Ο Μαέστρος

Ηδονιζότανε να τον αποκαλείς, Μαέστρο! Ακόμη, περισσότερο, Παγκανίνι! Και ήταν μουσικός, στο επάγγελμα, ο, κατά κόσμον, γείτονάς μου, Πολύβιος Χαλάκης· ούτε, όμως, Μαέστρος και, πολύ περισσότερο, Παγκανίνι… ήτανε ο συμπαθής Πολύβιος… που, υπό το σεληνόφως, με κλειστά μάτια ονειροπολώντας κάτω από την κληματαριά ανεβοκατέβαζε το δοξάρι γρατσουνίζοντας και νομίζοντας ότι…! Ούτε, βέβαια, και καμιά θεωρητική μεγάλη, περί τη μουσική, κατάρτιση είχε… Απλούστατα, διατηρούσε μια υποτυπώδη Μουσική σχολή -όπως τόσες και τόσες λειτουργούσαν κατά το παρελθόν εν Ελλάδι… κατά τα μετεμφυλιοτικά χρόνια αλλά και πολύ αργότερα…· είχε μια τέτοια Σχολή στον αφαλό της μικρής μας πόλης, που, εκείνα τα χρόνια δίδασκε τα πρώτα βήματα στ’ ακορντεόν, λίγη κιθάρα -χαβάγια, όμως, έπαιζε σχεδόν καλά- και βιολί… Θα μπορούσε να διδάσκει και πιάνο, μα, η Σχολή δεν διέθετε κάτι τέτοιο, που, εκείνες τις εποχές ήτανε πανάκριβο και ίδιον των λίαν ευπόρων καθότι, η τιμή των πιάνων, δεν υπολογιζότανε σε χιλιάδες δραχμές… αλλά σε δεκάδες ολόχρυσες λίρες «κοπής Αγγλίας»!

Ο Μαέστρος ήτανε ένας ευγενικό και καλοσυνάτο ανθρωπάκι, πολύ εύχαρης και φιλανθής -ο τρανταφυλλώνας του στο πατρικό σπίτι ήτανε χάρμα οφθαλμών και ευωδίας για την πόλη! Αναμφίβολα, όμως, ολίγον «ελαφρύς» ο καημένος…· Κατά τ’ άλλα ήτανε ένα συμπαθητικός άκακος τύπος που κυκλοφορούσε πάντα –είτε τον χειμώνα με το «μίντι» εγγλέζικο παλτό του είτε το καλοκαίρι με το λευκό μεταξωτό κουστούμι- με παπιγιόν! Σήμα κατατεθέν η αδεκαρίλα του, μα, κυρίως, το «γερό ποτήρι»! Την αδεκαρίλα την κάλυπτε με το εύπορο δίδυμο, Μανιάτη-Μωρόπουλου, ο πρώτος ένας γοητευτικός νέος α λα Αλέν Ντελόν, που, είχε χρήματα από την οικογένειά του και, ο δεύτερος, ένας 85άρης συνταξιούχος δικηγόρος, που, σ’ αυτή την ηλικία προσπαθούσε να μάθει κιθάρα…! Όταν ο Μανιάτης, νεαρότατος εξέλιπε από τη ζωή -πυροβολήθηκε, άδοξα, από αστυνομικό…- το κενό συμπλήρωσε ο Κώστας Φλώκος, ένας άλλος «τύπος» της μικρής μας πόλης, χιουμορίστας και ετοιμόλογος, όμως, και αυτός άφραγκος… Άπαντες -πρέπει να το τονίσουμε- ήτανε γλυκύτατοι, άκακοι, έντιμοι και φίνοι άνθρωποι…

Η Σχολή στεγαζότανε, απέναντι, από το σπίτι μας. Κάθε πρωί, που, η μάνα, έβγαινε στο μπαλκόνι για να τινάξει τις κουβέρτες, ο Μαέστρος από κάτω την υποδεχότανε με τα εξής:

  • Καλημέρα σας κ. Ευαγγελία· συγχαρητήρια· έχετε καλά παιδιά· δεν είναι σαν… -κι αράδιαζε πέντ’ έξι ονόματα παιδιών, που του έκαναν διαρκώς χοντρές φάρσες… Κυρία Ευαγγελία, θυμηθείτε: χίλιοι δικηγόροι, πεντακόσιοι γιατροί, ένας Μαέστρος -αυτό, το τελευταίο, δηλ. το “ένας Μαέστρος”, το τόνιζε στεντόρια και συμβολίζοντάς το με τον δείχτη της παλάμης του ως αγορεύων πολιτικός…!

