνα.

Συνεπώς η προφορά, η άρθρωση και η ορθοέπεια βάζουν την τελεία στην ολοκληρωμένη πλέον φωνητική εργασία.
Αν όλα όσα προαναφέρθηκαν, μπορέσουν να πραγματοποιηθούν και να εφαρμοσθούν από τις χορωδίες μας, τότε θα καταφέρουμε να φτάσουμε στα υψηλότερα επίπεδα που απαιτούνται από το σύγχρονο χορωδιακό γίγνεσθαι.

(612)