ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΝΤΖΑΡΟΥ
(Μια σπάνια φιλολογική καταγραφή)

Ο Νικόλαος Μάντζαρος, που μελοποίησε τον «Ύμνον εις την Ελευθερία» του Διον. Σολωμού, σκιαγραφεί στο παρακάτω κείμενο, τον Εθνικό μας Ποιητή, με θαυμάσιο τρόπο. Είναι ίσως η καλύτερη περιγραφή του Σολωμού, που όπως σημειώνει ο συγγραφέας Σαράντος Καργάκος, αποτελεί «το καλύτερο ψυχολογικό πορτραίτο του Σολωμού»:

– Έχει τελείαν οργανικήν διάπλασιν.
– Εξαιρετικήν ελαστικότητα και λεπτότητα νεύρων, ήτις τον καθιστά τα μάλιστα ευαίσθητον εις την αρμονίαν του ήχου και ικανόν να αισθάνεται υπέρ παν άλλο πράγμα την μουσικήν, καθότι οργανικώς εγεννήθη μουσικός.
– Οξυτάτην και μεταφυσικήν δύναμιν κρίσεως και φαντασίας, δι’ ης αποτυπούται εν τη μνήμη αυτού παν αντικείμενον παρ’ αυτού προσηλούμενον, όπερ αναλύει και ανασυνθέτει εν ταυτώ, εισερχόμενος εν τη ουσία και συλλαμβάνων, χωρίς να το αναζητή, το αληθές. Τούτο εισχωρεί εις αυτόν φυσικώς υπό μορφήν συνολικής ιδέας.
Δύναται να λεχθή, ότι το συναίσθημα εν αυτώ είναι το αντικείμενο εν συνθέσει, ήτις ομιλεί προς το πνεύμα του.

250px-MantzarosNikolaos
Νικόλαος Μάντζαρος

Ένεκα θαυμαστής ρυθμικό-αρμονικής ιδιότητος της διανοίας του, το αληθές εκδηλούται εν αυτώ αμέσως κατά την σύλληψιν, με σημεία εντελώς ανάλογα προς την φύσιν του αντικειμένου, το οποίον ατενίζει(…)
– Όσον περισσότερον αφηρημένη είναι η ιδέα, τόσον περισσότερον εν τη διατυπώσει δίδει εις αυτήν συγκεκριμένην μορφήν δια του λόγου, παρουσιάζων ταύτην εις το πνεύμα των άλλων καθαράν εις το βάθος, απλήν εις την σύνθεσιν και αληθεστάτην εις την θεωρίαν.
Κάθε ιδέα του είναι αξίωμα νέον εις την ουσίαν ή εις τον τρόπον με τον οποίον το ατενίζει. Και κάθε λέξις είναι μέρος ζωτικόν, ικανόν να προκαλέση ζωηράν εντύπωσιν εις τον νουν και την ακοήν. Και τούτο διότι εις αυτόν μάλλον ή εκ του στόματος εξέρχεται εκ του πνεύματος, το οποίον, πλήρες εκ της ιδέας, του εμψυχώνει την λέξιν, ήτις εις αυτόν είναι σκέψις.

Εις τας δυνατότητας των φωνητικών οργάνων του οφείλει την φύσιν της φωνής του, ήτις είναι αρμονική, ευλίγιστος, εκφραστική, ικανή να τον εμπνεύση και ετοίμη να αποδώση την ηχηρότητα των στίχων του. Διό, εξ ενστίκτου, δημιουργεί τους πλείστους εξ αυτών με τραγούδι, αυτοσχεδιάζων μελωδίας, εις τα οποίας απηχεί η πραγματική έκφρασις της ποιοτικής συλλήψεως, διατυπουμένης υπό μουσικού πνεύματος.

Ακούσας αυτόν επανειλημμένως να δημιουργή κατ’ αυτόν τον τρόπον, εννόησα, ότι διεμόρφωνε την ποιοτικήν αρμονίαν δια της διαδοχής ήχων, τους οποίους ήρθρωνε, μεταχειριζόμενος θαυμαστήν και αρμονικωτάτην ποικιλίαν ρυθμών. Εκ της αρθρώσεως τούτων εξήρχοντο λέξεις απλούσταται, μόναι ικαναί να εκφράσουν τον ρυθμόν, την ιδέαν και την αρμονίαν του στίχου.