Όταν συμπληρωνότανε το τρίο (στην αρχή Χαλάκης-Μανιάτης-Μωρόπουλος και αργότερα Χαλάκης-Μωρόπουλος-Φλώκος) περί ώρα 10 το πρωί, ως μικρόν και γείτονα, εκεί που έπαιζα, με φώναζε παραδίνοντάς μου τις δύο καράφες…

  • Ρε μανάρι, είσαι καλό παιδί, εσύ, όχι σαν τον… Πήγαινε ‘κει χάμου, στην υπόγα του Χασομέρη, να στις γεμίσει…· έχω ένα κωλόδοντο να το μπουκώσω…

Ήτανε δυο μεγάλες μπουκάλες οι οποίες, από την πολλή χρήση και, την απλυσιά, είχανε πιάσει πουρί… Μάλιστα, το τρίο τις είχε ονομάσει, τις καράφες, “Πόπη” και “Πίτσα”! Το κρασί το πίνανε ξεροσφύρι· άντε με λίγα τρίμματα φέτας και λίγο χάσικο ψωμί, που, και σ’ αυτά «ταχυδρόμος» ήμουνα, εγώ ή ο αδελφός μου, ο Μιχάλης, μετά από το κάλεσμα του Χαλάκη…

  • Ρε μανάρια, πάρτε ένα φράγκο και πηγαίνετε, ‘κει χάμου, στου πρόσφυγα, και πάρτε λίγα τρίμματα φέτα, και, πέστε του, είναι για μια γάτα… και τ’ άλλο φράγκο ένα κομμάτι ψωμί από το φούρνο του Τσουκαλά…

Η υποτιθέμενη Σχολή στεγαζότανε στο ισόγειο, ενός πανάθλιου διώροφου των μέσων του 19ου αιώνα… ίσως και νωρίτερα… Ήτανε ένα πολύ μεγάλο οικοδόμημα, για εκείνα τα χρόνια, ακατάλληλο για χρήση ένεκα της εγκατάλειψής του και το οποίο ήτανε περιουσιακό στοιχείο του Παναγίου Τάφου και, αργότερα, της Μητρόπολής μας… η οποία ήθελε να το κατεδαφίσει προκειμένου χτίσει εκκλησία. Όλοι οι ένοικοι, προ πολλού, είχαν αποσυρθεί και μόνο ο Χαλάκης, παρέμενε, παρά τις συχνές συστάσεις…· και πού να πάει, θα μου ‘πεις… Στο ισόγειο υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος με τέσσερα δωμάτια δεξιά και ισάριθμα αριστερά. Στο πρώτο δεξιά είχε τη Σχολή, ο Μαέστρος και, παράλληλα, είχε και το κρεβάτι του μέσα -είχε αναρτήσει ένα σεντόνι που χώριζε στα δύο…- και απέναντι, στο άλλο δωμάτιο και στο πάτωμα επάνω σε στρωσίδια, κοιμότανε ο Φλώκος…

Εκείνο το πρωινό –ήμουν αυτόπτης μάρτυς- περί ώρα 9.00 ήλθε ο ίδιος ο Μητροπολίτης, ο Θεόκλητος Φιλιππαίος… Ο Χαλάκης τον αντιλήφθηκε και εμφανώς πολύ τρακαρισμένος βγήκε να τον προϋπαντήσει και υποδεχθεί…

– Τα σέβη μου Σεβασμιότατε, και έσκυψε να του φιλήσει το χέρι… οπότε, ο Δεσπότης, τράβηξε το χέρι και σ’ έντονο ύφος

– Αφήστε τα αυτά, κ. Χαλάκη· σας έχομεν ειδοποιήσει επανειλημμένως, με τον διάκο μου και τους ιερείς της ενορίας, όπως εγκαταλείψητε το οίκημα· άλλωστε, έχετε να πληρώσητε ενοίκιον προ αμνημονεύτων χρόνων· διότι θέλομεν να οικοδομήσωμεν Ιερόν Ναόν· και εσείς μας κοροϊδεύετε…

  • Μάλιστα, μάλιστα, οσονούπω… ψάχνω… προσπάθησε να ψελλίσει ο Πολύβιος…

Ο Δεσπότης, συνοδευόμενος από τον διάκο του, άρχισε να χτυπάει με την πατερίτσα μία μία τις πόρτες, ν’ ανοίξουν, αρχής γενομένης από την απέναντι, που, μέσα κοιμότανε ο Φλώκος… και η οποία δεν άνοιγε, αφού, ο Κώστας, είχε βάλει τον σύρτη… οπότε, ο Θεόκλητος, ρώτησε τον Μαέστρο

– Αυτή διατί δεν ανοίγει; για να πάρει την απάντηση

– Εδώ μένει ένας κατατρεγμένος της μοίρας, Σεβασμιότατε…

Εδώ είναι που, που εξεμάνη ο Θεόκλητος λέγοντας

  • Τι το κάνατε, εδώ μέσα, πανδοχείον; Και άρχισε να προχωρεί και να σπρώχνει, με την πατερίτσα, μία μία τις υπόλοιπες πόρτες, που, άνοιγαν κι εμφάνιζαν το σκουπιδαριό…

Μέχρι να φτάσει, ο Θεόκλητος, στο τέρμα του διαδρόμου και να επιστρέψει, όλη την ώρα, ο Χαλάκης, χτυπούσε, με τα δάκτυλά του την πόρτα, του Φλώκου, λέγοντάς του

– Κώστα, σήκω, ο Δεσπότης (φόρτε…)· Ρε παλιο-Φλώκο, σήκω, ο Δεσπότης (πιάνο…)… όμως απάντηση δεν έπαιρνε…

Όταν ο Σεβασμιότατος άρχισε να επιστρέφει, γλύκανε το κάλεσμα, ο Χαλάκης, λέγοντας

  • Κύριε Φλώκο, έχετε την καλοσύνη να ανοίξετε; ήλθε ο Σεβασμιότατος· κ. Κώστα, με ακούτε; απέξω είναι ο Δεσπότης μας…

Φθάνοντας ο Θεόκλητος στην πόρτα και μετά νέα επανάληψη του κελεύσματος, Χαλάκη, ακούστηκε, από μέσα βροντερή (φόρτε μπασάδικη καμπάνα) η φωνή του Κώστα… ο οποίος, βέβαια, δεν πίστευε ότι έξω ήταν ο Δεσπότης και νόμιζε πως τον δούλευε ο Μαέστρος

– Άντε και γαμήσου, εσύ κι ο Δεσπότης!!!

Αυτή ήταν κι η αιτία του τέλους, Χαλάκη, στη γειτονιά… μετά από δυόμιση 10ετίες!

Φεύγοντας, ο Θεόκλητος, «πυρ και μανία» κατά του Χαλάκη, έστειλε τους χωροφύλακες, περί ώρα 11.00 οι οποίοι άρχισαν να πετάνε από το παράθυρο στο δρόμο ένα στρώμα μ’ ένα σιδερένιο παλιοκρέβατο, δύο ακορντεόν που για να καλυφθούνε οι τρύπιες φυσούνες τους, ο Μαέστρος είχε κολλήσει τσιρότα…· δυο τρία μισότριβα κουστούμια, δυο παλτά, παπούτσια, δυο σπαζοκιθάρες, δυο τρεις ψαθοκαρέκλες, κανά δυο αναλόγια, άπλυτες πετσέτες και παλιοπάπουτσα…

Από εκείνη την ημέρα, ο Μαέστρος, χάθηκε… Τον περιμάζεψε ο αδελφός του, Πέτρος, και του επέτρεπε να βγαίνει, από το σπίτι, μόνο ένα δίωρο κάθε Παρασκευή πρωί… Ήτανε, όπως πάντα, ντυμένος «στην πένα» -ο αδελφός του ήταν εξαίρετος ράφτης- και πάντα με το παπιγιόν του… Σοβαρός, σοβαρός, έκανε τη βόλτα του στον κεντρικό δρόμο και συνέχιζε προς τα Δικαστήρια… Ζητούσε τον Εισαγγελέα και παραπονιότανε ότι οι χωροφύλακες τού καταστρέψανε πέντε παλτά, πέντε ακορντεόν, τρία βιολιά, δέκα κοστούμια… και ότι θα κάνει μήνυση… Αυτό μέχρι, που, να φύγει από τη ζωή με τοιχοκολλημένο το παρακάτω κηδειόσημο στον πλάτανο…:

ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΧΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΕΣΤΡΟΣ

Σήμερα, τίποτε δεν θυμίζει τη Σχολή, τον Μαέστρο, τις μεγάλες φάρσες… παρά μόνο η εκκλησούλα με το μικρό περιβολάκι που δημιουργήθηκε στον ίδιο τόπο: η Παναγία η Γρηγορούσα!

Αγήνωρ

(73)