Ενώ μου απήγγελλεν αποσπάσματα ενός νέου ανομοιοκαταλήκτου εθνικού ποιήματος του, το οποίον θα αποδείξη μίαν ημέραν εις ποίαν δύναμιν κατώρθωσε να ανυψώση την τέχνην, μου έκαμε τόσην εντύπωσιν μετρική αύτη, εξ όλου νέα εις τα ώτα μου ως προς τας ηχητικάς αρμονίας, ώστε, μολονότι μου έλεγε με μετριοφροσύνην ότι του εφαίνετο, ότι ίσως είχε καλυτερεύση το μέτρον εκείνο, ηναγκάσθην να του παρατηρήσω, ότι δεν είχεν επίγνωσιν τι επέτυχε. Παρακινηθείς δε παρ’ εμού να σκεφθή την ωραιότητα του είδους της ποιητικής αρμονίας του, ως αν ωμίλουν προς τρίτον, ήρχισε τότε μόνον να αποκτά ο ίδιος συνείδησιν του έργου του. Εκ της μετρικής ταύτης, ήτις δύναταί τις να ειπή, ότι παρέχει πάσας τας δυνατάς καλλιτεχνικάς μορφάς της μουσικής, όσον αφορά εις τον ρυθμόν, γεννώνται νέοι ρυθμικοί ήχοι, προερχόμενοι εκ των αρμονικοτέρων συνδυασμών των μακρών και των βραχέων, μεθ’ ων ο ποιητής μας ρυθμοποιεί τους τόνους του στίχου, επιτυγχάνων την πραγματικήν και κατάλληλον ηχητικήν μορφήν εις την σκέψιν ή σχηματίζων ενίοντε νέους πολυσυλλάβους πόδας μιας μόνης ηχητικότητος, ήτις είναι πρωτάκουστος και ωραιοτάτη.

– Όταν δημιουργή, εφευρίσκει και δεν μιμείται.
Μου είπε πολλάκις ότι εδημιούργησε ποίησιν δια της μουσικής διαισθήσεως. Είμαι περί τούτου βεβαιότατος, και μάλιστα πιστεύω, ότι αι πλέον πρωτότυποι και αφηρημέναι συνθέσεις των ποιημάτων του, αι οποίαι διαβεβαιώνει εκείνος ότι του εγεννήθησαν άνευ τινός συνθετικής προπαρασκευής, προήλθον από τοιαύτας διαισθήσεις (…)

– Μεταξύ των μεταφυσικών διαθέσεων της φαντασίας του υπάρχει μία δυναμένη να αποβή εις αυτόν νοσηρά, είναι δ’ αυτή το να συλλαμβάνη οιανδήποτε φυσικήν ασθένειαν, την οποίαν θα έφθανε μέχρι του σημείου να μεταβάλη εις πραγματικότητα εις τον εαυτόν του, επιμένων εις εκείνην.
– Ευκόλως απατάται και εις την καλήν πίστιν του και εις την φυλιποψίαν του, εξωθών εκείνην μεν ως άπειρον παιδίον, αυτήν δε ως παμπόνηρος, ενίοτε δε και ολίγον καχύποπτος, μη αντιλαμβανόμενος εις την πρώτην περίπτωσιν την υποκρισίαν και εις την δευτέραν την αθωότητα.
– Σταθερόν και ζωηρότατον είναι εις αυτόν το αίσθημα της φιλίας. Αγαπά τους φίλους του μεθ’ όλης της καρδίας και αισθάνεται τα καλά και τα κακά των ως ιδικά του. Διό ενίοτε δοκιμάζει ισχυροτάτας συγκινήσεις.
Αν πρόσωπον, το οποίον δεν αγαπά, υποστή ατύχημα, αρχίζει να το αγαπά.

– Υπερμέτρως μετριόφρων, σφάλλεται ενίοτε, μη αντιλαμβανόμενος τον αληθή υπέρ αυτού έπαινον, τον οποίον διατυπούμενον παρά φίλου θεωρεί υπερβολικόν, παρ’ άλλων δε κολακείαν.
– Ευκολώτατα γελά, ακόμη και υπερβολικά, όταν υπάρχη λόγος, ενίοτε δε μέχρι σημείου να ξεσπά εις είδος νευρικών σπασμών. Εξ’ ίσου ευκόλως κλαίει δια την παραμικράν συγκίνησιν της ψυχής του. Η αντίθεσις αυτή, ήτις ενίοτε πραγματοποιείται εις αυτόν από στιγμής εις στιγμήν, δεικνύει την μεγάλην ευκαμψίαν του νευρικού του συστήματος και την ισορροπίαν των οργανικών του δυνάμεων.
– Χάρις εις εντελώς εσωτερικήν συναισθηματικήν ενόρασιν, είναι ικανός να βλέπη το μέλλον.
Είναι χαριτωμένος είρων, εις μέγιστον δε βαθμόν μίμος και μιμητής κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών τινών, τα οποία του προκαλούν κάποιαν εντύπωσιν.

Η συχνότης και η ποικιλία των αφηρημένων ιδεών, εις τας οποίας υπόκειται το πνεύμα του, κάμνει ώστε ενίοτε να μη γνωρίζη τι επιθυμεί. Συχνάκις είναι ακόλουθος εις τας επιθυμίας του, εναντίον των οποίων αισθάνεται ταυτοχρόνως άλλας λανθανούσας, ευρισκομένας εν αντιθέσει προς τας πρώτας. Π.χ. πολλάκις επιθυμεί φίλον και αισθάνεται μεγάλην ευχαρίστησιν να τον ιδή. Μετ’ ολίγον όμως μία ιδέα, ήτις τον κυριεύει ολόκληρον, τον κάμνει να επιθυμή την μοναξιάν. Χωρίς να του αποκαλύψη τούτο, τον αφήνει να το εννοήσει, ενίοτε με κάποιαν κίνησιν του οφθαλμού.

– Χάρις εις θαυμαστάς δυνάμεις, είναι ικανός να διατηρή την ιδίαν του φύσιν. Διό θα είναι πάντοτε παιδί εις την αγνότητα του ενστίκτου, νέος εις την λειτουργίαν των δυνάμεων της καρδίας και του νου και γέρων εις την σοφίαν του πνεύματος.
Μη ανεχόμενος τας μικράς ενοχλήσεις, καρτερικώτατος όμως εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς, αίτινες θα ηδύναντο να τον πλήξουν, είναι έτοιμος, οποτεδήποτε, να δεχθή τον θάνατον του σώματος ως ζωήν του πνεύματος, διαισθανόμενος τον ωραίον κόσμον όστις τον αναμένει και εις τον οποίον στρέφει ενοράσεις του, ίδιαι της φύσεως του πνεύματός του, ευρίσκονται εις την αιωνιότητα και το άπειρον.

Αδιάφορος προς εξωτερικάς τινάς πράξεις, αισθάνεται ζωηρώς την θρησκείαν, επειδή με τρεις έρωτας τρέφει την ψυχή του: του Θεού, του πλησίον και κάθε χριστιανικής αρετής.
– Απλούς και ειλικρινής εις τους τρόπους, αντίθετος προς πάσαν επιτήδευσιν, είναι εχθρός της απάτης, ήτις περισσότερον ίσως παντός άλλου ελαττώματος του προξενεί απαισίαν εντύπωσιν.
– Είναι γεννημένος, ίνα ζη μακράν του κόσμου και σχεδόν με τον εαυτόν του ή τα παιδία, μολονότι αγαπά τον άνθρωπον και αισθάνεται ζωηρώς την επιθυμίαν να του είναι χρήσιμος.
Ζων όσον είναι δυνατόν περισσότερον μόνος, δύναται να διατηρή άθικτον το ένστικτόν του, του οποίου χαρακτηριστικά είναι η αγνότης, η ταπεινοφροσύνη, η ηρεμία, η αγαθοεργία, η μεγαλοψυχία, η δικαιοσύνη.

Το “R” ευχαριστεί τον «Νουμά»

(77)